Νίκος Ανδρουλάκης και Αδωνις Γεωργιάδης συγκρούστηκαν για την Υγεία | Intimenews / CreativeProtagon
Απόψεις

Υπάρχει κεντροαριστερή πρόταση για το κράτος;

Η κόντρα κυβέρνησης-ΠΑΣΟΚ για την ανάγκη να πληρώνονται καλύτερα οι γιατροί και οι νοσηλευτές, φέρνει στο προσκήνιο ένα ερώτημα: Υπάρχει στην Ελλάδα σοσιαλδημοκρατική πρόταση για ένα κράτος με καλύτερες υπηρεσίες και μισθούς, που να ξεφεύγει από την ουτοπία της Μεταπολίτευσης ότι τα λεφτά είναι ατελείωτα;
Αργύρης Παπαστάθης

Αν έχεις και πετρέλαιο και τη σκανδιναβική παράδοση στο κοινωνικό κράτος, φτιάχνεις καταπληκτικό σύστημα Υγείας. Απόδειξη η Νορβηγία που θεωρείται ότι διαθέτει το καλύτερο στον κόσμο (διαβάστε εδώ την εμπειρία ενός Ελληνα που έσπασε το πόδι του στο Οσλο και τα συμπεράσματα δικά σας).

Αν δεν έχεις ούτε πετρέλαιο, ούτε λεφτά, αλλά αντίθετα υψηλό χρέος και ιστορικό χρεοκοπίας, τι κάνεις; Το κεφάλαιο Υγεία και κοινωνικό κράτος μας απασχόλησε αυτές τις ημέρες, με αφορμή την κόντρα κυβέρνησης-ΠΑΣΟΚ στη Βουλή για την ανάγκη να πληρώνονται καλύτερα οι γιατροί και οι νοσηλευτές.

Από την αντιπαράθεση επανήλθε στη σκέψη μας ένα ερώτημα που μας απασχόλησε έντονα την περασμένη δεκαετία, όταν η οικονομική πολιτική της χώρας καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τις αποφάσεις της τρόικας: Πώς μπορεί να βελτιωθεί το κράτος σε κρίσιμους τομείς (Υγεία, Παιδεία, Ασφάλεια), προς όφελος των πολιτών αλλά και των εργαζόμενων σε αυτό, χωρίς ούτε να γίνουν απολύσεις ούτε να χρεοκοπήσουμε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια;

Απάντηση στο ερώτημα δεν φαίνεται να υπάρχει. Ισως η τραυματική δεκαετία 2010-2019, αντί να μας ωθήσει να σκεφτούμε εντατικά το πώς θα βρούμε μια λύση, μάλλον ωθεί τους πάντες —κόμματα, φορείς και οργανώσεις— στην άρνηση της οποιασδήποτε συζήτησης.

Τι έγινε στη Βουλή; Χωρίς πολλές λεπτομέρειες: το ΠΑΣΟΚ ζήτησε με τροπολογία την υπαγωγή υγειονομικών στα βαρέα και ανθυγιεινά, η κυβέρνηση απάντησε ότι έτσι όπως τίθεται το αίτημα είναι μη εφαρμόσιμο (λειτουργικά και δημοσιονομικά), τα κανάλια έπαιξαν τα συνηθισμένα —βίντεο με ατάκες για τη «σκληρή κόντρα στη Βουλή»— και πήγαμε παρακάτω. Η ίδια «ρουτίνα» των τελευταίων δεκαετιών. Επρόκειτο όμως για ένα τεράστιο θέμα, για το οποίο θα έπρεπε να συζητάμε επί της ουσίας αντί να το σπρώχνουμε κάτω από το χαλί.

Γιατί αυτός ο κόμπος, παρότι κυβέρνηση και ΠΑΣΟΚ αναγνωρίζουν ότι η ενίσχυση του ΕΣΥ με γιατρούς και νοσηλευτές —και η αποτροπή του κύματος εξόδου— αποτελεί Νο. 1 προτεραιότητα; Για παράδειγμα, το να υπάρχει ένας νοσηλευτής για 30 ασθενείς σε μια νυχτερινή βάρδια δεν είναι βιώσιμο για κανέναν. Ούτε για τους ασθενείς, ούτε για τους νοσηλευτές που παραιτούνται για να δουλέψουν στον ιδιωτικό τομέα. Επομένως όλοι συμφωνούν ότι κάτι πρέπει να γίνει.

Η κυβέρνηση έχει φυσικά τη βασική ευθύνη. Παίζει όμως ρόλο και η αντιπολίτευση που έχει την ευθύνη να στριμώχνει την κυβέρνηση επί της ουσίας και να αντιπροτείνει ρεαλιστικές παρεμβάσεις. Εδώ, η μορφή της παρέμβασης μέσω τροπολογίας που επέλεξε το ΠΑΣΟΚ για την υπαγωγή υγειονομικών στα βαρέα και ανθυγιεινά, παρότι αφορούσε ακριβώς την ουσία (να ενισχυθεί να μην μαραζώσει ακόμη περισσότερο το ΕΣΥ), ουσιαστικά έδενε τα χέρια της κυβέρνησης. Και ταυτόχρονα της τα έλυσε για να πιαστεί από ορισμένες προβλέψεις της τροπολογίας —και σε συνδυασμό με τη μη ψήφιση των απογευματινών χειρουργείων από το ΠΑΣΟΚ— να απαντήσει με όρους κλασικής πολιτικής αντιπαράθεσης.

