Το νέο έργο που ανεβαίνει αυτή την περίοδο στο θέατρο της πολιτικής έχει τίτλο «τριπλές εκλογές». Αν και ταιριάζει κι ένας πιο ευφάνταστος τίτλος: «Τριπλό μπαϊπάς στη λογική». Ενάμιση χρόνο πριν από την εκπνοή της θητείας της κυβέρνησης, έχει ξεκινήσει μια ακατάσχετη εκλογολογία και το σενάριο προβλέπει όχι μία, ούτε δύο, αλλά τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις! Δηλαδή, κυριολεκτικά, θα το πάμε μέχρι τέλους! Και τα συζητάμε όλα αυτά εν μέσω πανδημίας, που πιθανόν –κατά Μπουρλά και πολλούς άλλους– θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό ακόμη… Κι όμως, εμείς για ένα τρίμηνο θα πατήσουμε το pause και θα ψηφίζουμε!
Πώς προέκυψε όμως το σενάριο των τριπλών εκλογών; Οπως θα δούμε, ο εμπνευστής του δεν είναι ένας, αλλά πολλοί ταυτόχρονα. Γιατί, πολύ απλά, οι τριπλές εκλογές, έστω κι αν δεν πρόκειται αναγκαστικά να γίνουν, εξυπηρετούν ως πιθανό σενάριο σε αυτή τη φάση τη στρατηγική τριών κομμάτων, της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Εχουμε δυο δεδομένα. Πρώτον, οι επόμενες εκλογές (οι πρώτες) θα γίνουν με απλή αναλογική. Αρα ο σχηματισμός κυβέρνησης θα είναι αντικειμενικά μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Πρακτικά, για να σχηματιστεί κυβέρνηση με απλή αναλογική ή θα πρέπει να συνεργαστούν τα δύο μεγάλα κόμματα ή να δημιουργηθεί ένας ευρύτερος συνασπισμός δυνάμεων με κορμό το πρώτο κόμμα. Οποια άλλη εκδοχή, κινείται στη σφαίρα του πρακτικά αδύνατου, γιατί δεν θα βγαίνουν οι αριθμοί, δεν θα συγκεντρώνονται δηλαδή 151 βουλευτές. Υπάρχει, θεωρητικά, το σενάριο του σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας 120 βουλευτών, με ψήφο ανοχής, αλλά πιο πολύ για να συζητείται, παρά για να εφαρμοστεί.
Ερχόμαστε λοιπόν στο δεύτερο δεδομένο, η ύπαρξη του οποίου εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί θα έχουμε σχεδόν μετά βεβαιότητας διπλές εκλογές. Οι επόμενες (οι δεύτερες) εκλογές θα διεξαχθούν με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, που δίνει κυβέρνηση, αν το πρώτο κόμμα συγκεντρώσει περίπου 38%. Εδώ τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Γιατί ακόμη κι αν δεν πάρει το πρώτο κόμμα αυτό το ποσοστό, αρκεί να βρεθεί άλλο ένα που θα συμμαχήσει μαζί του, ούτως ώστε να συγκεντρωθεί ο απαραίτητος αριθμών βουλευτών. Δύσκολο να μην υπάρχουν τουλάχιστον δυο κόμματα που θα αθροίζουν 151 βουλευτές με την ενισχυμένη αναλογική.
Και τώρα αρχίζουν οι κομματικές στρατηγικές, που μοιάζουν μεν αντικρουόμενες αλλά συμπίπτουν σε αυτή τη φάση στο ανέβασμα του έργου «τριπλές εκλογές». Ξεκινάμε από τη ΝΔ. Ο Μητσοτάκης έχει ξεκαθαρίσει ότι επιδιώκει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Με αυτό το δίλημμα –κυβέρνηση ή ακυβερνησία– θα πάει στις εκλογές και την πρώτη και τη δεύτερη φορά. Για να είναι όμως πειστικό το δίλημμα, καθόλου δεν τον χαλάει να αφήνει να εννοείται ότι δεν θα κάνει πίσω και θα διεκδικήσει πάση θυσία αυτοδυναμία, ακόμη κι αν χρειαστεί τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ το έργο των τριπλών εκλογών είναι επίσης βολικό. Τι επιδιώκει ο Αλέξης Τσίπρας; Να αξιοποιήσει την απλή αναλογική, πείθοντας ότι η καλύτερη λύση για τη χώρα είναι μια κυβέρνηση συνεργασίας με ΚΙΝΑΛ, ΜέΡΑ25, ακόμη και με ΚΚΕ, με κεντρικό άξονα τον ΣΥΡΙΖΑ. Το αφήγημα μπορεί να γίνει πιο πειστικό αν συνδεθεί με την εντύπωση ότι ο μη σχηματισμός κυβέρνησης με απλή αναλογική οδηγεί σε μια περιπέτεια διαρκείας με απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις, τις οποίες θα επιβάλει η ΝΔ, προκειμένου να κερδίσει την αυτοδυναμία.
