| Shutterstock / Creative Protagon
Απόψεις

Τριήμερο Αγίου Πνεύματος στη Μύκονο

Στο Νησί των Ανέμων χωρίς ρεύμα και νερό επί ώρες, αλλά με μαύρα βανάκια, μπράβους και ιδιωτικούς δρόμους. Κι ένα κράτος που απλά κοιτάει να μη δίνει δικαιώματα σε όσους κατέστρεψαν έναν μαγικό τόπο
Αργύρης Παπαστάθης

Την Τετάρτη που μας πέρασε μου έστειλε μήνυμα ένας φίλος μου στο viber και μου είπε ότι το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος θα πάει στη Μύκονο.

«Είσαι τρελός;», του απάντησα, και καθώς πληκτρολογούσα «τι να κάνεις εσύ…», ήρθε μια φωτογραφία με δύο κονσέρβες σουπερμάρκετ: πολυσαλάτα τόνου και ντολμαδάκια. «Ψωνίζουμε», μου έγραψε.

Αυτός ήταν ο λόγος. Ο φίλος μου και η κοπέλα του θα επισκέπτονταν τη μητέρα της που δουλεύει σε ξενοδοχείο σεζόν. Βρίσκεται εκεί τρεις μήνες και έχει μπροστά της άλλους τρεις.

Έξι μήνες χωρίς να τη δουν καθόλου δεν γινόταν, χρόνος να «πεταχτεί» στην Αθήνα δεν υπήρχε, τα ακτοπλοϊκά πανάκριβα, και έτσι μάζεψαν όσα μπορούσαν και προγραμμάτισαν το ταξίδι. Τα εισιτήρια με αυτοκίνητο συν δυο διανυκτερεύσεις στα πιο φθηνά δωμάτια που βρήκαν τους κόστισαν όσο ένας μισθός.

Πάμε λοιπόν να δούμε τι έγινε. Φόρτωσαν στο αυτοκίνητο τις προμήθειες, πήραν μαζί κονσέρβες και έξτρα λαρτζ κρουασάν και ξεκίνησαν Σάββατο πολύ πρωί με το πλοίο.

Φτάνοντας στα δωμάτια που ήταν σε ένα ύψωμα μακριά από τη θάλασσα, τους περίμενε μια θετική έκπληξη. Ο νεαρός που τους υποδέχθηκε —τους έκανε εντύπωση η κατάλευκη οδοντοστοχία— τους ανακοίνωσε ότι έκανε upgrade στην κράτηση και ότι θα τους έδινε μεγαλύτερο δωμάτιο. Σουίτα. Παρότι είχαν ένα αμάξι γεμάτο κονσέρβες ένιωσαν κάπως καλά. Ακουγαν «τέρατα» για τη Μύκονο αλλά είδαν ξαφνικά να περνάει η μπογιά τους, κι ας μην είναι απ’ αυτούς που το φυσάνε το χρήμα.

«Upgrade δηλαδή», του είπα στο τηλέφωνο και προσπάθησα να του το χαλάσω με μια ιστορία. Τον Ιούλιο του 1990 ήμουν 12 ετών και με πήγε μια φίλη της μαμάς μου στη συναυλία του Αλις Κούπερ στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας (οι γονείς μου αρνούνταν: «τι τον θες αυτό τον αρκουδιάρη!»). Στο τέλος, στην αποθέωση, ο μεγάλος Αλις ύψωσε την ελληνική σημαία και την ανέμιζε. Ενιωσα τέτοια χαρά: «τελικά μας ξεχωρίζει, αγαπάει εμάς τους έλληνες φαν του, δηλαδή έμενα» είπε μέσα του ο δωδεκάχρονος εαυτός μου. Μια βδομάδα αργότερα όμως έπεσε το μάτι μου σε περίπτερο της Αγίας Παρασκευής στο εξώφυλλο ενός γερμανικού περιοδικού. Ο Αλις Κούπερ, σε μια στάση της περιοδείας του στη Γερμανία, ανέμιζε τη γερμανική σημαία…

Το πιθανότερο, είπα στον φίλο μου, ο νεαρός που σε υποδέχθηκε στη Μύκονο λέει σε όλους ότι μόλις τους… αναβάθμισε το δωμάτιο. Λογικό από την πλευρά του να πιστεύει ότι όσοι Ελληνες πάνε ακόμα στη Μύκονο νοιάζονται για τα συμφραζόμενα της εποχής του lifestyle. Πετυχημένους και αποτυχημένους, winners και loosers. Και σου λέει με το που φτάνεις «φίλε, είσαι στη σωστή πλευρά της Ιστορίας». Παρότι κουβαλάς κονσέρβες.

Τελοσπάντων, επειδή το δωμάτιο δεν ήταν ακόμη έτοιμο ρώτησαν τον νεαρό αν υπήρχε κάποιο καφέ εκεί κοντά για να μην περιμένουν στον ήλιο. Τους έδωσε το όνομα του μαγαζιού, το έβαλαν στο Google Maps και βρέθηκαν σε ένα στενό χωμάτινο δρομάκι που οδηγούσε σε μια τεράστια αλάνα. Τι βρήκαν εκεί; Δύο αυτοκίνητα, έναν σκύλο και έναν κύριο που τους έκανε σήμα να σταματήσουν. Τους έδωσε ένα μπρελόκ με έναν αριθμό και τους είπε ότι θα παρκάρει εκείνος το αυτοκίνητο παρότι στην αλάνα χωρούσαν άνετα δέκα νταλίκες με διπλή ρυμούλκα.

