Στο 2ο Επιτελικό Γραφείο της ΕΛΔΥΚ στη Λευκωσία υπάρχει μια λίστα με τα ονόματα των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής του 1974. Πίσω στην Ελλάδα ζουν περισσότερες από 40 οικογένειες οι οποίες ακόμα μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουν την τύχη των αδερφών τους – οι γονείς, δυστυχώς, έχουν πεθάνει. Αυτοί που έμειναν πίσω περιμένουν (;) να χτυπήσει το τηλέφωνο που θα επισφραγίσει επισήμως αυτό που σχεδόν όλοι τους γνωρίζουν εδώ και αρκετές δεκαετίας: ότι ο άνθρωπός τους είναι τελικά νεκρός. Κάποιο από τα οστά του θα ταυτοποιήθηκε στο σύγχρονο εργαστήριο της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων, στη διχοτομημένη πρωτεύουσα της Κύπρου. Oσο η μακάβρια λίστα μικραίνει, τόσο μεγαλώνει ο αριθμός αυτών που έδωσαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι εθνικό έδαφος.
Το μεσημέρι της Παρασκευής 31/5 τροχοδρόμησε στην Ελευσίνα το μεταγωγικό της Πολεμικής Αεροπορίας που μετέφερε στην Ελλάδα τα λείψανα οκτώ ακόμα στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ και ενός οπλίτη της Α’ Μοίρας Καταδρομών. Για την Ιστορία παρατίθενται τα ονόματά τους: Γεώργιος Αναλυτής, Παναγιώτης Ηλιόπουλος, Κωνσταντίνος Τσιτιρίδης, Αλέξιος Χριστόπουλος, Αναστάσιος Κρατημένος, Γεώργιος Μαρτζάκλης, Κωνσταντίνος Τσαγκαλίδης, Ιωάννης Ηλιόπουλος και Ηλίας Τούλας.
Οι πρώτοι οκτώ έπεσαν στη μάχη της 16ης Αυγούστου 1974, όταν οι πολλαπλάσιες τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ στη Λευκωσία. Καθώς οι Τούρκοι πάλευαν να μπουν στον Γερόλακκο επί τρεις συνεχόμενες ημέρες (20 έως 23 Ιουλίου), μετρώντας εκατοντάδες νεκρούς στα συρματοπλέγματα, η εξόντωση της ΕΛΔΥΚ κατέστη ζήτημα τιμής. Εξ ου και η μανία του δεύτερου Αττίλα.
Ο Τούλας επιβιβάστηκε το βράδυ της 21ης Ιουλίου μαζί με τη διμοιρία του στο «Νίκη-4», το οποίο απογειώθηκε από τη Σούδα με προορισμό τη Λευκωσία, όπου λίγες ώρες αργότερα η Α’ Μοίρα θα υπερασπιζόταν το αεροδρόμιο της πόλης. Το αεροσκάφος χτυπήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα από φίλια πυρά, και έπεσε στον λόφο της Μακεδονίτισσας. Είκοσι επτά καταδρομείς και τέσσερις αεροπόροι σκοτώθηκαν ακαριαία. Τα λείψανα του Τούλα γύρισαν στην Αθήνα. Σε λίγο καιρό θα ταφεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μάραθο του Ηρακλείου Κρήτης.
Οι Αναλυτής, Τσικιρίδης και Παναγιώτης Ηλιόπουλος θεωρούνταν έως πριν από λίγο καιρό αγνοούμενοι. Ο Ιωάννης Ηλιόπουλος, του οποίου βρέθηκαν επιπλέον οστά, υπηρετούσε στον λόχο διοικήσεως της ΕΛΔΥΚ, στη διμοιρία του Μηχανικού, με επικεφαλής τον λοχαγό Σωτήριο Σταυριανάκο, έναν από τους πλέον εμβληματικούς αξιωματικούς που υπηρέτησαν στην Κύπρο. Ο Σταυριανάκος αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του και έφτασε να αντιπαρατεθεί ευθέως με τα τουρκικά άρματα μάχης. Σκοτώθηκε ακαριαία. Ενας αδριάντας του στολίζει τη μικρή πλατεία στο Σκουτάρι της Μάνης.
Οι προσωπικές ιστορίες των μαχητών της ΕΛΔΥΚ, όλοι τους νεαρά παιδιά και κληρωτοί, δηλαδή στρατιώτες που κλήθηκαν να υπηρετήσουν τη θητεία τους στην Κύπρο, είναι συγκλονιστικές. Ο Γεώργιος Αναλυτής έφθασε στο νησί με τη σειρά 107, στις 19 Ιουλίου, λίγες ώρες πριν από την έναρξη της εισβολής. Ηταν η σειρά που δεν πρόλαβε καλά-καλά να μάθει ούτε που είναι οι τουαλέτες του στρατοπέδου. Πήραν τα όπλα να αντιμετωπίσουν τους τούρκους κομάντος που επελαύνανε εναντίον τους από τον τουρκοκυπριακό θύλακα του Κιόνελι.
