Ο όρος βιώσιμη ανάπτυξη είναι ξεκάθαρος για τους περισσότερους κλάδους. Για τον τουρισμό ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται. Το τουριστικό μας προϊόν για δεκαετίες ήταν αποκλειστικά η προσφορά του ελληνικού φυσικού συγκριτικού πλεονεκτήματος, με ελάχιστες εξαιρέσεις ως προς την παροχή υπηρεσιών και σχεδόν αποκλειστικά πέρα από τα αστικά κέντρα ή και την ενδοχώρα. Αυτή η κοντόφθαλμη προσέγγιση, έφερε προορισμούς πιο ψηλά στις προτιμήσεις του παγκόσμιου ταξιδιωτικού κοινού και, αν και με καθυστέρηση, φαίνεται πως αφυπνιζόμαστε.
Παρά το γεγονός ότι υστερούμε ακόμα στα βασικά, όπως απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, εθνικής στρατηγικής που να υπερβαίνει τον όποιο κομματικό προσανατολισμό και, φυσικά, ορθής νομοθέτησης, αντιλαμβανόμαστε πλέον τον τουρισμό ως μία συνολική διαδικασία και όχι απλώς σαν «τη κότα με τα χρυσά αυγά».
Η βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου ωστόσο, προϋποθέτει εκτός από όραμα, τόλμη και στρατηγική, νομοθέτηση και ένα κοινωνικό συμβόλαιο. Για να μπορέσει μία νομοθέτηση να λειτουργήσει αποτελεσματικά, πρέπει να έχει αρωγό το κοινωνικό σύνολο. Πολιτεία και πολίτες να αντιλαμβάνονται πλήρως τις τομές που απαιτούνται. Να ενστερνίζονται τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται, να συμβάλλουν από κοινού.
Παράλληλα, η προσφορά υψηλών υπηρεσιών, ο σεβασμός στις ανάγκες του ταξιδιώτη, η προστασία του φυσικού, αλλά και του αστικού τοπίου, είναι οι νέες απαιτήσεις, που θα καθορίσουν το μέλλον του κλάδου.
Αυτή είναι η βάση της συζήτησης του μέλλοντος και δεν γίνεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελλάδα οφείλει να συνδιαμορφώσει αυτόν τον διάλογο, αντί να είναι πάλι ουραγός στις εξελίξεις που νομοτελειακά θα έρθουν.
Σήμερα ωστόσο, που το φυσικό πλεονέκτημα απειλείται ελέω κλιματικής αλλαγής και απουσίας ουσιαστικού πλαισίου για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και το αστικό ακόμα δεν μπορεί να τοποθετηθεί στον παγκόσμιο διάλογο για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, πώς πραγματικά μπορούμε να αναγάγουμε την συζήτηση για βιώσιμη ανάπτυξη μέσω του τουρισμού;
Η ποιότητα και η αξία της τουριστικής εμπειρίας σήμερα διαχέεται σε πλατφόρμες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η αποτύπωση γίνεται από τον χρήστη και είναι σχεδόν πάντα αφοπλιστικά ειλικρινής. Ο ταξιδιωτικός κλάδος πρέπει να αρχίσει να κοιτά τις ποιοτικές στατιστικές και όχι μόνο τις ποσοτικές.
Δεν αρκεί ένας αυξημένος αριθμός επισκεπτών, όταν οι ίδιοι θα περιγράψουν μία αρνητική εμπειρία. Μία εμπειρία που δεν προσέφερε υποδομές και τεχνογνωσία, που δεν σεβάστηκε την αρχική επιλογή. Που προς χάριν και μόνο της αύξησης όχι μόνο δεν προσέφερε στον ταξιδιώτη αυτά που ζήτησε, αλλά παράλληλα δυσαρέστησε τον μόνιμο κάτοικο, διότι εν τέλει υποβάθμισε και τη δική του καθημερινότητα.
Ο βιώσιμος τουρισμός είναι αυτός που παράγει αξία, για όλους τους εμπλεκόμενους. Ο ταξιδιώτης βλέπει τα χρήματα που ξόδεψε να αντικατοπτρίζουν τις επιθυμίες του. Ο ντόπιος συμμετέχει και όχι μόνο κερδίζει, αλλά αναβαθμίζει τις υπηρεσίες του. Το κράτος αναβαθμίζει τις υποδομές του και προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες σε όλους. Ο σεβασμός στο τοπίο και στον ντόπιο τρόπο ζωής προσφέρει μία αυθεντική εμπειρία που θα είναι και ο καλύτερος πρεσβευτής.
Δημιουργείται παράλληλα ένας υγιής ανταγωνισμός ανάμεσα στους επαγγελματίες του κλάδου. Δημιουργούνται καλές πρακτικές ανάμεσα στον κλάδο και τις τοπικές κοινότητες που αντιλαμβάνονται άμεσα τα οφέλη ενός ποιοτικού τουριστικού προϊόντος. Δίνονται κίνητρα και εν τέλει βελτιώνεται και το εμπορικό brand της χώρας. Αναβαθμίζεται ο προορισμός και συνεπώς καταλήγει να αποτελεί επιλογή για μεγαλύτερο κοινό. Τα νούμερα αυξάνουν, αλλά όχι απλώς γεωμετρικά. Οι επισκέπτες κατανέμονται καλύτερα στην επικράτεια, ανάλογα με τις επιθυμίες τους. Η τουριστική περίοδος επεκτείνεται και γίνεται ουσιαστικά 365 μέρες το χρόνο, ακόμα και για περιοχές που χαρακτηρίζονται αποκλειστικά ως θερινοί προορισμοί.
Το κοινωνικό συμβόλαιο λοιπόν οφείλει να είναι δεσμευτικό. Εφόσον θέλουμε να συνεχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε τον τουρισμό ως μια «βιομηχανία» απαιτείται προγραμματισμός για την ανάπτυξή του. Να εξασφαλισθεί απόδοση της επένδυσης και αύξηση της αξίας για τους «μετόχους» που εν προκειμένω είμαστε όλοι. Είτε δραστηριοποιούμαστε στον κλάδο είτε όχι.
Όπως ο ταξιδιώτης σήμερα έχει απεριόριστη πρόσβαση στην πληροφορία και στην ενημέρωση, έτσι και ο ίδιος ο τουριστικός προορισμός οφείλει να πράξει το ίδιο. Όλοι πρέπει να διαδραματίσουμε σημαντικό ρόλο και να εξασφαλίσουμε ότι το τουριστικό μας προϊόν ανταποκρίνεται στην υπόσχεσή του να βελτιώσει τα μέσα διαβίωσης των ανθρώπων και να προστατεύσει το περιβάλλον από το οποίο απολύτως εξαρτάται.
* Ο Δημήτρης Τρυφωνόπουλος είναι πρώην Γ.Γ. του ΕΟΤ. Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα ομιλίας του στο κεφάλαιο Τουρισμός και Βιώσιμη Ανάπτυξη του προσφάτου συνεδρίου του Economist στην Αθήνα