Και ερχόμαστε στο ΚΙΝΑΛ. Ο νέος αρχηγός Νίκος Ανδρουλάκης διακηρύσσει με κάθε αφορμή ότι δεν πρόκειται να συμμαχήσει με κανέναν και θα ακολουθήσει αυτόνομη πορεία και μόνο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα πει «όχι» στις πρώτες εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ, και στις δεύτερες θα ξαναπεί «όχι», αυτή τη φορά στη ΝΔ, η οποία μάλλον θα είναι το πρώτο κόμμα ή ξανά στον ΣΥΡΙΖΑ, αν υποθέσουμε ότι γίνεται η έκπληξη και είναι πρώτος ο Τσίπρας. Οπότε, ένας δρόμος θα υπάρχει αν δεν βγει αυτοδύναμη κυβέρνηση στις δεύτερες εκλογές. Οι τρίτες!
Ολα αυτά λέγονται με πάσα σοβαρότητα, παρά το γεγονός ότι ακούγονται κάπως… τρελά. Δηλαδή, ενώ ακόμη δεν κάναμε τις πρώτες εκλογές –που ίσως γίνουν και σε ενάμιση χρόνο, στην εξάντληση της συνταγματικής θητείας της κυβέρνησης– οργανώνουμε ήδη τις δεύτερες και τις τρίτες. Για τις οποίες, αν υποθέσουμε ότι θα γίνουν τελικά, ο ένας θα ρίχνει την ευθύνη στον άλλον. Αυτό το «blame game» έχει αρχίσει από τώρα. Λέει, για παράδειγμα, η αντιπολίτευση: αν χρειαστεί ο Μητσοτάκης κυβερνητικό εταίρο να μην τον ψάξει στην Κεντροαριστερά, γιατί θα έχει διαθέσιμο τον Βελόπουλο!
Πέραν του γεγονότος ότι ο Βελόπουλος δεν έχει δηλώσει τη διαθεσιμότητά του (ο τελευταίος ακραιφνής δεξιός που δήλωσε διαθέσιμος για συγκυβέρνηση ήταν ο Καμμένος ως… μηχανοδηγός του τρένου του ΣΥΡΙΖΑ), η συγκυβέρνηση ΝΔ – Ελληνικής Λύσης, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας της ΝΔ, προσκρούει σε μια σημαντική λεπτομέρεια: δεν την επιθυμεί σε καμία περίπτωση ο Μητσοτάκης. Αξίζει να υπενθυμίσουμε σε αυτούς που για να χτίσουν τον αντίπαλο συνασπισμό δυνάμεων ονειρεύονται συνεργασία Μητσοτάκη – Βελόπουλου, ότι στην πρόσφατη μεταπολιτευτική μας Ιστορία, δύο φορές συμμετείχαν κόμματα ευρισκόμενα δεξιότερα της ΝΔ σε κυβέρνηση συνεργασίας. Την πρώτη φορά το 2011, όταν το ΠΑΣΟΚ ζήτησε τη σύμπραξη του ΛΑΟΣ και τη δεύτερη το 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυβέρνησε με τους ΑΝΕΛ. Η ΝΔ δεν το επιχείρησε ποτέ. Αντίθετα, όταν χρειάστηκε, το 2012, συγκυβέρνησε με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Ποιος πιστεύει στα σοβαρά ότι θα το κάνει τώρα με αρχηγό τον Μητσοτάκη;
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, που ως αρχηγός του τρίτου κόμματος το οποίο παίζει το ρόλο του ρυθμιστή, θα βρεθεί στην πιο δύσκολη θέση από όλους εάν προκύψει η ανάγκη της συγκυβέρνησης, εύχεται την αυτοδυναμία της ΝΔ περίπου όσο και ο Μητσοτάκης. Αλλιώς, οι… τρίτες εκλογές, που τώρα αποτελούν σενάριο, μπορεί να ανέβουν όντως στη σκηνή του θεάτρου της ελληνικής πολιτικής. Και τότε, ο σώζων εαυτόν σωθήτω!