«Οταν μάθαμε για την πρώτη απόβαση τρελαθήκαμε. Περάσαμε δύσκολες μέρες, έως ότου συμφωνήθηκε η εκεχειρία και ο Γιώργος μας πήρε τηλέφωνο» λέει στο protagon ο Κώστας Αναλυτής, σήμερα 77 ετών, μεγαλύτερος κατά επτά χρόνια από τον αδερφό του. Αφού είχε γνωρίσει τη φρίκη των πρώτων ημερών της μάχης, ο Γιώργος Αναλυτής έγραψε τέσσερις φορές στην οικογένειά του. Ανησυχούσε για την επιστράτευση στην Ελλάδα. «Εύχομαι να έχετε γυρίσει», τους είπε, «για να μη δείτε τι σημαίνει πόλεμος». «Τέτοιο παιδί, ευαίσθητο και καλό ήταν ο Γιώργος» θυμάται συγκινημένος ο αδερφός του. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει αν τα δικά τους γράμματα έφθασαν ποτέ στον αδερφό του.
Οταν τον ρωτάμε, αρκετά αμήχανα, πώς νιώθει που πλέον ο Γιώργος έχει ταυτοποιηθεί και θα ταφεί όπως του αρμόζει, μας λέει ότι «ο πόνος είναι ανάλογος της αγάπης. Δεν ξεχνιέται ο αδερφός μου, όλες οι μνήμες και οι στιγμές μαζί του παραμένουν ζωντανές». Η πραγματικότητα είναι ότι, όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι σχεδόν αδύνατο να ξεγράψεις τον δικό σου άνθρωπο. Ο Κώστας Αναλυτής, όπως οι περισσότεροι συγγενείς των πεσόντων στην Κύπρο, αισθάνεται και μια υποδόρια ανακούφιση: «Τουλάχιστον δεν έχουμε το μαράζι ότι είναι κάπου φυλακισμένος ή, ακόμα χειρότερα, τον βασανίζουν». Για 50 χρόνια η οικογένεια Αναλυτή αγωνιζόταν να μάθει τι συνέβη με τον άνθρωπό τους.
Η Μαρία Καλμπουρτζή έχει κάνει τα τελευταία χρόνια το δρομολόγιο Αθήνα-Λευκωσία δεκάδες φορές. Είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Επιτροπής Γονέων και Συγγενών Αδήλωτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων της Κυπριακής Τραγωδίας και μάχεται για την τεκμηριωμένη διακρίβωση της τύχης δεκάδων ακόμα ελλαδιτών αξιωματικών και στρατιωτών. Υπήρξε και η ίδια κόρη αγνοούμενου, του ηρωικού αντισυνταγματάρχη Στυλιανού Καλμπουρτζή, ο οποίος σκοτώθηκε μαζί με 37 άνδρες του όταν εγκλωβίστηκαν στον Πενταδάκτυλο από τις τουρκικές δυνάμεις. Ηταν 23η Ιουλίου όταν η Καλμπουρτζή είδε τελευταία φορά τον πατέρα της. Επί 47 χρόνια ο Καλμπουρτζής θεωρείτο αγνοούμενος.
«Οσος καιρός και αν περάσει, η λύπη είναι πάντα παρούσα», μας λέει η Καλμπουρτζή, η οποία πλέον έχει αφιερώσει τη ζωή της στο έργο της Επιτροπής. Δεν χάνει ευκαιρία, τόσο εντός Ελλάδας όσο και στα διεθνή φόρα, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στο Ευρωκοινοβούλιο, να καταγγείλει τις πρακτικές της Τουρκίας, που συνειδητά θέτει εμπόδια στις διαδικασίες έρευνας και ταυτοποίησης των αγνοουμένων. Τα ίδια ζητήματα αντιμετωπίζει στη Λευκωσία η Διερευνητική Επιτροπή, αποτελούμενη από έναν Ελληνοκύπριο, έναν Τουρκοκύπριο και έναν εκπρόσωπο των Ηνωμένων Εθνών. Καθοδηγούμενη από την Αγκυρα, η τουρκοκυπριακή πλευρά επικαλείται, ειδικά μετά το 2017, σειρά ψευδεπίγραφων επιχειρημάτων. Οι ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι, πολίτες και στρατιωτικοί, είναι περισσότεροι από 1.000.
Περίπου το 80% των κατεχόμενων έχει χαρακτηριστεί «στρατιωτική ζώνη». Μέρος αυτών είναι οι λεγόμενες «κλειστές περιοχές». Εκεί οι ερευνητές της Επιτροπής δεν μπορούν να εργαστούν. Σύμφωνα, δε, με έμπειρους ελληνοκύπριους ιστορικούς και δημοσιογράφους, οι οποίοι ασχολούνται επισταμένως τα τελευταία χρόνια με το ζήτημα των αγνοουμένων, οι βασικοί στόχοι της τουρκοκυπριακής πλευράς είναι δύο: Πρώτον, να εξαφανιστούν οι αποδείξεις περί μαζικών εκτελέσεων. Δεύτερον, να εξισωθούν οι ευθύνες της Τουρκίας με αυτές της Ελλάδας και των Ελληνοκυπρίων. Εν τω μεταξύ, όσο περνούν τα χρόνια πεθαίνουν και οι τελευταίοι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Χάρη στους οποίους εντοπίστηκαν δεκάδες λείψανα.
Καθώς φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, οι απουσίες και τα ερωτήματα οξύνονται. «Αυτά τα παιδιά έπεσαν από προδοσία σε προδοσία», μας θυμίζει αφοπλιστικά ο Κώστας Αναλυτής. Ισως γι’ αυτό το ελληνικό κράτος να προσπαθεί, συστηματικά και διαχρονικά, να ξεχάσει τι έγινε στην Κύπρο. Η μνήμη, όμως, οφείλει να μείνει παρούσα εις το διηνεκές. Δεν είναι απλώς ότι οι οικογένειες πρέπει να θάψουν τους νεκρούς. Είναι ζήτημα αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας.