Σε κάθε μεγάλη κρίση δασικών πυρκαγιών ανακαλύπτουμε και έναν εχθρό. Πράκτορες ξένων χωρών, στρατηγοί άνεμοι, αιολικά και μεγάλες επενδύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2007 ένας από τους μύθους για τις πυρκαγιές στην Ηλεία ήταν η διευκόλυνση της κατασκευής της Ιονίας Οδού (έχουμε 2021 και Ιόνια Οδός δεν υπάρχει στην Ηλεία).Τώρα, μεταξύ των παραπάνω, μας φταίνε και τα πεύκα.
Τα μεσογειακά οικοσυστήματα (στα οποία ανήκουν και τα θερμόβια πευκοδάση) έχουν φυσικούς μηχανισμούς αναγέννησης μετά από δασικές πυρκαγιές και είναι ανθεκτικά στις ξηροθερμικές συνθήκες της χώρας μας. Είναι λιτοδίαιτα και ευδοκιμούν και σε φτωχά εδάφη. Επομένως σε βάθος χρόνου επικράτησαν στη νότια και κεντρική Ελλάδα για συγκεκριμένους λόγους που έχουν να κάνουν, μεταξύ άλλων, με τις πυρκαγιές αλλά και την απώλεια εδαφών μετά από αυτές.
Η συζήτηση για «σωστά» και «λάθος» δένδρα γίνεται σε λάθος κατεύθυνση. Δεν ευθύνονται τα πεύκα, αλλά οι πολιτικές αποφάσεις που οδήγησαν στην παντελή έλλειψη διαχείρισης των μεσογειακών οικοσυστημάτων, τη μη στήριξη δραστηριοτήτων του πρωτογενούς τομέα που συνδέονται με τη δασική διαχείριση και την αντιπυρική προστασία, στην έλλειψη κινήτρων για τη διατήρηση του μεσογειακού μωσαϊκού των αγροδασικών συστημάτων και των παραδοσιακών χρήσεων γης, την ανεπαρκή χρηματοδότηση, την υποστελέχωση των φορέων που θα φέρουν σε πέρας την αποστολή πρόληψης μέσω της μείωσης της καύσιμης ύλης (π.χ. με τη δημιουργία στεγασμένων ζωνών) και την αδυναμία εφαρμογής της Εθνικής Στρατηγικής για τα δάση.
Η πλήρης αντικατάσταση των πευκοδασών είναι άλλωστε και πρακτικά ανεφάρμοστη για διάφορους λόγους:
1. Tα ώριμα θερμόβια πευκοδάση θα αναγεννηθούν με φυσικό τρόπο, είτε το θέλουμε, είτε δεν το θέλουμε, μιας και αυτός είναι ο φυσικός τους κύκλος, ώστε να ξαναγίνουν δάσος γρήγορα και προπαντός χωρίς κόστος.
2. Τα πεύκα των χαμηλών υψομέτρων είναι προσαρμοσμένα και ανθεκτικά στις συνθήκες της χαμηλής βροχόπτωσης και των υψηλών θερινών θερμοκρασιών που επικρατούν στη νότια Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλα είδη που απλώς δεν θα ευδοκιμήσουν σε βάθος χρόνου.
3. Η τεχνητή παρέμβαση σε περιοχές που αναμένεται φυσική αναγέννηση θα έχει τεράστιο οικονομικό, περιβαλλοντικό και λειτουργικό κόστος χωρίς νόημα.
4. Στα πευκοδάση στηρίζονται μια σειρά από οικονομικές δραστηριότητες, όπως είναι η μελισσοκομία, η ρητινοσυλλογή, η αναψυχή, κ.ά.
5. Το έδαφος, η αποτροπή βόσκησης ή η αλλαγής χρήσης γης και οι κλιματολογικές συνθήκες θα κρίνουν τη διαδικασία της φυσικής διαδοχής.
Επομένως, στα πευκοδάση που πρόσφατα κάηκαν και αποτελούνταν από ώριμα πεύκα, είναι άσκοπες οι προσπάθειες αναδάσωσης. Αυτό στο οποίο πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα είναι η νομική και πραγματική προστασία τους, ώστε να αφήσουμε τη φύση να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα απ΄όλους, να «γιατρέψει» τις πληγές της και να αναγεννηθεί. Η μόνη «βοήθεια» που χρειάζεται από εμάς, είναι ο σταδιακός και κατά τόπους εμπλουτισμός τους με θερμόβια θαμνώδη και δενδρώδη είδη.
Τη δεδομένη στιγμή, το βάρος θα πρέπει να δοθεί στις περιοχές που έχουν καεί δύο και τρεις φορές τα τελευταία 20-25 χρόνια ή έχουν είδη που δεν αναγεννιούνται με φυσικό τρόπο και όπου η διαδικασία φυσικής αναγέννησης γίνεται πιο δύσκολη ή και αδύνατη. Υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία για την οριοθέτηση, μελέτη και σχεδιασμό της τεχνητής αναδάσωσης. Η επιλογή των ειδών πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε επιστημονικά κριτήρια και δεδομένα, όπως η υφιστάμενη βλάστηση της περιοχής, το έδαφος, το τοπογραφικό ανάγλυφο, και το κλίμα, κι όχι σε προσωπικές θεωρίες που έχουν ως μοναδικό σκοπό τη «δαιμονοποίηση» κάποιων συγκεκριμένων ειδών. Επιπλέον, όλα τα δέντρα δεν είναι ίδια όταν μιλάμε για τη βιοποικιλότητα μιας περιοχής. Ειδικά σε προστατευόμενες περιοχές με σπάνια, ενδημικά ή και απειλούμενα είδη φυτών και ζώων, θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί σε όποιο είδος τεχνητής παρέμβασης κι αν ακολουθήσουμε (με οδηγό το παράδειγμα της Πάρνηθας).
Η αποκατάσταση μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα μελλοντικής πρόληψης πυρκαγιών, αλλά η επιλογή ειδών θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική και να εκπορεύεται από τον αντιπυρικό σχεδιασμό που οφείλουμε να έχουμε ως κοινωνία ειδικά σε μικτές ζώνες/ περιοχές οικισμών-δασών. Άλλωστε, η επιστήμη έχει μιλήσει εδώ και πολλά χρόνια. Υπάρχει πλέον πλούσια βιβλιογραφία και εμπειρία από το επιστημονικό προσωπικό της δασικής υπηρεσίας και των ερευνητικών ιδρυμάτων που οφείλουμε να την εκμεταλλευτούμε και όχι να την παραβλέψουμε, όπως γίνεται συνήθως.
Η «δαιμονοποίηση» ενός δασικού είδους δεν μας οδηγεί πουθενά.
Θα είναι τραγικό να προχωρήσουμε χωρίς επιστημονικό σχεδιασμό και να καταφύγουμε σε πρακτικές που θα έχουν πολλαπλές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα και το χειρότερο να περιλαμβάνουν ξενικά είδη (π.χ. αείλανθος, ψευδακακίες, ευκάλυπτοι). Ας ψάξουμε καλύτερα τις «σωστές» και «λάθος» πολιτικές διαχείρισης των δασικών εκτάσεων και του επικρατούντος κατασταλτικού δόγματος πυροπροστασίας, ας διδαχθούμε από τα λάθη που έχουν γίνει σε άλλες χώρες και ας μην καταστρέψουμε ό,τι δεν πρόλαβαν να καταστρέψουν οι πυρκαγιές.
* Ο Ηλίας Τζηρίτης, είναι συντονιστής δράσεων για τις δασικές πυρκαγιές στη WWF Ελλάς