Κάθε μέρα που περνάει και πλησιάζουμε στις τουρκικές εκλογές ο Ταγίπ Ερντογάν κινείται όλο και περισσότερο στα άκρα, απομακρυνόμενος με ραγδαίο ρυθμό από τη Δύση. Στα ήδη ανοικτά μέτωπα –με την Ελλάδα, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τη Σουηδία– ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά. Παραλλήλως, κατασκευάζει νέους εχθρούς, όπως έκανε για παράδειγμα με τον Μακρόν, ενώ ξαφνικά επανέρχεται και σε μια γνώριμη τακτική του παρελθόντος: εμφανίζεται ως προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων, θιγόμενος δήθεν για ανούσιες πράξεις μεμονωμένων και ασήμαντων ακροδεξιών στοιχείων. Και αναρωτιέται κανείς: Υπάρχει δρόμος επιστροφής για την Τουρκία;
Είναι εν μέρει αλήθεια ότι η στάση του Ερντογάν συνδιαμορφώνεται από τις εθνικιστικές-λαϊκιστικές προσταγές ενόψει της πλέον κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας. Μιας αναμέτρησης που, εκτός των άλλων, θα κρίνει το μέλλον και του ίδιου του τούρκου προέδρου. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο αντιδυτικισμός που εκπέμπει σύσσωμη η τουρκική ηγεσία αντανακλά ευθέως στα αισθήματα μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας.
Ο σφοδρός αντιαμερικανισμός του Ερντογάν ενισχύει αλλά και ενισχύεται από τον αντιαμερικανισμό των Τούρκων, ο οποίος διαπερνά οριζόντια ισλαμιστές, κεμαλιστές, ακραίους εθνικιστές και έχει τις ισχυρές βάσεις του στη δεκαετία του 1960, όταν οι Τούρκοι θεωρούσαν ότι οι Αμερικανοί υπονόμευαν τα συμφέροντα της Αγκυρας υπέρ της Αθήνας. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 λειτούργησε ως επιταχυντής. Το αφήγημα του Ερντογάν λέει ότι η Ουάσινγκτον επιχείρησε όχι απλώς να τον ανατρέψει, αλλά να τον δολοφονήσει. Εκτοτε ξεκίνησε η απομάκρυνση από τη Δύση και η προσέγγιση με τη Μόσχα.
Η διάσταση των δύο πλευρών είναι πλέον τέτοια, που η Τουρκία επιμένει να ορθώνει αναχώματα έναντι της πλέον σημαντικής αμερικανικής στρατηγικής επιλογής: της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ εν μέσω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Μεσολάβησαν η αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400, η αποβολή της Αγκυρας από το πρόγραμμα των F-35, η ανάσχεση του εκσυγχρονισμού των τουρκικών F-16. Και φυσικά, η σύγκλιση με τη Ρωσία στη Συρία, η ρωσική επένδυση στο πυρηνικό εργαστάσιο του Ακουγιού και η στάση του επιτήδειου ουδέτερου στο ρωσο-ουκρανικό ζήτημα. Αντιστρέφεται αυτή η κατάσταση;
Ολο και περισσότεροι είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Τουρκία του Ερντογάν έχει επιλέξει συνειδητά αυτή την πορεία και ότι όλα όσα παρακολουθούμε αποτελούν αλλαγή παραδείγματος στη γεωπολιτική. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, η Αγκυρα δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει στο άρμα της Δύσης, τουλάχιστον με τους όρους του Ψυχρού Πολέμου ή αυτούς των πρώτων ετών του 21ου αιώνα.
Από την άλλη πλευρά φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να ολοκληρώσει η Τουρκία τη στροφή της προς την Ανατολή. Κι αυτό διότι οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να την αφήσουν. Σε Λευκό Οίκο και Στέιτ Ντιπάρτμεντ πιστεύουν ότι μετά τις εκλογές οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα εξομαλυνθούν. Είναι τόσο μεγάλο το διακύβευμα του πολέμου και τόσο δομικές οι γεωστρατηγικές ανατροπές, που δεν νοείται Δυτική Συμμαχία χωρίς την Τουρκία. Ετσι, λοιπόν, θα βρεθούν οι απαραίτητες συγκλίσεις. Αν, πάντως, επανεκλεγεί ο Ερντογάν, θα χρειαστεί να αποστεί από τον σκληρό αντιαμερικανισμό του. Θα βρεθεί, βέβαια, αντιμέτωπος με τον αντιαμερικανισμό των συμπατριωτών του.