Ετσι, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ακολούθησαν την πεπατημένη που παράγει τίτλους όπως «μάχη για το ΕΣΥ» στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ αλλά μηδενική ουσία. Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι τα κόμματα να κάνουν τη «δουλειά» τους (επικοινωνιακά), αλλά όχι όσα περιμένουν οι υγειονομικοί και οι ασθενείς.

Το ερώτημα είναι αν το ΠΑΣΟΚ (που συνδέεται ταυτοτικά με το ΕΣΥ), τώρα που είναι de facto αξιωματική αντιπολίτευση, μπορεί να παρουσιάσει μια πρόταση για το κράτος που θα είναι σύγχρονη και λειτουργική.

Αν, αντίθετα, η στάση της αντιπολίτευσης το 2024 βασίζεται την ουτοπία της Μεταπολίτευσης ότι τα λεφτά είναι ατελείωτα, τότε οι προτάσεις δεν μπορούν να στριμώξουν καμία κυβέρνηση ούτε να την αναγκάσουν να επιδιώξει πιο εντατικά την εξεύρεση λύσεων. Ποια είναι η ουτοπία; Η συλλογική αυταπάτη ότι όποιος βρίσκεται στην εξουσία κάθεται πάνω από μια βρύση από την οποία τρέχουν λεφτά. Αν είναι «καλός» την ανοίγει και ρέει το χρήμα, αν είναι «κακός» την κρατάει κλειστή —και τότε όλοι μαζί, αντιπολίτευση, φορείς και συνδικάτα τον καταγγέλλουμε για αναλγησία.

Επρεπε να φτάσουμε στη χρεοκοπία του 2010 για να συνειδητοποιήσει μέρος των πολιτών ότι τα λεφτά της βρύσης είναι τα δικά μας, αυτά που πληρώνουμε με τους φόρους. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός δεν «ξοδεύει» τα λεφτά του κράτους γενικώς και αορίστως: ξοδέυει τα δικά μας.

Τώρα, λοιπόν, που δεν υπάρχει τρόικα, είναι η κατάλληλη στιγμή. Αρκεί το ΠΑΣΟΚ να τολμήσει να βγει από το περιβάλλον της ουτοπίας που συνεπάγεται ότι πουθενά στο Δημόσιο δεν επιτρέπεται αξιολόγηση, ότι όσοι προσφέρουν και όσοι δεν κάνουν τίποτα μπορούν να παίρνουν τα ίδια, γιατί υπάρχει πάντα η βρύση με τα λεφτά και το μόνο που χρειάζεται κάποιος «καλός», με κοινωνική ευαισθησία, να την ανοίξει για να τρέξουν τα χρήματα.

Με άλλα λόγια, αν θέλουμε καλύτερο κράτος —και οι περισσότεροι πολίτες το θέλουμε— πρέπει κάποια στιγμή να αξιώνουμε από τους πολιτικούς μας προτάσεις με ισοδύναμο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, στις οποίες όταν υπάρξει δημοσιονομικός χώρος, φυσικά και θα μπορούν να προστεθούν επιπλέον δαπάνες. Διότι γίνεται και χωρίς απολύσεις, όταν δεν υπάρχει τρόικα και το φάσμα της χρεοκοπίας, και υπάρχει χρόνος. Αρκεί να μην εγκλωβίζεται η αντιπολίτευση στην ευκολία του «δώσε λεφτά» (κάνοντας δώρο στην κυβέρνηση μια εύκολη απάντηση) όταν γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν και ότι αυτή τη στιγμή μπορούν να βρεθούν μόνο από κάπου αλλού, μέσα στο κράτος, εκεί όπου πάνε χαμένα.

Αν συμβεί ένα τέτοιο… θαύμα, τότε η αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ θα αναγκάσει την κυβέρνηση που έχει την καυτή πατάτα (και τους κράτους και των δημοσιονομικών) στα χέρια της να κινηθεί πιο ενεργά. Θα τη στριμώξει και αν εκείνη δεν απαντήσει, θα την εκθέσει. Διότι θα της αφαιρεί την ευκολία της κλασικού τύπου αντιπαράθεσης που λέει ότι η αντιπολίτευση προτείνει πάντα ακριβές και ανεφάρμοστες λύσεις.

Αυτή η ρουτίνα της κομματικής αντιπαράθεσης, που τη χορτάσαμε στον μισό αιώνα της Μεταπολίτευσης, είναι πια ένα απολίθωμα μιας άλλης εποχής. Αλλά και ο ασφαλέστερος δρόμος για να μη συζητάμε λύσεις στα προβλήματα. Και αν δεν σπάσει αυτή η βλαβερή συνήθεια, κινδυνεύουμε να μας βρει απροετοίμαστους η επόμενη χρεοκοπία.