Καθώς οι ευρωπαίοι ηγέτες ξυπνούν με την πραγματικότητα της επικείμενης επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, πρέπει να φροντίσουν να αποφύγουν δύο μεγάλες παγίδες: τον πανικό και την άρνηση. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά το στοίχημα είναι πολύ μεγάλο για να αποτύχει κανείς.
Οι λόγοι του πανικού είναι προφανείς. Ο Τραμπ μπορεί να είναι απρόβλεπτος και ασταθής, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πολιτικά του ένστικτα και τα δηλωμένα σχέδιά του θα κλονίσουν τους πυλώνες ασφάλειας της οικονομικής και πολιτικής τάξης της Ευρώπης.
Οσον αφορά την ασφάλεια, οι Ευρωπαίοι έχουν κάθε λόγο να φοβούνται ότι το προτεινόμενο «ειρηνευτικό σχέδιο» του Τραμπ για την Ουκρανία θα στερήσει από τη χώρα την εδαφική ακεραιότητά της και θα την αφήσει αποστρατιωτικοποιημένη και οριστικά αποκλεισμένη από το ΝΑΤΟ. Και το ίδιο το ΝΑΤΟ μπορεί κάλλιστα να «αδρανήσει», με τις ΗΠΑ να περιορίζουν ριζικά τη συμμετοχή τους και να παραδίδουν την ευθύνη για τη στρατιωτική διοίκηση και τους πόρους της συμμαχίας στους Ευρωπαίους.
Στη Μέση Ανατολή οι Ευρωπαίοι δικαίως ανησυχούν ότι το σχέδιο του Τραμπ να εξασφαλίσει την ειρήνη θα σημαίνει υποστήριξη των επεκτατικών σχεδίων του εξτρεμιστικού συνασπισμού του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ίσως ακόμη και της απέλασης των Παλαιστινίων από τη Γάζα και τη Δυτική Οχθη και την επανεγκατάστασή τους στην Αίγυπτο και στην Ιορδανία.
Τα οικονομικά σενάρια είναι ακόμη πιο τρομακτικά. Ο Τραμπ μίλησε για επιβολή καθολικού δασμού 10-20% για τις εισαγωγές προϊόντων και 60% για προϊόντα από την Κίνα. Μια τέτοια πολιτική κινδυνεύει να πυροδοτήσει έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, με τις κυβερνήσεις να αποφασίζουν αντίποινα κατά των ΗΠΑ. Εάν η Κίνα αποκλειστεί από την αμερικανική αγορά, οι Ευρωπαίοι θα είναι ακόμα πιο ευάλωτοι στις επιπτώσεις της πλεονάζουσας παραγωγικής της ικανότητας.
Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, η απάντηση της Ευρώπης σε μια δεύτερη προεδρία Τραμπ μπορεί κάλλιστα να παρεμποδιστεί από την «αντιφιλελεύθερη διεθνή», η οποία περιλαμβάνει τον ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν και την ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκονται στα πρόθυρα πανικού και αισθάνονται τον πειρασμό να σπεύσουν στην Ουάσινγκτον για να κλείσουν διμερείς συμφωνίες – όπως έκαναν πολλοί κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ. Εάν το πράξουν, αυτό θα είναι εις βάρος της ευρωπαϊκής ενότητας.
Ομως η δεύτερη παγίδα είναι εξίσου επικίνδυνη. Εάν οι ευρωπαίοι ηγέτες υποβαθμίσουν την απειλή που θέτει ο Τραμπ, δεν θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να οικοδομήσουν ανθεκτικότητα. Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να επιστρέψει και έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο στην αντιμετώπιση της νέας γεωπολιτικής ευπάθειας, με υψηλότερες αμυντικές δαπάνες (συλλογικά οι Ευρωπαίοι ξοδεύουν τώρα πάνω από το 2% του ΑΕΠ τους στην Αμυνα) και απομάκρυνση από το ρωσικό αέριο. Αλλά γενικώς δρουν πολύ αργά.
Ορισμένοι χαρακτηρίζονται από υπερβολική αυτοπεποίθηση. Θεωρούν ότι, αν επιβίωσαν από μια θητεία Τραμπ, μπορούν να επιβιώσουν και από μια δεύτερη. Αλλά ο Τραμπ του 2017-20 ήταν ένα αουτσάιντερ που είχε εκπλαγεί με τη νίκη του και λαχταρούσε την αναγνώριση από το κατεστημένο. Αυτή τη φορά είναι έτοιμος να εκδικηθεί το κατεστημένο που τον κυνήγησε στο παρελθόν – και είχε πολύ χρόνο για να προετοιμαστεί γι’ αυτό. Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να τον δεχτούν όπως είναι.
Αντιμέτωποι με αυτά τα σενάρια, το πιο επείγον καθήκον για τους ευρωπαίους ηγέτες είναι να χρησιμοποιήσουν τις 70 μέρες από τώρα έως τις 20 Ιανουαρίου 2025 για να συμφωνήσουν πάνω στα κοινά τους συμφέροντα και στον τρόπο που θα τα υπερασπιστούν – μαζί με τις ΗΠΑ αν είναι δυνατόν, αλλά και μόνοι αν χρειαστεί. Αυτό σημαίνει σύνταξη ενός συγκεκριμένου σχεδίου για την προστασία της Ευρώπης, τόσο στον τομέα της ασφάλειας όσο και σε εκείνον της οικονομίας.