Τους βαρούσε ο ήλιος εκεί που τους έβαλαν να κάτσουν και ρώτησαν στην μπουτίκ του μαγαζιού πόσο κάνει το πιο φθηνό καπέλο. Μια ευγενέστατη κοπέλα τους έδειξε ένα πάνινο τζόκεϊ με το σήμα του μαγαζιού σαν κι αυτά στα περίπτερα του Συντάγματος. Πόσο είχε; Μόλις… 28 ευρώ. Βρήκαν μια δικαιολογία και προτίμησαν να φάνε τον ήλιο στο κεφάλι. Λίγο μετά πλήρωσαν 16 ευρώ για δυο καφέδες, έδωσαν αλλά 10 επειδή πάρκαραν σε μια άδεια αλάνα και γύρισαν για να μπουν στο δωμάτιο.

«Ετσι είναι παντού πια στη Μύκονο στα “οργανωμένα μέρη”» μου λέει ο φίλος μου. Πλησιάζοντας στα σημεία όπου υπάρχουν παραλίες με καφέ, εστιατόρια και ξαπλώστρες, ο δρόμος από ένα σημείο και κάτω ανήκει στους ανθρώπους που διαχειρίζονται την κυκλοφορία για λογαριασμό των επιχειρηματιών. Επομένως, ένα τμήμα του οδικού δικτύου δεν ανήκει στο κράτος αλλά στους ιδιοκτήτες και τους μπράβους των μαγαζιών που κατευθύνουν τα οχήματα σε ιδιωτικά πάρκινγκ. Φυσικά επί πληρωμή. Σε σταματούν όπως οι τροχονόμοι τύποι με μαύρα μπλουζάκια στον δημόσιο δρόμο και περιμένεις μέχρι να διευθετήσουν την κυκλοφορία. «Πρέπει να είσαι πάντοτε με το χαμόγελο. Γιατί η περιοχή τους “ανήκει”, κράτος δεν υπάρχει, νόμος δεν υπάρχει (παρά μόνον ο δικός τους) και, κυρίως, δεν ξέρεις τι κουβαλάει ο άλλος πάνω του» εξήγησε ο φίλος μου.

Το επόμενο πρωί, μόλις ξύπνησαν στο δωμάτιο, διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν ρεύμα και νερό. Ρώτησαν τον ιδιοκτήτη και τους είπε ότι κατά τις 12 θα έχει αποκατασταθεί το πρόβλημα. «Θα κόπηκε κανένα καλώδιο από τον αέρα ε;» του είπαν με κατανόηση. «Όχι, απλά έσκασαν όλοι μαζί (οι επισκέπτες) και λόγω υπερφόρτωσης δεν έχει ρεύμα και νερό σε διάφορες περιοχές», απάντησε. Οι φίλοι μου δεν ήταν και στην πιο καλή περιοχή, ούτε στην πιο τουριστική, ήταν κοντά στα σημεία όπου βρίσκονται οι κοιτώνες με τα δωμάτια των εργαζομένων. Ρεύμα και νερό που κόπηκαν τις στις 08.00 το πρωί επανήλθαν τελικά στις 15.00.

Φαγητό; Δεν έφαγαν τίποτα; Μόνο κρουασάν και σάντουιτς; Όχι, το τόλμησαν. Τρεις μήνες είχαν να βρεθούν μητέρα και κόρη και θα περάσουν άλλοι τρεις μέχρι να τα ξαναπούν. Έκλεισαν σε μια ταβέρνα που είχαν ακούσει ότι έχει τιμές λογικές -για τα δεδομένα της Μυκόνου. Τελικά: σύνολο 96,40 ευρώ για τρία άτομα που μοιράστηκαν μια χωριάτικη (13 ευρώ), δυο κυρίως πιάτα, πατάτες και τζατζίκι και μισό κιλό χύμα λευκό κρασί (10 ευρώ).

Αλλού; Στα σοκάκια της χώρας, αφού διαβείς το χάος από αυτοκίνητα και παρκάρεις πληρώνοντας κοντά 20 ευρώ (το τεράστιο δημοτικό πάρκινγκ είναι ήδη πακτωμένο με λαμαρίνες σε κάθε σημείο), μπορείς να φας καθιστός ένα μπέργκερ με διπλό μπιφτέκι πληρώνοντας 57 ευρώ ή να πάρεις δυο σουβλάκια πίτα γύρο στο χέρι με 15 ευρώ (7,5 ευρώ το ένα). Πήραν τελικά δυο μπύρες από το περίπτερο, 3 ευρώ η μία, φωτογραφήθηκαν μπροστά στους Μύλους και σηκώθηκαν άρον-άρον να φύγουν.

