Η υπόθεση της «υποψηφιότητας» συντηρήθηκε και από την ίδια την Ερση Σωτηροπούλου – «παραμένω ψύχραιμη» δήλωσε σε συνέντευξή της | CreativeProtagon
Απόψεις

Χάσαμε το Νoμπέλ Λογοτεχνίας μέσα από τα χέρια μας;

Φέτος το Νομπέλ έκανε πολύ «μπαζ» στα καθ’ ημάς (ασχέτως που είμαστε πάτος στα ποσοστά των λαών που διαβάζουν οτιδήποτε), καθώς διέρρευσε –από την ίδια αρχικά– ότι οι στοιχηματικές εταιρείες έδιναν πολλές πιθανότητες για την κατάκτηση του βραβείου στη συγγραφέα Ερση Σωτηροπούλου
Μαρία Δεδούση

Η ανακοίνωση για τον νικητή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας αναμένεται κάθε χρόνο περίπου όπως οι κληρώσεις των ομίλων στις μεγάλες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις. Δεν είναι επειδή διαβάζουμε και μας νοιάζει, αλλά επειδή είναι ίσως το μόνο Νομπέλ του οποίου καταλαβαίνουμε τουλάχιστον το αντικείμενο: Οπως και να το κάνεις, ιστορίες γράφουν όλοι αυτοί, δεν ανακαλύπτουν και κάτι τόσο περίπλοκο όπως το microRNA.

Φέτος το Νομπέλ Λογοτεχνίας έκανε πολύ «μπαζ» στα καθ’ ημάς (ασχέτως που είμαστε πάτος στα ποσοστά των λαών που διαβάζουν οτιδήποτε), καθώς διέρρευσε –από την ίδια αρχικά– ότι οι στοιχηματικές εταιρείες έδιναν πολλές πιθανότητες για την κατάκτηση του βραβείου στη συγγραφέα Ερση Σωτηροπούλου.

Το οποίο δεν βγάζει απολύτως κανένα νόημα, όπως δεν βγάζουν κανένα νόημα και τα συνεπακόλουθα άρθρα που γέμισαν μέχρι σκασμού τον ελληνικό Τύπο, με τίτλο «Ποια είναι η ελληνίδα συγγραφέας που είναι φέτος υποψήφια για το Νομπέλ Λογοτεχνίας».

Και δεν βγάζει νόημα διότι τόσο οι αρχικοί όσο και οι τελικοί υποψήφιοι (πέντε τον αριθμό) για όλα τα Νομπέλ παραμένουν κρυφοί για 50 χρόνια – είναι στους κανονισμούς των βραβείων αυτό. Τώρα, αν οι στοιχηματικές εταιρείες ξέρουν αυτό που δεν θα μπορέσει να μάθει κανένας άλλος για 50 χρόνια ή έχουν το κληρονομικό χάρισμα, αυτό είναι άλλη ιστορία. Η υπόθεση της «υποψηφιότητας» συντηρήθηκε και από την ίδια τη συγγραφέα –«παραμένω ψύχραιμη» δήλωσε σε συνέντευξή της–, η οποία πιθανότατα γνωρίζει καλύτερα από όλους ότι ακόμη και αν ήταν υποψήφια, αυτό δεν θα μπορούσε να το ξέρει κανείς, ούτε καν η ίδια.

Ενθουσιαστήκαμε με την προοπτική να πάρουμε ακόμη ένα Νομπέλ Λογοτεχνίας –«το πρώτο μετά τον Ελύτη», γράφτηκε κατά κόρον, ότι δηλαδή άντε, αργήσατε να μας δώσετε ένα ακόμη–, τα δημοσιεύματα και οι αναρτήσεις άρχισαν να φουντώνουν πιο πολύ και από τον τυφώνα Μίλτον, η Ερση Σωτηροπούλου έγινε ξαφνικά «το φαβορί» για το βραβείο, οι αναλύσεις για το συγγραφικό της έργο έδωσαν και πήραν και κάποιοι δεν δίστασαν να εξηγήσουν καν τους λόγους που ήταν φαβορί, με βάση το «σκεπτικό της Ακαδημίας».

Η Ακαδημία, στο μεταξύ, έχει να ασχοληθεί κάθε χρόνο με μερικές δεκάδες χιλιάδες εν ζωή συγγραφείς οι οποίοι γράφουν σε κάθε ζώσα γλώσσα· 7.000 στο σύνολο – όχι οι συγγραφείς, οι γλώσσες. Η επιλογή είναι ένας ηράκλειος άθλος. Οι έξι κριτές πρέπει να αποφασίσουν ανάμεσα στο συνολικό έργο 200 συγγραφέων που πέρασαν στον ημιτελικό, προκειμένου να στείλουν πέντε στον τελικό μέσα σε τέσσερις μήνες. Κάποιοι από τους κριτές δεν διαβάζουν καν τα βιβλία, αλλά τα ξεφυλλίζουν. Μετά πρέπει να συμφωνήσουν μεταξύ τους και πιο μετά να ακούσουν τα εξ αμάξης επειδή διάλεξαν τον έναν και όχι τον άλλον ή τον παράλλον, αυτό είναι δεδομένο.
Α, και να εξηγήσουν και το σκεπτικό.