Αμεση προτεραιότητα έχει το Ουκρανικό. Για να αποφευχθεί μια συμφωνία που θα αφήνει την Ουκρανία αποστρατικοποιημένη και αποκλεισμένη από το ΝΑΤΟ, η Ευρώπη πρέπει να εξασφαλίσει μια σταθερή ροή πυρομαχικών και αεράμυνας βραχυπρόθεσμα, παρέχοντας παράλληλα στην Ουκρανία αξιόπιστες εγγυήσεις μακροπρόθεσμης ασφαλείας. Πρέπει επίσης να αποφασίσει πώς θα δαπανήσει με αποτελεσματικό τρόπο στην άμυνα, να αυξήσει περισσότερο τις ένοπλες δυνάμεις που είναι διαθέσιμες στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση και –αν χρειαστεί– να ενισχύσει τη δική της πυρηνική αποτροπή.
Το δεύτερο πιο δύσκολο ζήτημα θα είναι το εμπόριο. Εάν ο Τραμπ τηρήσει την υπόσχεσή του να επιβάλει γενικούς δασμούς στις εισαγωγές, ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ της ΕΕ και της μεγαλύτερης εξαγωγικής αγοράς της είναι αναπόφευκτος. Σε έναν κόσμο όπου η γεωπολιτική και η γεωοικονομία συνδέονται όλο και περισσότερο, το απέναντι μπλοκ θα πρέπει να προετοιμάσει αντίμετρα κατά των ΗΠΑ και να επιδιώξει να επεκτείνει το εμπόριό του στον υπόλοιπο κόσμο.
Η νίκη του Τραμπ αλλάζει επίσης εντελώς το πλαίσιο της σχέσης της ΕΕ με το Ηνωμένο Βασίλειο. Από την ανάληψη των καθηκόντων του Εργατικού Κόμματος τον Ιούλιο, οι διακαναλικές επαφές έχουν αυξηθεί σημαντικά. Αλλά τώρα θα πρέπει να γίνει μια πιο τολμηρή ευρωπαϊκή προσφορά προς το Ηνωμένο Βασίλειο, μια στόχο μιας νέα συνεργασία.
Από την πλευρά του, ο βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ οφείλει να δεσμευτεί ότι θα εργαστεί για μια ισχυρότερη και πιο ενωμένη Ευρώπη. Θα πρέπει να βάλει τα πάντα στο τραπέζι, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης του τρόπου με τον οποίο η πυρηνική αποτρεπτική δύναμη της Βρετανίας μπορεί να συμβάλει στη συλλογική ευρωπαϊκή ασφάλεια. Και θα πρέπει να δείξει πώς το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να βοηθήσει στην επέκταση της ευρωπαϊκής ισχύος και ασφάλειας μέσω της συνεργασίας σε κυρώσεις, τεχνολογικούς ελέγχους, αλυσίδες εφοδιασμού, κρίσιμες πρώτες ύλες, ενεργειακή ασφάλεια, μετανάστευση και κοινή δράση κατά συμμοριών και εμπόρων ανθρώπων, μεταξύ άλλων.
Για να συμβεί αυτό, τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη της ΕΕ –Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία και Ισπανία– πρέπει να υπερβούν τις αντίστοιχες εσωτερικές πολιτικές τους για να δημιουργήσουν μια πανευρωπαϊκή συναίνεση. Η γερμανική ηγεσία, είτε η τρέχουσα κυβέρνηση είτε ένας νέος συνασπισμός υπό την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών μετά τις εαρινές εκλογές– είναι πιο σημαντική από ποτέ, αλλά οι μικρότερες και πιο εκτεθειμένες χώρες της Βόρειας και Ανατολικής Ευρώπης θα έχουν επίσης σημαντικό ρόλο. Συνεπώς, θα πρέπει να σχηματίσουν μια κοινοβουλευτική ομάδα εντός της ΕΕ, η οποία θα συνεργαστεί με αξιωματούχους των Βρυξελλών ώστε να γίνει πραγματικότητα η «γεωπολιτική Ευρώπη».
Η απάντηση της Ευρώπης στην επιστροφή του Τραμπ θα απαιτήσει δημιουργικότητα, ανθεκτικότητα και ακλόνητη δέσμευση για την υπεράσπιση των συμφερόντων της. Κάθε κρίση προσφέρει μια ευκαιρία και οι Ευρωπαίοι έχουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν ένα ισχυρότερο, πιο αυτάρκες μπλοκ, που θα μπορεί να σταθεί όρθιο σε μια περίοδο παγκόσμιας αταξίας.
Ο Mark Leonard είναι διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων και συγγραφέας του βιβλίου «The Age of Unease: How Connectivity Causes Conflict» (Bantam Press, 2021). Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.