«Μα πώς με κατάλαβες;» μου απαντά η εκ Πατρών ξαδέλφη μου που ζει στην Αθήνα, όταν τη ρωτώ αν νοσταλγεί τις Απόκριες. «Το περασμένο Σαββατοκύριακο κάθισα και είδα φωτογραφίες δεκαπέντε ετών! Εδώ και κάμποσες μέρες δε, μετρώ αντίστροφα για την τελευταία Κυριακή, ανεβάζοντας στο Instagram φωτογραφίες από καρναβάλια κάτω από το #nostalgic!». Προς επίρρωσιν αυτού με βομβαρδίζει στο What’s Up με μερικές από τις φωτογραφίες αυτές, άλλες από ιδιωτικά πάρτι, άλλες από πολυπληθείς καρναβαλικές παρελάσεις παρελθόντων ετών, όλες τρόπαια μιας σχεδόν απόκοσμης ανεμελιάς. Σε μία εξ αυτών, η ίδια χαμογελάει στο φακό ντυμένη λαμπατέρ. Τη ρωτώ αν όλη αυτή η κατάδυση στο παρελθόν τη στενοχωρεί λίγο: «Καθόλου. Ταξίδεψα!» είναι η απάντηση.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis, οι περισσότεροι Ελληνες θεωρούν σχεδόν ανεδαφική την επιστροφή στην προηγούμενη ζωή (42% θεωρούν ότι ο αλλαγές λόγω της πανδημίας θα είναι μονιμότερες στην προσωπική και οικογενειακή ζωή, 48% στις κοινωνικές επαφές, 52% στις ελευθερίες). Δεν έχουν πάψει, όμως, να την αποζητούν διακαώς και να την επισκέπτονται νοερώς, ένα κατά τα φαινόμενα προσφιλές σπορ ολόκληρης της υφηλίου σε αυτή την αργόσυρτη και μαρτυρική Ζωή Μετά.
Στην πρώτη καραντίνα ήταν το #Last Normal Photos (οι New York Times καλούσαν τους αναγνώστες τους να στείλουν τις «προπανδημικές στιγμές τους»), τα ναρκισσιστικά challenges με τις φωτογραφίες των παιδικών ή νεανικών μας χρόνων, «οι δέκα αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών», η τηλεοπτική «κοτόσουπα» για την ψυχή (π.χ. «Φιλαράκια»), η επιστροφή σε παραδοσιακά επιτραπέζια όπως η «Μονόπολη» (η Hasbro σημείωσε αύξηση 15% του τζίρου της από τα παιχνίδια).
Η δεύτερη καραντίνα-ακορντεόν είναι πολύ πιο επώδυνη. Πολύ πιο δύσκολα π.χ. θα μπεις να χαζέψεις τις τελευταίες φωτογραφίες του πρότερου βίου στο κίνητό σου. Η Ζωή Πριν έχει αρχίζει να ξεμακραίνει επικίνδυνα, σχεδόν να ξεθωριάζει. Τώρα πλέον ελλοχεύει ξεκάθαρα ο τρόμος μήπως η Τελευταία Κανονική Μέρα σου (με την ευκαιρία, για μένα ήταν η 15η Φεβρουαρίου 2020, όταν βγήκα με 8 φίλες μου να γιορτάσω, ελαφρώς ετεροχρονισμένα, τα γενέθλιά μου) δεν συνιστά παρά μουσειακό είδος.
Διόλου τυχαίο ότι όσοι ποστάρουν ακόμα πεισματικά φωτογραφίες από τις τελευταίες ξένοιαστες διακοπές στον Αποκόρωνα Χανίων ή από εκείνο το απόγευμα του 2011 στο Καφέ Φλοριάν της Φλωρεντίας (που παρεμπιπτόντως κινδυνεύει σήμερα να κλείσει), το κάνουν πια με πόνο ψυχής: «Θα έχουμε την άνεση να ταξιδέψουμε ξανά;», «Πότε θα μπορέσω να ξανακαλέσω φίλους στο σπίτι για κυριακάτικο chill;», «Αντε να πας ξανά να στριμωχτείς σε ροκ συναυλία» κ.ο.κ.
