Υπάρχει ένα βιβλίο που έχω διαβάσει χίλιες φορές. Ενα βιβλίο που κάθε φορά με συνεπαίρνει ως να το πρωτοδιαβάζω. Αναφέρομαι στην τραγωδία «Μήδεια» του Ευριπίδη, σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Με συνεπαίρνει και με ακυρώνει. Κάθε που φτάνω στην τελευταία λέξη… «Λέμε και μεις ότι γράφουμε…».
Με καθηλώνει για την τόλμη, το θάρρος του μυαλού του συγγραφέα να προχωρήσει, να διαβεί, να εισχωρήσει, πέρα για πέρα, μέσα για μέσα…
Το έχετε εύκολο; Πατάει κάτι φρένα το μυαλό! Αυτό το τερατώδες ψυχογράφημα, πόντο πόντο ψυχανατομία, ατρόμητη βουτιά στα σκοτεινά, στα αδιανόητα του ανθρώπου. Εκεί που καβαλάει ο θυμός το παράλογο και ξεπεζεύει ως λογικό. Η ασυγκράτητη μανία, στον τεράστιο πόνο του θυμού… Πόσο πονάει ο θυμός!.. Να καεί το Σύμπαν όλο. Οπως θα έλεγε σύγχρονος, «τα πάντα, όλα!».
Με ξεπερνάει ότι τη «Μήδεια» την έγραψε άντρας! Και μάλιστα, ποια χρονολογία! Μήδεια και ερωτική απόρριψη. Ζήλια; Τόσο στενή λέξη; Χωράει «αυτό», το όλον αυτό, σε μια λέξη; Το πιο μαυροκόκκινο πού να το χωρέσεις; Πάθος, ζήλια από απόρριψη, κοροϊδία, ταπείνωση, θυμός, θυμός, θυμός, εκδίκηση… Μια μύτη ολόκληρο το σώμα να εντοπίσει, να συνδυάσει, να διερευνήσει… Αυτά που έτσι κι αλλιώς ο καθένας γνωρίζει, πριν τα γνωρίσει.
Καίγονται του ανθρώπου τα φρένα. Υποτιμά και ανυψώνει, φτύνει και γλείφει, διώχνει και σέρνεται. Οι ρεμπέτες το έλεγαν νταλκά. Οι σύγχρονοι, καψούρα. Σαν μια λειτουργία ενός επιπλέον οργάνου του σώματος. Που οι άνθρωποι δεν το κατονομάζουν και οι γιατροί δεν το αγγίζουν. Οχι, δεν είναι από την καρδιά αυτά τα ζουμιά. Ούτε κατά διάνοια δεν είναι έρωτας. Είναι για παιδιά που δεν μεγάλωσαν ποτέ, έμειναν βαθιά θλιμμένα, απεγνωσμένα για αγάπη και προσοχή, θυμωμένα, που αναζητούν αέναα το «δικό τους». Και χτυπάνε τα πόδια στο πάτωμα χωρίς να προσδιορίζουν τι, το δικό τους. Αρκεί να είναι δικό τους. Να το σφίξουν, να το σφίξουν μέχρι να το πνίξουν στα χέρια τους. Με συνεπαίρνει ότι αυτό –πάντα θα το λέω «αυτό»– δρεπανοθερίζει αδιακρίτως κοινωνικής τάξης, οικονομικής ή όχι άνεσης, μόρφωσης. Είναι σαν η φτώχεια μέσα μας. Το χαμηλό του εαυτού. Το τέρμα ανθρώπου.
Διάβασα για μια γυναίκα που έλουσε με βιτριόλι μια άλλη. Της το πέταξε στο πρόσωπο. Τη σημάδεψε, την καταδίκασε νεκροζώντανη για όλη της τη ζωή. Τι θυμός, τι αδιανόητος θυμός! Τι ζουμιά! Πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος!.. Μερικές φορές θα με βόλευε να είμαι μια από εκείνες τις γριές στις πεζούλες που για ό,τι ξεφεύγει του λογικού κάνουν «τσ, τσ, τσ» και το τελειώνουν.
Μα… Αφελώς ταγμένη στην εξιχνίαση του μαύρου κουτιού του ανθρώπου… Εν κατακλείδι… Αενάως έκπληκτη, αποσβολωμένη, άναυδη, για ό,τι συναντήσω. Πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος! Πόσο πολλά έχουν χτίσει το μέσα του; Και το ακόμα πιο μέσα του!.. Πόσες επικαλύψεις; Επιχωματώσεις; Ελλείψεις;
Μια γυναίκα, μια άλλη γυναίκα και ένας τεράστιος παρών-απών. Οπως τεράστιο τον είχε πλάσει, σύμφωνα με τα αδειανά της. Μα τόσος σίγουρα δεν ήταν. Ούτε θα ήταν. Πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος…