Απλώς δεν αντέχεται. Γονείς στα προαύλια νοσοκομείων να αναζητούν τα παιδιά τους. Ματαίως. Οι πιο τυχεροί, στους σταθμούς των λεωφορείων, να αγκαλιάζουν τα σπλάχνα τους, σαν να τα βλέπουν μετά από πολλά χρόνια αποχωρισμού. Να έχει προηγηθεί μια τεράστια έκρηξη από τη μετωπική σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών. Βαγόνια που μετατρέπονται σε φούρνους, με θερμοκρασία που ξεπερνά τους 1.000 βαθμούς Κελσίου. Καμίνια που λιώνουν το ατσάλι, όχι απλώς ένα ανθρώπινο σώμα. Και γύρω-γύρω τα απομεινάρια ενός τρένου, μια άμορφη μάζα με παλιοσίδερα.
Οι εικόνες που πλάθονται, πρώτα σαρώνουν και μετά στοιχειώνουν το συλλογικό υποσυνείδητο. Αμέσως στο μυαλό γεννιέται η πρώτη σκέψη, ασαφώς δομημένη πάνω στον εφιαλτικό κόσμο της ανασφάλειας: Αν ήμουν εγώ στη θέση αυτού του γονιού, τι θα έκανα; Και όλα αυτά έρχονται λίγες εβδομάδες μετά τις φρικιαστικές περιγραφές των ανθρώπων που έζησαν το Μάτι και είδαν τις μανάδες, τους πατεράδες, τους συζύγους τους ή τα παιδιά τους να καίγονται, να πνίγονται ή να ασφυκτιούν στο πλευρό τους. Που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, επέλεξαν ποιον θα σώσουν και ποιον θα αφήσουν πίσω στη μανία της φωτιάς.
Στα Τέμπη υπάρχουν μανάδες που παρακαλούν να βρεθεί έστω κάτι από τα παιδιά τους. Για να μη θάψουν ένα άδειο φέρετρο. Είναι, άθελά τους, οι πρωταγωνίστριες ακόμα μιας σύγχρονης εθνικής τραγωδίας. Δυστυχώς, η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Σου δίνει κάθε λίγο ένα γερό χτύπημα και σου υπενθυμίζει: Πρόσεξε καλά, δεν ξέρεις από πού θα σου ’ρθει.
Θα σε παρασύρει αυτοκίνητο που τρέχει με 200 μέσα στην πόλη; Θα καείς 30 χιλιόμετρα μακριά από το Σύνταγμα; Θα πέσει πάνω σου νταλίκα σε εθνική οδό χωρίς διαχωριστικό στη μέση; Θα πνιγείς λιγότερο από μισό μίλι μακριά από τις ακτές ενός εκ των μεγαλύτερων νησιών των Κυκλάδων; Θα σκοτωθείς πάνω στις ράγες ενός κατά τεκμήριο ασφαλούς μέσου μεταφοράς, όπως είναι το τρένο;
Οι εθνικές τραγωδίες κρύβονται, συνήθως, πίσω από το ανθρώπινο λάθος. Πράγματι, ανθρώπινη είναι η επιλογή που τοποθετεί τον πρώτο κρίκο στην αλυσίδα, η οποία καταλήγει στο μοιραίο. Γι’ αυτό όμως υπάρχουν οι δικλίδες ασφαλείας. Υπάρχουν τα πρωτόκολλα ασφαλείας. Υπάρχουν οι έλεγχοι και ο εκσυγχρονισμός των υποδομών. Η ζωή των παιδιών μας δεν μπορεί, εν έτει 2023, να επαφίεται απλώς και μόνο στον σταθμάρχη, ο οποίος ύστερα από 35 χρόνια ίδιας, μονότονης καθημερινότητας, θα σκεφτεί «έλα μωρέ, και τι να πάει λάθος;».
Ούτε στον καπετάνιο, που στη ραστώνη του αποκαλόκαιρου ασχολείται με κάθε τι άλλο πλην από το να φέρει το καράβι ασφαλώς στο λιμάνι. Ούτε σε αυτόν που χωρίς καμία παιδεία (όχι απλώς οδηγική) δεν σέβεται τον δημόσιο χώρο – και που γνωρίζει ότι και να σκοτώσει κάποιον με την κούρσα του στον δρόμο, δεν πρόκειται ποτέ να εκτίσει ποινή φυλάκισης.
Πρέπει να εμπεδώσουμε ότι ζούμε σε μια κοινωνία ανασφάλειας; Δυστυχώς, έτσι φαίνεται. Ο χώρος των μεταφορών είναι γεμάτος ελλείμματα. Ελλείμματα ασφαλείας, ελλείματα στις υποδομές, ελλείμματα στην εξειδίκευση του προσωπικού για το πώς αντιδρούμε όταν συμβεί το κακό. Σήμερα απορούν όλοι: Είναι δυνατόν να μην παρακολουθείται ηλεκτρονικά η πορεία των τρένων στην Ελλάδα; Κι όμως, είναι. Είναι δυνατόν να ξεκίνησαν όλα επειδή κόπηκε ένα καλώδιο, με αποτέλεσμα οι αρμόδιοι να μπλέξουν τις γραμμές της ανόδου και της καθόδου; Και πάλι, είναι.
Είναι δυνατόν το σφάλμα στην κονσόλα μιας πλατφόρμας να οδηγεί σε εκατόμβη νεκρών; Δυστυχώς, όλα γίνονται. Αυτό που είναι επίσης δυνατό είναι ότι στην Ελλάδα, και πάλι εν έτει 2023, δεν μπορεί να τεθεί σε λειτουργία ένα απλό σύστημα τηλεματικής. Και αυτό σε ένα δίκτυο δύο κατευθύνσεων, όχι απλώς φτωχό, αλλά βγαλμένο από το χειρότερο παρελθόν της Ψωροκώσταινας.
Είναι πάρα πολλά τα βήματα που πρέπει να γίνουν. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, αυτονόητη σε όλον τον δυτικό κόσμο, έφτασε τελικά και στα μέρη μας. Η Ελλάδα, όμως, οφείλει, χθες, ούτε καν αύριο, να εκσυγχρονιστεί σε όλα τα επίπεδα, όχι απλώς στις υποδομές της. Πρέπει να εκσυγχρονίσει τη νοοτροπία της. Πρέπει να αλλάξει την αντίληψή της.
Δεν νοείται, τώρα που η μετακίνηση είναι στον πυρήνα του σύγχρονου κόσμου, να υπάρχουν γονείς των οποίων τα παιδιά δεν είναι –πολλές ώρες μετά το δυστύχημα– σε καμία από τις λίστες των Αρχών. Ούτε στους τραυματίες ούτε στους νεκρούς. Αλλά απλώς να έχουν εξαϋλωθεί. Είναι, ξανά, εθνικό αίτημα. Κάποιος οφείλει να κάνει κάτι, στη μνήμη των παιδιών που χάθηκαν.