Ο αντιδυτικισμός των Τούρκων περνάει και μέσα από την Ελλάδα. Η οποία, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου χαρακτηρίζεται «κακομαθημένο παιδί των ξένων» και «υποχείριο της Δύσης»– θεωρείται μια χώρα χειραγωγούμενη, που διαχρονικά χρησιμοποιείται από τις εκάστοτε Μεγάλες Δυνάμεις για να κάνει κακό στην Τουρκία. Οπως το 1919-1922 ο Κεμάλ κατηγορούσε τους Βρετανούς ότι συνδράμουν στη Μικρασιατική Εκστρατεία, έτσι και σήμερα ο Ερντογάν ξιφουλκεί κατά των Ηνωμένων Πολιτειών για την Αλεξανδρούπολη και τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα – η Αγκυρα αποδίδει ακόμα και τη στρατιωτικοποίηση των νησιών στην Ουάσινγκτον. Παραλλήλως, δεν χρειάζονται πια άλλα στοιχεία για ν’ αποδειχθεί ότι ο αναθεωρητισμός σε βάρος της χώρας μας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί στρατηγικό δόγμα για τους σχεδιαστές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο ανθελληνισμός στην Τουρκία δεν έχει απλώς πολιτικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί μέρος της ιστορικής ταυτότητας των γειτόνων. Είναι δυνατόν όλα αυτά να ανατραπούν εν μία νυκτί; Σχεδόν αδύνατο, ειδικά αν κανείς διαβάσει προσεκτικά τη διακήρυξη των έξι της αντιπολίτευσης, όπου περιγράφεται ρητά ο τουρκικός επεκτατισμός. Σημειωτέον ότι ο Ερντογάν και οι συν αυτώ χαρακτήρισαν το κείμενο αυτό ως «μειοδοτικό» – σχεδόν μια προδοσία υπέρ του προαιώνιου εχθρού.
Και όμως, οι επόμενοι μήνες υποκρύπτουν μια σπανιότατη συγκυρία. Καλώς εχόντων των πραγμάτωνμ τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία θα υπάρχουν δύο νέες κυβερνήσεις, με νωπή λαϊκή εντολή. Κι αυτό εν μέσω ενός περιβάλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο όπου όχι μόνο δεν θα υπάρχουν περιθώρια ρήξεων, αλλά θα απαιτούνται συγκλίσεις, ενδεχομένως και συμβιβασμοί. Σύμφωνα με μια προσέγγιση, ανεξαρτήτως νικητών και ηττημένων, από το καλοκαίρι και για περίπου έναν χρόνο θα υπάρχει ανοικτό παράθυρο διαλόγου μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας.
Το πράγμα γίνεται πιο ενδιαφέρον, καθώς διπλωματικές πηγές στην Αθήνα πηγαίνουν ένα βήμα παρακάτω τη διακηρυγμένη άποψη της κυβέρνησης ότι η Ελλάδα είναι πάντοτε έτοιμη να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου με την Τουρκία, αρκεί η Αγκυρα να αναγνωρίσει ως εργαλείο επίλυσης των διαφορών το Διεθνές Δίκαιο. Λένε, λοιπόν, ότι η διευθέτηση του ζητήματος της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών θα μπορούσε να γίνει διμερώς, εκτός του Δικαστηρίου της Χάγης. Είναι αυτή η θέση άξια απορίας; Μπορεί να είναι, αλλά ποιος θα περίμενε πριν από λίγα χρόνια ότι το Ισραήλ θα υπέγραφε με τις χώρες του Περσικού Κόλπου τις Συμφωνίες του Αβραάμ ή με τον Λίβανο τον καθορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών τους;
Οι ίδιες πηγές, όμως, θέτουν δύο βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι να αντιληφθεί η Τουρκία ότι η ασφάλειά της δεν απειλείται από την Ελλάδα και πως κανένας στην Αθήνα δεν επιδιώκει την περικύκλωση της τουρκικής ενδοχώρας. Ισως σε εμάς αυτό να φαντάζει προφανές, για τους Τούρκους όμως δεν είναι. Η δεύτερη είναι να εγκαταλείψει η Αγκυρα το αυτοκρατορικό της όραμα. Να αφήσουν δηλαδή οι Τούρκοι στην άκρη την Ιστορία και το οθωμανικό παρελθόν τους, να αγνοήσουν την ταυτότητα και την κληρονομιά τους – να επαναχαράξουν, δηλαδή, το DNA τους.
Μπορεί στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση να υπάρχει επιστροφή, αλλά δυστυχώς οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα παραμείνουν για πολλά ακόμα χρόνια σε αδιέξοδο. Οσο κι αν προσπαθήσει κάποιος, αδυνατεί να βρει ακόμα και κάποιες ελάχιστες πιθανότητες σύγκλισης.