Στους δρόμους του νησιού αυτό που τους έκανε εντύπωση ήταν η ένταση. Δεν είναι ρυθμός διακοπών. Οδηγώντας στα στενά δρομάκια έχεις πάντα κολλημένα πίσω σου ένα-δυο μηχανάκια και πρέπει να προσέχεις τα μαύρα Μερσεντές βαν με τα φιμέ τζάμια (αυτά που εξυπηρετούν τις βίλες γκέτο των σούπερ πλούσιων με πάσης φύσεως παροχές). Πιο εύκολα αλλάζεις λωρίδα στην Πανεπιστημίου πάρα στριμώχνεις το αυτοκίνητο ανάμεσα στο τοιχάκι του δρόμου και στο μαύρο βαν που σου έρχεται από το αντίθετο ρεύμα χωρίς να κόβει. Γιατί πρέπει να προσέχεις μην πέσουν πάνω σου και οι οδηγοί στα μηχανάκια που σε ακολουθούν, ψάχνοντας με υπερένταση άνοιγμα να προσπεράσουν (πχ. για την παραγγελία της Wolt). Και φυσικά πρέπει να προσέχεις τις «γουρούνες».

Αλλη όψη και «γωνιές» υπάρχουν; Το μόνο που κατάφεραν να βρουν οι φίλοι μου είναι παραλίες που να μην έχουν ξαπλώστρες. Το βιασμένο τοπίο της κάποτε παραδεισένιας Μυκόνου αντέχει ακόμη σε κάποια σημεία. Μα τι όμορφο νησί…

Και οι συνθήκες εργασίας όσων τρέχουν αυτό το εργοστάσιο του τουρισμού πώς είναι; Είναι αυτές που διαβάζουμε τα τελευταία χρόνια στα ρεπορτάζ. Το συμπέρασμα από όσα μου μεταφέρθηκαν είναι πως οι άνθρωποι που δουλεύουν σεζόν στη Μύκονο βιώνουν συνθήκες που βρίσκονται πιο κοντά στην Αγγλία του 18ου αιώνα παρά στην Ευρώπη του 2024. Κακώς αποκαλούμε αυτό το πράγμα μοντέλο ανάπτυξης και βαριά μας βιομηχανία.

Πάντως όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησε ο φίλος μου του είπαν ότι η κίνηση φέτος είναι πολύ πεσμένη. Λογικό, εφόσον πια και ο ξένος τύπος γράφει συχνά για την παρακμή της Μυκόνου.

Το κράτος πάντως από την πλευρά του είναι διακριτικό. Τόσο διακριτικό που δεν διεκδικεί καν ρόλο γκεστ σταρ. «Σέβεται» ότι το νησί ανήκει πια στο μαύρο χρήμα και στους μπράβους. Και εκείνοι από την πλευρά τους μοιάζουν μεγάθυμοι. Κάνουν τη χάρη στην καημένη την επίσημη Πολιτεία και ανέχονται την αμιγώς τυπική παρουσία της στον χώρο. Αρκεί να μην προκαλεί…

Ο φίλος μου δεν είχε δυστυχώς τα χρήματα να προσθέσει κάποια όμικρον στη Μύκονο ώστε να γίνει «Μύκονοοος» κι έτσι δεν έμαθα πόσο κοστίζει φέτος η ξαπλώστρα στην πρώτη σειρά ούτε και η «χρυσή μπριζόλα». Είχε όμως την παρατηρητικότητα να διαπιστώσει την παρακμή.

Κάποιος κυνικός θα μπορούσε να πει πως «καλύτερα, ας αφήσει το κράτος τη Μύκονο στα χέρια της ανομίας, να καταστραφεί ολοκληρωτικά, κι ας την πληρώσουν αυτοί που δημιούργησαν αυτή την κατάσταση. Κι ας ασχοληθεί το κράτος με πιο σοβαρά πράγματα, όπως τα σχολεία και τα νοσοκομεία».

Από την άλλη πλευρά, επειδή έστω και τυπικά η ταμπέλα γράφει Ελλάδα και ευρωπαϊκή χώρα, κάποια παρουσία θα πρέπει να έχει και η έρμη η Πολιτεία. Εστω για τα μάτια του κόσμου, ή για να προστατεύει αυτούς που τρώνε ξύλο από τους μπράβους, όπως ο αρχαιολόγος Μανώλης Ψαρρός το 2023, επειδή «τόλμησε» να κάνει τη δουλειά του.

Η δυστοπική Μύκονος του 2024 (ένα άλλοτε μαγικό μέρος) είναι ένα νησί εξαιρετικά ακριβό, αλλά ταυτοχρόνως πια πολύ «φθηνό»: χωρίς ποιότητα. Η εποχή που συμβόλιζε την απελευθέρωση και την ανεκτικότητα έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Συμβολίζει πλέον την ακριβή, μαζική ντέκα και την επικράτηση της ανομίας.

Στη θέση του καημένου του Πέτρου του πελεκάνου θα πρέπει να τοποθετηθεί ως έμβλημα με φόντο τους ανεμόμυλους ένα μαύρο βανάκι Μερσεντές. Με φιμέ τζάμια.