O Τζόνι Ντεπ στο φετινό Φεστιβάλ Καννών και, δεξιά, η Αμπερ Χερντ στο δικαστήριο | CreativeProtagon/REUTERS/EPA
Απόψεις

Τζόνι Ντεπ: Γιατί χειροκροτάμε όρθιοι έναν άθλιο κακοποιητή;

Αν η δίκη τους ήταν αγώνας, θα κρινόταν στο ποιος από τους δύο ήταν πιο κακοποιητικός. Η Χερντ κέρδισε οριακά αυτόν τον διαγωνισμό κακοποίησης, διότι επιπλέον όλων ήταν και κακή ψεύτρα, ενώ ο Ντεπ, με τον ξετσίπωτο και βαθύ ναρκισσισμό που τον διακρίνει, δεν δίστασε να παραδεχτεί (σχεδόν) όλα όσα έκανε
Μαρία Δεδούση

Στις Κάννες ο κόσμος του κινηματογράφου χειροκρότησε ασταμάτητα επί 7 λεπτά τον Τζόνι Ντεπ μετά την πρεμιέρα της τελευταίας (γαλλικής) ταινίας του και ο ίδιος έβαλε τα κλάματα. Θα ήταν πάρα πολύ συγκινητικό, αν δεν ήταν εξαιρετικά ανησυχητικό και στα όρια του παραλογισμού.

Οι δίκες αντιπαράθεσης, όπως αυτή της υπόθεσης Τζόνι Ντεπ vs Αμπερ Χερντ, έχουν ένα μικρό πρόβλημα: Βγαίνει μια απόφαση και όλοι μετά θυμούνται την απόφαση και ξεχνάνε όσα έγιναν και ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Είναι λίγο σαν τα σπορ που κρίνονται στα σημεία: Μπορεί οι δύο αντίπαλοι να είναι ισάξιοι, αλλά μια λεπτομέρεια να κάνει τη διαφορά. Πάλι όλοι το νικητή θα θυμούνται.

Ο Τζόνι Ντεπ νίκησε το συγκεκριμένο αγώνα (προηγήθηκε άλλη δίκη, την οποία έχασε, και έπεται κι άλλη) και ξαφνικά έγινε «το αθώο θύμα», της «κακοποιητικής και ψεύτρας» Χερντ. Αυτό, βέβαια, δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την πραγματικότητα, η οποία πραγματικότητα είναι ότι και οι δύο τους είναι η χαρά του ψυχιάτρου. Η δε σχέση τους, πολύ πριν φτάσουν στα δικαστήρια, είναι το απόλυτο εγχειρίδιο μελέτης κάθε ψυχικής διαταραχής που υπάρχει στα βιβλία.

Αν η δίκη τους ήταν αγώνας, θα κρινόταν στο ποιος από τους δύο ήταν πιο κακοποιητικός. Η Χερντ κέρδισε οριακά αυτόν τον διαγωνισμό κακοποίησης, διότι επιπλέον όλων ήταν και κακή ψεύτρα, ενώ ο Ντεπ, με τον ξετσίπωτο και βαθύ ναρκισσισμό που τον διακρίνει, δεν δίστασε να παραδεχτεί (σχεδόν) όλα όσα έκανε. Της πέταγε αντικείμενα, τη χτυπούσε, εκείνη αφόδευε στο κρεβάτι του, βριζόντουσαν και δερνόντουσαν μεθυσμένοι ή υπό την επήρεια ναρκωτικών και μετά έβγαζαν ανακοινώσεις του στιλ «η σχέση μας ήταν έντονα παθιασμένη και μερικές φορές ασταθής, αλλά πάντα δεμένη από αγάπη». Και μετά ξαναδερνόντουσαν. Ενα πηγάδι χωρίς πάτο· είναι απολύτως βέβαιο ότι αν δεν είχαν χωρίσει κάποιος από τους δύο θα είχε βρεθεί στο χώμα και ο άλλος (ίσως) στη φυλακή.

