Δόξα τω Θεώ, ξημέρωσε η Παρασκευή. Θα ασχοληθούμε πάλι με τον Ερντογάν και τον Μάξιμο Σαράφη. Με τον γερμανό φονιά και με το βρέφος που δεν κακοποίησαν. Με τις αιφνιδιαστικές απεργίες στον Προαστιακό και με τις μπουλντόζες που (δεν) μπαίνουν στο Ελληνικό. Θα ασχοληθούμε πάλι με την απλή, αγαθή και πολύτιμη καθημερινότητά μας. Και κυρίως, θα πάψουμε να τρώμε κρέας.
Γιατί σήμερα το πρωί ξύπνησα με μία αίσθηση ζωικής λίγδας να καλύπτει τον οισοφάγο μου από πάνω ως κάτω. Οσο καφέ κι αν πίνω, αυτός γλιστρά πάνω της και κατεβαίνει στο στομάχι δίχως να την ακουμπά διόλου. Ηπια πρωί-πρωί τρεις πορτοκαλάδες φυσικό χυμό και τέσσερις εσπρέσο, αλλά η λίγδα στέκει εκεί κραταιά και περήφανη. Εχει ποτίσει τα τοιχώματα του σωλήνα μου, τα έχει μονώσει σαν ζωντανή σιλικόνη που δεν χαμπαριάζει από κολπάκια. Αν ως το μεσημέρι δεν βρεθεί γιατροσόφι που θα με απαλλάξει από την αηδία της, θα πιω χλωρίνη κι ό,τι γίνει.
Ετσι κι αλλιώς δεν κοιμήθηκα καλά. Ονειρευόμουν πελώρια γυαλιστερά μαχαίρια, σαν αυτά του «MasterChef», να πετσοκόβουν νεκρούς δεινοσαύρους. Κομμάτια κατακόκκινο κρέας, μεγάλα σαν δωμάτια ή σαν σεντάν αυτοκίνητα, πετσοκόβονταν μπροστά στα μάτια μου σε μεγάλα, και μετά μικρότερα, και στο τέλος μικρότατα κομμάτια. Μακρουλά, στρογγυλά, τετράγωνα, ακανόνιστα, λεπτά, χοντρά, με λίπος ή με σκέτους καθαρούς ιστούς. Τα σώριαζαν μπροστά μου σε χασαπόχαρτα που ήταν μεγάλα σαν καραβόπανα.
Στην απέναντι πλευρά του οπτικού πεδίου μου, υπήρχε μια ατέλειωτη γραμμή από πάγκους χασάπη, πάνω στους οποίους ανεβοκατέβαιναν με διαβολική ταχύτητα οι μπαλτάδες. Κομμάτιαζαν αρνιά, κατσίκια, γουρούνια, κότες, κουνέλια και όποιο άλλο ζωντανό κυκλοφορεί επί της γης. Μια κορδέλα σαν αυτές που φέρνει τις βαλίτσες στα αεροδρόμια περνούσε δίπλα από τους πάγκους και κάθε δευτερόλεπτο ξερνούσε στα πόδια μου δεκάδες τόνους από παϊδάκια και θρυμματισμένα κόκαλα. Ο σωρός με τα μπούτια δίπλα μου ήταν ψηλός σαν τον λόφο Αρδηττού, τα φιλέτα και οι σπαλομπριζόλες ήταν σαν την από δω πλευρά του Φιλοπάππου.
Η φωτιά που έκαιγε ανάμεσα στους δυο σωρούς έμοιαζε με τη φωτιά της Κόλασης. Οι φωτιές της Αυστραλίας, μπροστά της ήταν σαν φωτίτσα σπίρτου. Οι γλώσσες της ακουμπούσαν το φεγγάρι, η θερμότητα της ήταν εκατό φορές μεγαλύτερη από τον πυρήνα της έκρηξης της ναπάλμ που δείχνει ο Κόπολα στους τίτλους του «Αποκάλυψη τώρα!». Κι αυτή η φωτιά της Αποκάλυψης, ήταν κουκουλωμένη από ψησταριές γεμάτες κρέατα. Ολα τα εκατομμύρια γκνου της αχανούς αφρικανικής στέπας ψήνονταν εκεί πάνω. Ισως και λίγο περισσότερα. Κι έπρεπε όλα να τα φάω μόνος μου.
Η τσίκνα ανέθρωσκε ως την άκρη του γαλαξία. Eμοιαζε με το σύννεφο κείνης της έκρηξης του ισλανδικού ηφαίστειου που καθήλωσε για δυο βδομάδες όλα τα αεροπλάνα της υφηλίου. Οπως ανέβαινε προς τα πάνω, έγλυφε τους τοίχους του θείου στερεώματος, αποθέτοντας πάνω του το λίπος των κρεατικών. Αυτό άρχισε να τρέχει αργά-αργά προς τα κάτω σαν εφιαλτική λάβα που δεν τη σταματούσε τίποτα. Εφτιαχνε μια απαίσια λίμνη εκεί όπου στεκόμουν, που κατά τις δέκα το βράδυ είχε ξεπεράσει πια τα γόνατα κι έφτανε ως τη μέση μου. Από πάνω έτρωγα κι από κάτω βούλιαζα. Χλαπάκιαζα και με σκέπαζαν τα ξίγκια από μέσα κι απ’ έξω. Πιπέρια, αλάτια και ρίγανες μπούκωναν όλους τους πόρους του κορμιού μου.
Χείμαρροι από κρασιά και μπύρες με υποβοηθούσαν να καταπιώ, αλλά οι σωροί των σφαγμένων κομματιασμένων ζώων και των ψημένων κόκκινων κοψιδιών δεν μειώνονταν καθόλου. Οι αρτηρίες μου άρχισαν να ασφυκτιούν, κάτι τις έφραζε και δεν άφηνε το αίμα να κυκλοφορήσει μέσα τους. Οι φωνές της απόγνωσης τους πνίγονταν μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από κλαρίνα και τσιφτετέλια. Η πόλη μου ήταν σκεπασμένη από ένα σύννεφο κάπνας και χοληστερίνης, ο Λυκαβηττός ίσα που κατάφερνε να βγάλει τη μύτη του πάνω από αυτό για να πάρει ανάσα.
Ευτυχώς ξημέρωσε Τσικνοπαρασκευή. Καλά πέρασα χθες, παραδοσιακά, αν και λιγάκι αγχωτικά –άγνωστο γιατί. Τα παλιότερα χρόνια δεν τα ένιωθα αυτά. Περίεργο. Μάλλον άρχισα να γερνάω. Σήμερα δεν θέλω να φάω τίποτα. Κι αν κατά το βράδυ καταφέρω να χωνέψω τα χθεσινά και μου ‘ρθει, θα δαγκώσω ένα ωμό παντζάρι. Πάλι αίμα, αλλά φυτικό αυτή τη φορά. Μην το παρακάνουμε.