Στην επαρχία όταν ρωτάνε «εσύ τίνος είσαι;», το ερώτημα δεν αφορά ιδιοκτησία, αλλά πατρότητα. «Ποιανού -παιδί- είσαι εσύ», είναι το ερώτημα, όχι ποιος σε έχει στην κατοχή του. Μου ήρθε στο μυαλό αυτό, τις τελευταίες ημέρες που αποκαλύπτεται τι μπάχαλο είναι διοικητικά το Βρετανικό Μουσείο. Διότι αν δεν ήταν μπάχαλο, δεν θα απολύανε κάθε μέρα κι έναν διευθυντή. Υπάρχει η ανάληψη ευθύνης, υπάρχει και ο απόλυτος πανικός. Εδώ έχουμε το δεύτερο.
Η φήμη του Βρετανικού Μουσείου είναι δεδομένο ότι αμαυρώθηκε καθοριστικά. Τα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας θα σε έκαναν να γελάς αν δεν αφορούσαν ένα τόσο σημαντικό θέμα. Δεν είναι το μέγεθος της κλοπής και η ευκολία που έπαιρνε όποιος ήθελε τα αρχαία. Είναι το μέγεθος του μουσείου του ίδιου που σε τρελαίνει.
Οκτώ εκατομμύρια αντικείμενα βρίσκονται στην κατοχή του συγκεκριμένου μουσείου, το οποίο έχει συλλογές από όλες τις περιόδους του ανθρώπινου πολιτισμού και από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Δεν ξέρω αν σας γίνεται αντιληπτό το νούμερο, εμένα δύσκολα. Οκτώ εκατομμύρια αντικείμενα είναι πάρα πολλά αντικείμενα. Και απ’ όσα έγιναν, καταλάβαμε όλοι ότι το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί να τα διαχειριστεί, κάτι καθόλου παράλογο.
Πες τώρα, τους βρίσκουν ή δεν τους βρίσκουν αυτούς που ψώνιζαν αρχαία από το μουσείο λες και ήταν το μίνι μάρκετ της γειτονιάς τους. Πες ότι ήταν κύκλωμα, ή ότι δεν ήταν. Το θέμα δεν είναι τι έκαναν αυτοί, αλλά πόσο προστατευμένα είναι τα αντικείμενα. Το ζήτημα δεν είναι μόνο του Βρετανικού Μουσείου, αυτούς έτυχε και πιάσαμε. Παντού γίνονται και κλοπές και λοβιτούρες. Ομως, εδώ αποκαλύφθηκε ότι υπάρχει ένας μουσειακός Λεβιάθαν, που έχει χάσει πλήρως τη μπάλα. Πώς να μην τη χάσεις τη μπάλα; Χίλιους εργαζόμενους, διαβάζω, έχει το Βρετανικό Μουσείο και πάω να κάνω τη διαίρεση με το οκτώ εκατομμύρια αντικείμενα και καίγεται ο εγκέφαλός μου. Ναι, δεν πάει ακριβώς έτσι, αλλά πάει και έτσι.
Υπάρχει εδώ και καιρό ένα ολοένα και επιτακτικότερο αίτημα επιστροφής πολλών αρχαιοτήτων στις χώρες καταγωγής τους. Θα πείτε, είδαμε πόσο ασφαλείς είναι κι εκεί, στην Παλμύρα ας πούμε. Σωστό. Δεν είναι πάντα ασφαλείς οι αρχαιότητες στις χώρες καταγωγής και δεν είναι όλες οι χώρες καταγωγής έτοιμες να υποδεχθούν, να φυλάξουν και να εκθέσουν τα πολιτιστικά τους χαμένα τέκνα.
Στην πραγματικότητα, μια επιχείρηση ολικού επαναπατρισμού δεν είναι ρεαλιστικός στόχος και δεν είναι και σωστός στόχος, αν δεν προηγηθούν χρόνια μελετών και προετοιμασιών. Επίσης, οκτώ εκατομμύρια κομμάτια από μόνο του δεν λέει κάτι. Οταν λέμε αντικείμενα, πιθανώς εννοούμε και το θραύσμα από το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού του Απόλλωνα, που το χτύπησε στη γωνία του τραπεζιού, σε όλους μας έχει συμβεί αυτό. Εδώ, όμως, σου λένε ότι πήρε ο άλλος ρωμαϊκό κόσμημα που έκανε 60.000 ευρώ και το έβγαλε στο e-bay κοψοχρονιά και δεν το πήρε χαμπάρι κανείς.