Ακόμα και το αντικείμενο αυτού του παλιρροϊκού κύματος υπερνοσταλγίας μοιάζει να έχει περάσει από διαφορετικά στάδια. Τον πρώτο καιρό π.χ. ήταν ο νόστος για τη ζωή «λίγους μήνες πριν». Μετά «για εννέα μήνες πριν». Τώρα που έκλεισε πια ένας ολόκληρος χρόνος, χωρίς να υπάρχει φως στον εάν και πότε θα βρεθούμε από την άλλη πλευρά, μοιάζει να έχει ξεχειλώσει πλέον η νοσταλγία για τον υπέροχο προ-πανδημικό κόσμο της αθωότητας και της αβασανισιάς.
Η πανδημία μάς έχει κάνει να εξωραΐσουμε ακόμα και νωπά τραύματα από άλλες κρίσεις. Σαν όλα πριν από τις 10 Μαρτίου του 2020 να ήταν ένας ηλιόχαρος κήπος της Εδέμ, όπου τροφαντά χερουβείμ με ροδαλά μάγουλα έπαιζαν τόπι και έγλειφαν κλαδιά περιχυμένα με παγωτό φυστίκι. Το διαπίστωσα η ιδία, προ ολίγων ημερών, ενώ περίμενα στην ουρά έξω από μία τράπεζα φορώντας μάσκα ΚΝ95 (τύπου ελέφαντα). Σχεδόν αναπόλησα το στρίμωγμα και την ψιλοκουβέντα στις ουρές των ΑΤΜ το 2015.
Τίποτα δεν συμπυκνώνει, νομίζω, καλύτερα αυτήν την απέλπιδα εξιδανίκευση του παρελθόντος από τον ύστατο αποχαιρετισμό πριν από λίγες μέρες στον πατέρα της κασέτας Λου Οτενς (ακόμα και από ανθρώπους που ουδέποτε χρησιμοποίησαν τη φράση «μάσησε η κασέτα»): «Ευχαριστούμε για τη μουσική-RIP Lou Ottens», «Ευχαριστούμε για τη αναμνήσεις» κ.ά. Λογικό. Η 90άρα ΤDK κασέτα με τα best of μιας ολόκληρης, «ανέφελης» ζωής πριν από τον κορονοϊό είναι αυτή που προτιμάς να ακούς και να ξανακούς, προκειμένου να δραπετεύσεις από τις ιαχές και τις οιμωγές της σημερινής ειδησεογραφίας.
Οι ειδικοί αποφαίνονται ότι η νοσταλγία είναι ένα σύμπτωμα του πένθους, ένα ακόμη στρώμα στο κρεμμύδι της συλλογικής οδύνης, ίσως βέβαια λιγότερο διαβρωτικό από την οργή, την απελπισία ή το αίσθημα της ματαιότητας. Οπως και να ‘χει, η κατάδυση στο παρελθόν κρύβει μέσα της έναν ανατροφοδοτικό μηχανισμό παρηγορίας. Γι’ αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται και ως «θεραπεία», π.χ. σε πάσχοντες από εκφυλιστικές ασθένειες του εγκεφάλου. Θυμίζω ότι το 2018 κατασκευάστηκε στην Καλιφόρνια η Town Square, μια ολόκληρη τεχνητή πόλη α λα «Truman Show», με ντεκόρ της δεκαετίας του ’50. Σκοπός της η θεραπευτική ανάκληση αναμνήσεων σε ασθενείς με άνοια.
Η αλήθεια είναι ότι, ακόμα και αν αντισταθείς σθεναρά, τη νοσταλγία για τη Ζωή Πριν δεν την ελέγχεις. Χτυπάει κατά ριπάς εκεί που δεν το περιμένεις. Συχνά δε με το φορμά αψεγάδιαστου τηλεοπτικού σποτ: το πλαστικό τραπεζομάντιλο που ανεμίζει σε παρά θίν’ αλός ταβερνάκι, η αγκαλιά από ένα αγαπημένο πρόσωπο, η συντονισμένη αύρα του παλλόμενου πλήθους στο κλαμπ ή στο γήπεδο κ.ο.κ.
Θέλουμε δεν θέλουμε, η Ζωή Μετά θα συνεχίσει για καιρό να αιμοδοτείται από τη φαντασίωση του Πριν. Μέχρι να βρει και αυτή τα πατήματά της, να οικοδομήσει τις δικές της αναμνήσεις, να προχωρήσει, χωρίς ψευδοσυναισθηματισμούς και μυξοκλάματα, στο μέλλον.