Στη συνάντηση της Γενεύης, στις 16 Ιουνίου, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν φέρεται να προσέφερε στον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν τη χρήση των ρωσικών στρατιωτικών βάσεων στο Τατζικιστάν και στο Κιργιζιστάν, βάσεις οι οποίες βρίσκονται «φάτσα» στο Αφγανιστάν, προκειμένου να συντονίσει τις ενέργειές του. Τα κίνητρα του Κρεμλίνου δεν είναι αλτρουιστικά, βέβαια. Η Ρωσία θέλει να αποτρέψει τις ΗΠΑ να χτίσουν τις δικές τους βάσεις στην περιοχή. Ωστόσο η προσφορά του Πούτιν είναι δελεαστική, και ο Μπάιντεν μπορεί να βρει κάποιον τρόπο να την αποδεχθεί.
Ετσι η Κεντρική Ασία, περιοχή που έχει περίπου το μέγεθος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κείται μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, απασχολεί τα διεθνή πρωτοσέλιδα – ξανά λόγω των κακών ειδήσεων για τη βία και την αστάθεια που επικρατούν στο Αφγανιστάν. Η απόφαση του Μπάιντεν να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από εκεί θα τερματίσει έναν εικοσαετή πόλεμο που έχει κοστίσει στην Αμερική σχεδόν 2,3 τρισ. δολάρια, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους του. Και τώρα οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η συνεχιζόμενη επιθετικότητα των Ταλιμπάν μπορεί να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο πλήρους κλίμακας, αύξηση της διακίνησης ναρκωτικών, μαζική μετανάστευση και εξάπλωση του τζιχαντισμού σε γειτονικές χώρες.
Τα αποτελέσματα του πολέμου στο Αφγανιστάν είναι καταστροφικά. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, 2.312 αμερικανοί στρατιωτικοί σκοτώθηκαν και 20.666 τραυματίστηκαν, από το 2001. Αλλά και περισσότεροι από 3.800 «εργολάβοι» ιδιωτικής ασφάλειας των ΗΠΑ σκοτώθηκαν επίσης.
Ο αφγανικός λαός έχει υποφέρει περισσότερο. Σύμφωνα με το πρότζεκτ Costs of War του Πανεπιστημίου Brown, ο πόλεμος σκότωσε τουλάχιστον 47.245 ντόπιους αμάχους και περί τους 69.000 ντόπιους στρατιώτες. Ο πόλεμος στη χώρα που έχει πληθυσμό 40 εκατομμύρια ανάγκασε 2,7 εκατομμύρια Αφγανούς να την εγκαταλείψουν τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες για να πάνε στο Πακιστάν, στο Ιράν και στην Ευρώπη, ενώ ξεσπίτωσε πάνω από 3,5 εκατομμύρια άτομα και τους έκανε εσωτερικούς μετανάστες.
Με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων να έχει ολοκληρωθεί σχεδόν, η κυβέρνηση Μπάιντεν λέει ότι θα συνεχίσει να στηρίζει την αφγανική κυβέρνηση εξ αποστάσεως και με σκοπό να βοηθήσει στον περιορισμό των Ταλιμπάν και άλλων ενόπλων ισλαμιστικών ομάδων. Ομως, αν οι ΗΠΑ θέλουν να διατηρήσουν ένα περιφερειακό «πάτημα» εκεί, χρειάζονται βάσεις που θα στεγάσουν στρατεύματα, drones, μαχητικά αεροσκάφη και πυροβολικό.
Μεταξύ των γειτόνων του Αφγανιστάν, το Ιράν και η Κίνα δεν θα επιτρέψουν ποτέ ίδρυση και λειτουργία αμερικανικών βάσεων στο έδαφός τους. Το Πακιστάν επίσης έχει απορρίψει την ιδέα. Ομως η Αμερική είχε στο παρελθόν μεγάλες αεροπορικές βάσεις σε ορισμένες χώρες της Κεντρικής Ασίας, γειτονικές του Αφγανιστάν, όπως στο Κιργιστάν την περίοδο 2001-2014 (αεροδρόμιο Μανάς) και στο Ουζμπεκιστάν την περίοδο 2001-2005 (αεροδρόμιο Καρσί Χαναμπάντ). Τα παραπάνω είχαν ρυθμιστεί μεταξύ της Ρωσίας και των συμμάχων της στην Κεντρική Ασία κατόπιν προσωπικής συμφωνίας των Πούτιν και Τζορτζ Μπους. Τώρα ο Πούτιν κάνει μία ανάλογη προσφορά στον πρόεδρο Μπάιντεν.
Οι ΗΠΑ έχουν λίγες εναλλακτικές λύσεις, αν υπάρχουν κιόλας. Η ρωσική κοινή γνώμη αντιτίθεται σθεναρά στα σχέδια των ΗΠΑ να πατήσουν πόδι στην Κεντρική Ασία, και το Κρεμλίνο έχει προειδοποιήσει τις χώρες της Κεντρικής Ασίας ότι οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται περισσότερο να περιορίσουν τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν, παρά να διατηρήσουν τον έλεγχο της κατάστασης στο Αφγανιστάν. Μάλιστα η Ρωσία ενίσχυσε περαιτέρω τη θέση της κατά τη διάρκεια προσφάτων επαφών, στη Μόσχα, με αξιωματούχους των Ταλιμπάν: αυτοί της υποσχέθηκαν ότι δεν θα περάσουν τα σύνορα του Αφγανιστάν και δεν θα εισέλθουν σε γειτονικές χώρες, ότι θα πολεμήσουν τις άλλες ομάδες των τζιχαντιστών, ότι θα απαγορεύσουν την παραγωγή ναρκωτικών στη χώρα.
Ταυτόχρονα, τρεις χώρες της Κεντρικής Ασίας –το Καζακστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν– πιθανότατα θα απορρίψουν το αίτημα της κυβέρνησης Μπάιντεν να φιλοξενήσουν προσωρινά έως και 10.000 κινδυνεύοντες Αφγανούς οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τις αμερικανικές δυνάμεις. (Σημείωση Protagon: Ορισμένοι από τους διερμηνείς έχουν ήδη φυγαδευτεί στις ΗΠΑ.) Η πρόσφατη δήλωση του πακιστανού πρωθυπουργού Ιμράν Χαν σχετικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις, στη χώρα του, της εισβολής υπό την ηγεσία των ΗΠΑ (το Πακιστάν φιλοξενεί 2,7 εκατομμύρια αφγανούς πρόσφυγες) έχει εντυπωσιάσει άλλους ηγέτες της Κεντρικής Ασίας. Οπως δήλωσε ρητά ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ τον Ιούνιο, «κανένας από τους συμμάχους μας [στην Κεντρική Ασία] δεν έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του να εκθέσει τα εδάφη και τους πληθυσμούς τους σε τέτοιο κίνδυνο».
Ολοι γνωρίζουν ότι μόνο ο Πούτιν μπορεί να επιλύσει το τρέχον αδιέξοδο, και στη σύνοδο κορυφής της Γενεύης έκανε την πρώτη κίνηση. Ενώ οι ΗΠΑ και η Ρωσία είχαν προηγουμένως συμφωνήσει σε άλλα θέματα χωρίς συνάντηση των δύο προέδρων, η κατάσταση στο Αφγανιστάν προφανώς απαιτούσε συζήτηση εκ του σύνεγγυς. Ο Μπάιντεν, επίσης, μπορεί να έχει συνειδητοποιήσει ότι το Κρεμλίνο κρατάει τώρα το κλειδί για τη συνέχιση της αμερικανικής παρουσίας στο Αφγανιστάν.
Δεδομένου ότι στη σύνοδο κορυφής του Ιουνίου όλα τα άλλα ζητήματα, η κατασκοπεία στον κυβερνοχώρο, το Ουκρανικό, το Ιρανικό, το Συριακό, ήταν προβλέψιμα και δεν έφεραν καμία ορατή πρόοδο, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεργαστεί με τη Ρωσία και με τους συμμάχους της στο Αφγανιστάν. Η πρόταση του Πούτιν μπορεί να δώσει στην Αμερική την ευκαιρία να διασώσει την εικόνα της και να ενισχύσει τη διεθνή φήμη της που υπέσκαψε η βιαστική απόσυρσή της. Το πιο σημαντικό, οι ΗΠΑ και η Ρωσία πρέπει να συνεργαστούν για την εξασφάλιση ενός μέλλοντος χωρίς συγκρούσεις και χάος για τον πολύπαθο λαό του Αφγανιστάν.
————————
Ο Djoomart Otorbaev διετέλεσε πρωθυπουργός της Κιργιζίας. Το κείμενό του αυτό αναδημοσιεύεται από τον ιστότοπο www.project-syndicate.org .