Ποιο είναι το σκεπτικό;

Οπως το είχε θέσει ο ιδρυτής των βραβείων, Αλφρεντ Νομπέλ, το βραβείο Λογοτεχνίας θα πρέπει να απονέμεται στο πρόσωπο «που θα έχει δημιουργήσει στον χώρο της λογοτεχνίας το πιο εξαιρετικό έργο σε μια ιδανική κατεύθυνση». Η αποκρυπτογράφηση αυτού του ορισμού είναι πιο δύσκολη και από την επιλογή του νικητή, αλλά ο Νομπέλ έτσι κι αλλιώς δεν ήταν λογοτέχνης, χημικός ήταν ο άνθρωπος.

Ο εθνικός μας υπερενθουσιασμός πέριξ μιας υποψηφιότητας που ενδεχομένως δεν υπήρξε ποτέ δεν είναι ακατανόητος. Οπως και στην περίπτωση του Γιώργου Λάνθιμου, που κάποιοι είχαν σπεύσει να προβλέψουν ότι θα έπαιρνε Οσκαρ ακόμη και σε κατηγορίες για τις οποίες δεν ήταν καν υποψήφιος, η παγκόσμια επιτυχία σε οτιδήποτε γεμίζει πρόσκαιρα τις άδειες αποθήκες εθνικής υπερηφάνειας, σε μια χώρα που δεν έχει και πάρα πολλά να επιδείξει τα τελευταία –πολλά– χρόνια. Επίσης, η υπερβολή είναι στο αίμα μας, όπως συμβαίνει με κάθε «πεινασμένο» για επιτυχίες λαό. Τα είχαμε πει και για τον Λάνθιμο: ή που θα είναι για πέταμα κάποιος ή που θα είναι ο πιο τιτανοτεράστιος όλων των εποχών.

Δεν ξέρω αν όλες οι μικρές –σε πληθυσμό και σε κάθε είδους εκτόπισμα– χώρες αντιδρούν με τον ίδιον τρόπο. Πέρυσι το βραβείο πήρε ο Γιον Φόσε, νορβηγός συγγραφέας που γράφει στα nynorsk (νέα νορβηγικά), μια παραλλαγή της νορβηγικής την οποία χρησιμοποιεί λιγότερο από το 10% των συμπατριωτών του. Μια κάποια υπερηφάνεια θα την αισθάνθηκαν αυτοί οι οι πέντε-δέκα άνθρωποι, δεν μπορεί.

Το Νομπέλ Λογοτεχνίας, βέβαια, πάει σε άτομο, όχι σε χώρα. Οπως, τελικά, και όλα τα βραβεία, με τη διαφορά ότι στη λογοτεχνία αυτό είναι πιο σημαντικό από οπουδήποτε: ο Αλεξάντερ Σολτζενίτσιν πήρε Νομπέλ το 1970 όταν στην πατρίδα του, την ΕΣΣΔ, η ανάγνωση των βιβλίων του αποτελούσε αντικαθεστωτική πράξη. Συνεπώς, το βραβείο δεν το πήρε η χώρα – ακριβώς το αντίθετο συνέβη. Ας μην πιάσουμε όμως τις πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες των βραβείων, θα ξημερώσουμε.

Το Νομπέλ Λογοτεχνίας για το 2024 κέρδισε τελικά η νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας Χαν Γκανγκ. Το καλοκαίρι που μας πέρασε διάβασα το βιβλίο της «Η Χορτοφάγος», που εκδόθηκε στα ελληνικά από τον Καστανιώτη. Είναι μια σοκαριστική καταγραφή της κοινωνίας της Νότιας Κορέας, της καταπίεσης που υφίστανται οι γυναίκες, του διαγενεακού τραύματος, αλλά κυρίως αυτού που λίγο ως πολύ ακουμπάει και αφορά όλους μας: η αναζήτηση του εαυτού όταν αυτός έχει θαφτεί κάτω από τόνους κοινωνικών, πολιτισμικών και προσωπικών συμβάσεων.

Θα ήμουν ευτυχής που το διάβασα, είτε είχε πάρει Νομπέλ είτε είχε παραπέσει ανάμεσα στις στοίβες των βιβλίων στην Ακαδημία. Οπως και την Ολγκα Τοκάρτσουκ (2018), τον Ορχάν Παμούκ (2006) και πολλούς ακόμη συγγραφείς, που δεν χρειάζεται να πάρουν κανένα βραβείο για να εκτιμήσεις την αξία τους.

Αν έγραφα βιβλία θα ήθελα να πάρω Νομπέλ; Φυσικά. Πιο πολύ όμως θα ήθελα να με διαβάζει ο κόσμος.