Μετά από το επικό τους ξεκατίνιασμα στο δικαστήριο, φρικαλέα βίντεο και ηχητικά ντοκουμέντα και ακόμη πιο φρικαλέες μαρτυρίες, η καριέρα της Χερντ τελείωσε (όχι ότι είχε αρχίσει και ποτέ) και του Ντεπ βρέθηκε σε ένα σημείο καμπής. Και τώρα, το κοινό τον αντιμετωπίζει σαν θύμα και ο κόσμος του κινηματογράφου αναλαμβάνει να «διορθώσει την αδικία» και τον χειροκροτά όρθιος επί επτά λεπτά, όσο εκείνος αποδεικνύει γιατί είναι καλός ηθοποιός, κλαίγοντας: Επειδή δεν παίζει τους ρόλους του, όπως όλοι οι ψυχασθενείς τους ζει.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ντεπ πιστεύει όντως ότι είναι το θύμα σε αυτήν την υπόθεση. Οπως και η Χερντ, εξάλλου. Κανείς από τους δύο ούτε αντιλαμβάνεται, αλλά ούτε και αναλαμβάνει τη δική του ευθύνη σε αυτό το σφαγείο που ήταν η σχέση τους. Και αυτό από μόνο του αποδεικνύει πόσο βαθιά διαταραγμένοι άνθρωποι είναι.

Η αποδοχή του Ντεπ ως «θυματοποιημένου» εν μέρει έχει να κάνει και με το γεγονός ότι είναι άντρας. Το #metoo στρίμωξε πολύ τους άντρες και ήταν απόλυτα λογικό να υπάρξουν αντιδράσεις. Οπως και ο ίδιος, έτσι και αρκετοί άλλοι -αλλά και συλλογικά το αντρικό φύλο- έχουν εμπεδώσει την αντίληψη ότι η κακοποίηση προς τις γυναίκες δεν είναι πραγματικά κακοποίηση αλλά μέρος των φυσιολογικών ρόλων των δύο φύλων. Δεν είναι παράλογος αυτός ο δικαιωματισμός μετά από αιώνες στρέβλωσης, η οποία στηρίχθηκε ιδεολογικά από τις θρησκείες και κοινωνικά από τα συστήματα. Και βέβαια, σε κανέναν δεν αρέσει να του αφαιρούν ξαφνικά αυτά που θεωρεί αυτονόητα δικαιώματά του.

Πέρα απ’ αυτό, όμως, η έννοια του «θύματος» πάντα συγκινεί. «Χαϊδεύει» την πολύ βολική μανιχαϊστική λογική ότι τα πράγματα είναι πάντα άσπρα ή μαύρα και δεν υπάρχει ανάμεσά τους κανένα γκρι. Σε κάποιες περιπτώσεις ισχύει. Η περίπτωση του Ντεπ και της Χερντ δεν είναι μια από αυτές. Και γι αυτόν ακριβώς το λόγο η επαναποδοχή του Ντεπ με συγκίνηση και δάκρυα κάνει πάρα πολύ κακό στα πραγματικά θύματα. Είναι άλλο να είσαι θύμα και άλλο να παριστάνεις το θύμα. Οι κακοποιητές παριστάνουν πολύ συχνά τα θύματα, είναι μια πολύ συνηθισμένη μορφή χειρισμού αυτή.

Προσωπικά δεν με νοιάζει καθόλου αν θα κάνει ή δεν θα κάνει ταινίες ο Ντεπ. Δεν θα χάσει τίποτε ο παγκόσμιος κινηματογράφος αν δεν κάνει, αλλά ούτε και είναι απαραίτητο να μην κάνει. Υπάρχουν άλλες, παρόμοιες περιπτώσεις, που με νοιάζουν περισσότερο: Ο Κέβιν Σπέισι, ας πούμε, ή ο Ρόμαν Πολάνσκι και ο Γούντι Αλεν. Η κουβέντα του διαχωρισμού του καλλιτεχνικού έργου από το προσωπικό ποιόν του δημιουργού είναι μεγάλη και διαχρονική και το θέμα εν πολλοίς παραμένει άλυτο. Ας κάνει, τέλος πάντων, ταινίες ο Ντεπ, ας κάνει ό,τι θέλει. Ας συμφωνήσουμε, όμως, ότι ούτε θύμα είναι, ούτε ο καλός και αδικημένος άνθρωπος, ούτε ο ήρωας που του αξίζει να τον χειροκροτάμε όρθιοι. Ενα κωλόπαιδο είναι, βουτηγμένο στο ναρκισσισμό και τις καταχρήσεις, που πίστευε πάντα ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ατιμώρητος, επειδή είναι ωραίος και παίζει στο σινεμά.

Εκτός αν καταλήξαμε σαν κοινωνία ότι ο κωλοπαιδαρισμός είναι τελικά αξία και πρέπει να τον προσκυνάμε.