Αυτά όλα δεν ανήκουν υποτίθεται σε όλην την ανθρωπότητα; Και δεν εμπιστευόμαστε τα μουσεία για να μας τα φυλάνε και να μας τα δείχνουν; Αυτό δεν λένε τα μεγάλα μουσεία του κόσμου τόσα χρόνια; Οτι, εντάξει δικά σας είναι, αλλά εμείς που έχουμε το know-how θα σας τα προσέχουμε σαν τα μάτια μας; Αστα αυτά και φέρε πίσω την Καρυάτιδα, θες να του απαντήσεις, πριν την κάνει κάποιος τεύχη και την δω στο e-bay.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ και ο βασικός λόγος που πρέπει να επιστρέψουν εδώ τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι άλλος· τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι ορφανά μακριά από τον Παρθενώνα, θλιμμένα και κάπως θλιβερά έτσι εκτός πλαισίου όπως εκτίθενται. Πέρα από αυτά, όμως, υπάρχουν πολλές αρχαιότητες ή έργα τέχνης που θα φυλάσσονταν και θα αναδεικνύονταν πολύ καλύτερα σε κεντρικά ή περιφερειακά μουσεία των χωρών καταγωγής τους.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερα και όχι μεγαλύτερα μουσεία. Το μουσείο δεν είναι Disneyland, ούτε Mall. Τρέχεις σαν τον παλαβό να το δεις όλο με ένα εισιτήριο σε μια μέρα και γίνεται το μυαλό σου πουρές και βγαίνοντας νομίζεις ότι η Μόνα Λίζα είναι μούμια και ο Τουταγχαμών πίνακας.
Και τι θα κάνει το Βρετανικό Μουσείο, Μαρία, άμα του πάρουμε τα αρχαία; Τι με νοιάζει εμένα τι θα κάνει το Βρετανικό Μουσείο, θα επιζήσει μια χαρά το Βρετανικό Μουσείο, θα μαζευτεί, θα νοικοκυρευτεί και είπαμε, δεν θα αδειάσει σε μια μέρα.
Το θέμα είναι άλλο. Εμείς, ας πούμε, θα ήμασταν έτοιμοι να πάρουμε πίσω τις αρχαιότητές μας; Ενα μουσείο τη μέρα έπρεπε να εγκαινιάζουμε εδώ κάτω, όχι να τσακωνόμαστε για τις ομπρελοξαπλώστρες. Μα, τι λες τώρα, αυτά θέλουν λεφτά. Ε, και; Αφού τον αγαπάμε τον πολιτισμό, δεν τον αγαπάμε; Δεν είναι και εθνικό μας προϊόν;
Το σκάνδαλο στο Βρετανικό Μουσείο εμένα μου φαίνεται ότι δεν έσκασε εντελώς τυχαία. Υπόθεση κάνω, αλλά νομίζω ότι και οι ίδιοι οι Βρετανοί είναι σαν να παραδέχονται κάπως ότι «παιδιά δεν μπορούμε, το παραγιγαντώσαμε το πράγμα». Κάπως σαν το τέλος της αυτοκρατορίας τους: όταν έγινε μη βιώσιμη, «παραχώρησαν» στους μισούς λαούς του κόσμου ένα πάγιο αίτημα των δεύτερων, την ανεξαρτησία τους. Ισως είναι μια καλή στιγμή να ανοίξει στα πάρα πολύ σοβαρά κουβέντα για μαζική επιστροφή άλλων αρχαιοτήτων για ξεκίνημα και βλέπουμε και για τα Γλυπτά, δεν θα τα δώσουν εύκολα αυτά, κόβουν εισιτήρια. Εχει πολύ πράγμα να πάρουμε όμως και να γεμίζουμε εμείς μουσεία και αρχαιολογικους χώρους. Να κάνουμε αρχαιολογικά πάρκα, δεν ξέρω τι να κάνουμε, δεν είναι δική μου δουλειά. Ναι, το είπαμε, θέλει υποδομές και πολύ κόσμο και πολλά χρήματα αυτό. Να τα βρούμε, συγγνώμη κιόλας αλλά πιο πολύ θα τραβήξει τον επισκέπτη η παρουσία περισσότερων αρχαιολογικών θησαυρών στην Αθήνα, παρά η κατά 32 εκατοστά φαρδύτερη Πανεπιστημίου.
Τα τεράστια μουσεία των δυτικών πρωτευουσών είναι απομεινάρια της αποικιοκρατίας στη χειρότερη μορφή της: σε υποδουλώνω, σε εκμεταλλεύομαι και σου κλέβω και το παρελθόν σου. Και κάθομαι επάνω του πεισματικά, κεφαλαιοποιώντας μέχρι τελευταίας ρανίδος, σε επισκέπτες και άρα σε χρήμα.
Μέχρι πρόσφατα θα ακουγόταν πολύ «εθνικιστική» αυτή η επιχειρηματολογία. Δικά μου, δικά σου, τίνος είναι τέλος πάντων τα αρχαία; Ολονών μας. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε -ως είδος- το παρελθόν μας, ως μπούσουλα κι ελπίδα για το μέλλον μας. Όχι ως εμπόρευμα, αλλά ως υπενθύμιση ότι μπορούμε και να μεγαλουργούμε· χρειαζόμαστε ρίζες, διότι πλέουμε ανερμάτιστοι. Κι αυτές τις ρίζες δεν τις χρειαζόμαστε στα υπόγεια του Βρετανικού Μουσείου ούτε στις ιδιωτικές συλλογές. Τις χρειαζόμαστε παντού, ανάμεσά μας.