Η καταγγελία Μπεκατώρου είναι το «φιτίλι» που άναψε τη φωτιά | CreativeProtagon
Απόψεις

Υποστηρίζοντας το mainstream

Το να σταθείς πλάι τους και να υποστηρίξεις το δυνατό πλέον ρεύμα είναι, αν μη τι άλλο, αυτονόητο. Δεν πρόκειται πια για μερικές σκόρπιες, αδύναμες, δειλές φωνές. Η Σοφία Μπεκατώρου φρόντισε να τους δώσει «αντίλαλο». Τώρα η κοινωνία πρέπει να πάει ένα βήμα μπροστά
Χριστίνα Πουτέτση

Πόσες καταγγελίες, πόσα τηλεοπτικά παράθυρα, πόσα σχόλια, πόση έκθεση. Είναι εντυπωσιακό το «κύμα» που προκάλεσε η αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου. Και να σκεφτεί κανείς ότι σήμερα ανακοινώθηκε ότι ο εισαγγελέας έθεσε τη σχετική δικογραφία στο αρχείο, καθώς τα αδικήματα έχουν παραγραφεί.

Η καταγγελία Μπεκατώρου, ακόμα και από το αρχείο, όπως αποδεικνύεται, είναι το «φιτίλι» που άναψε τη φωτιά. Ξεκινώντας από τον χώρο του αθλητισμού, η δεύτερη ανάφλεξη ήρθε από τον χώρο του θεάτρου. Τα ονόματα είναι «βαριά», οι πράξεις από κολάσιμες έως φρικτές.

Και παρότι ο χώρος του θεάματος συγκεντρώνει πολλά φώτα και όλα όσα καταγγέλλονται και αποκαλύπτονται δημοσιοποιούνται ευρέως, όλοι καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι και ίσως δεν θα είναι αυτός ο μόνος χώρος που θα μας απασχολήσει με παρόμοια απεχθή περιστατικά.

Εξάλλου, κοινωνία, πολιτική και θεσμοί έχουν δείξει ότι καταδικάζουν τα πρόσφατα συμβάντα.

Στην αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου που αιφνιδίασε πριν από τρεις εβδομάδες, η αντίδραση του Πρωθυπουργού και πολιτικών αρχηγών ήταν άμεση και σαφής. Ξεκάθαρη στήριξη στη γυναίκα που μετά από είκοσι χρόνια βρήκε το θάρρος να εκτεθεί δημόσια αποκαλύπτοντας μια τραυματική εμπειρία, η οποία πέρα από την ποινική της διάσταση ενέχει και το στοιχείο της κατάχρησης εξουσίας. Τον συμβολισμό επισφράγισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας η οποία, μέσα από τη συνάντησή της με τη χρυσή Ολυμπιονίκη, πέρασε μήνυμα σε όσους διστάζουν ή φοβούνται να «σπάσουν τη σιωπή».

Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι αναγνώρισε δημόσια τη Σοφία Μπεκατώρου ως καταγγέλλουσα – κάτι που άλλωστε προέκυψε εκ των υστέρων. Η ίδια η ολυμπιονίκης έδειξε ότι είχε αποφασίσει να μιλήσει, έτσι κι αλλιώς. Είχε βρει το θάρρος μέσα της, είχε διανύσει την ψυχολογική διαδρομή και είχε εν τέλει και το εκτόπισμα να τα πει και να ακουστεί. Και το έκανε, χωρίς εγγυήσεις ή «μαξιλάρι». Το πόσο πολύ ακούστηκε μπορεί ούτε η ίδια να το φανταζόταν.

Στον αντίλαλο της καταγγελίας Μπεκατώρου, πάτησαν οι πρόσφατες καταγγελίες για τον χώρο του θεάτρου. Τρεις μαζί, 14 μαζί, ένας μόνος. Και πόσοι ακόμα ίσως ακολουθήσουν. Ολοι τους θα πατήσουν πάνω στα «σκαλοπάτια» που έχτισε σε μια μέρα η χρυσή Ολυμπιονίκης. Και σε αυτή την καταγγελία που, σε μια άλλη εποχή και σε άλλες συνθήκες, μπορεί να απομονωνόταν και να έσβηνε στο περιθώριο.

Τις τελευταίες ημέρες τα περισσότερα σχόλια για τις καταγγελίες στο θέατρο κάνουν λόγο για λίγο – πολύ «γνωστά» περιστατικά μεταξύ των επαγγελματιών. Ορισμένοι άνθρωποι του χώρου, με μια διάθεση ειλικρίνειας, δήλωσαν «συνένοχοι» σε αυτό που συνέβαινε τόσα χρόνια. Γιατί γνώριζαν και δεν μιλούσαν. Μα εδώ δεν μιλούσαν ούτε τα θύματα. Γιατί αν κρίνει κανείς από τη σιωπή που προηγήθηκε του σημερινού εκκωφαντικού ήχου, ο φόβος ήταν μεγάλος.

Φόβος ότι η φωνή θα αμφισβητηθεί, θα σβήσει. Θα πέσει στο κενό. Δεν θα μπορέσει να βρει δρόμο προς τη δικαίωση. Ότι στην καλύτερη περίπτωση θα ακούσεις ένα «Κουράγιο, αλλά μην μπλέκεις. Δεν θα βρεις άκρη».

Πώς μπορείς να τα βάλεις με τον δυνατότερο; Ακόμα και αν εκείνος έχει καταχραστεί την εξουσία του με τον πιο απεχθή τρόπο;

Και εδώ είναι το θέμα. Αν μέσα από όλο αυτό που συμβαίνει, το οποίο, όπως δείχνει, έχει την ορμή που φέρνει μια καταπίεση χρόνων και η ανοχή μιας εδραιωμένης κατάστασης – και προφανώς δεν αφορά μόνο τον χώρο του θεάτρου – η κοινωνία κάνει ένα βήμα μπροστά.

Οχι μόνο για να καταδικάσει εν θερμώ τις κολάσιμες συμπεριφορές και πράξεις. Αυτές που τώρα πρωταγωνιστούν στα τηλεοπτικά παράθυρα, στα μέσα ενημέρωσης, στον δημόσιο διάλογο.

Η κοινωνία αντανακλαστικά ακολουθεί το mainstream. Το να σταθείς πλάι τους και να υποστηρίξεις το δυνατό πλέον ρεύμα είναι, αν μη τι άλλο,  αυτονόητο. Δεν πρόκειται πια για μερικές σκόρπιες, αδύναμες, δειλές φωνές. Η Σοφία Μπεκατώρου φρόντισε να τους δώσει «αντίλαλο». Και χάρη σε αυτόν οι φωνές πλήθυναν και δυνάμωσαν. Και το μήνυμά τους βρήκε ανταπόκριση στον επιλεκτικό μηχανισμό της αντίληψης.

«Ενα βήμα μπροστά» για την κοινωνία, σημαίνει να αναπτυχθούν τέτοια αντανακλαστικά στην Πολιτεία, στους θεσμούς, στα συλλογικά όργανα, στους επαγγελματικούς χώρους, στην οικογένεια, ώστε η παραβατική συμπεριφορά και η κατάχρηση εξουσίας από όποιον δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τα όριά του, δεν βρίσκει ανοχή ή κάλυψη.

Ωστε τα θύματα να μη μένουν βυθισμένα στο τραύμα, στη σιωπή και στο σκοτάδι, αν δεν είναι «mainstream».