| CreativeProtagon / INTIME NEWS
Απόψεις

Τρεις επισημάνσεις για την υπόθεση Λιγνάδη σε «απλά ελληνικά»

Η δικαστική - νομική πραγματικότητα είναι κατά κανόνα σύνθετη, ωστόσο υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που μπορούν να ξεμπλέξουν το κουβάρι σχετικά με τον ανασταλτικό χαρακτήρα της ποινής, ειδικά μετά τον πόλεμο ανακοινώσεων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Αλέξη Κούγια
Ελευθερία Κόλλια

Ο θόρυβος που έχει προκαλέσει η απόφαση – με ποινή κάθειρξης 12 ετών – για την υπόθεση Λιγνάδη, ιδίως το σκέλος εκείνο που θέλει τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου να αποφυλακίζεται με περιοριστικούς όρους, είναι ευθέως ανάλογος του status του κατηγορουμένου, και του πολιτικού μανδύα με τον οποίο έχει ενδυθεί η υπόθεση.

Το ειδεχθές του εγκλήματος του βιασμού (πόσο μάλλον όταν το δικαστήριο έχει αποφανθεί ενοχή για δυο αδικήματα), και η ένταση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, κάνουν την απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου να ηχεί παράφωνη, ξεσηκώνοντας διαμαρτυρίες, έριδες, συγκρούσεις. Πόσο πραγματικά παράφωνη όμως είναι; Υπάρχει περίπτωση να δικαστεί ξανά ο Λιγνάδης; Πού οφείλεται η δυσαναλογία «ποινής» και «ελευθερίας»; Εξηγείται νομικά η αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση;

Δεδομένου ότι η δικαστική – νομική πραγματικότητα είναι κατά κανόνα σύνθετη, τρεις επισημάνσεις σε «απλά ελληνικά» ίσως ρίξουν φως στο κουβάρι που έχει δημιουργηθεί, κυρίως μετά τον πόλεμο ανακοινώσεων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Αλέξη Κούγια, συνηγόρου υπεράσπισης του Δημήτρη Λιγνάδη.

-Η ανασταλτική δύναμη της έφεσης στην υπόθεση αυτή, η αποφυλάκιση με άλλα λόγια Λιγνάδη έως ότου δικαστεί η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, δεν αποτελεί νομική πρωτοτυπία. Η δυνατότητα αυτή υπήρχε (σε βάθος δεκαετίας, αν μη τι άλλο), και υπήρχε βάσει του τεκμηρίου αθωότητας, έως και τον β΄ βαθμό απόδοσης δικαιοσύνης. Ο Λιγνάδης έχει πρωτοδίκως καταδικαστεί για δυο κακουργήματα και αναμένει το Εφετείο.

Στη σκιά καταιγιστικών εξελίξεων, η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών έχει ζητήσει τον «φάκελο» εκδίκασης της υπόθεσης, εξετάζοντας το ενδεχόμενο να ασκήσει έφεση. Δεν είναι διόλου απίθανο να ξαναδικαστεί ο Λιγνάδης ως προς τα αδικήματα για τα οποία αθωώθηκε, αλλά και ως προς το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι θα κοιμάται σπίτι του, τουλάχιστον μέχρι τη δίκη του σε δεύτερο βαθμό.

-Νομικές πηγές επισημαίνουν ότι το ύψος της ποινής (τα 12 χρόνια εν προκειμένω) δεν παίζει ρόλο στη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση. Ακροαματικές διαδικασίες με πολύ υψηλότερες ποινές έχουν δει κατηγορούμενους εκτός φυλακής, αν πληρούν ασφαλώς τα συγκεκριμένα κριτήρια που θέτει ο νόμος, ιδίως μετά το 2019. Η μοναδική ποινή που δεν επιδέχεται συναφείς ευνοϊκές «αποχρώσεις» είναι τα ισόβια.

Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, αποτελούμενο από τρεις δικαστές και τέσσερις ενόρκους, αποφάσισε κατά πλειοψηφία (μειοψήφησαν δύο ένορκοι και μία σύνεδρος) να δοθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση Λιγνάδη με αποτέλεσμα να βρεθεί εκτός φυλακής με περιοριστικούς όρους.

Νομικοί κύκλοι τονίζουν ότι αν υπάρχει ένα κοινό περί δικαίου αίσθημα εκπροσωπείται κάθε φορά από τους ανθρώπους αυτούς, τους ενόρκους, το λαϊκό στοιχείο του δικαστηρίου, που παρακολούθησαν την εν λόγω ακροαματική διαδικασία επί πέντε μήνες, σε τριάντα συνεδριάσεις.

-Ποιον ευχαρίστησε ο Δημήτρης Λιγνάδης, μόλις αποφυλακίστηκε; Τον Αλέξη Κούγια, μέσα «από την ψυχή του». Ο δικηγόρος του ανέλαβε την επίθεση κατά πάντων, μετωπικά. Εδειξε τα δόντια του μέσα στη δικαστική αίθουσα απέναντι στους «εχθρούς» Λιγνάδη. Πολιορκούσε με δελτία τύπου τα ΜΜΕ, με ρυθμό πολυβόλου, χωρίς να διστάζει να κατακεραυνώσει πρόσωπα, με διευθύνσεις και ονόματα. Κατέφυγε σε αγωγές με τις οποίες ζητεί εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από τηλεπαρουσιαστές για τη μεταχείριση που επεφύλαξαν στον εντολέα του. Ο Κούγιας, αν μη τι άλλο, αξιοποίησε -ακραία, όπως πάντα- ολόκληρο το οπλοστάσιο που είχε στη διάθεσή του. Υπηρέτησε ρεπερτόριο.

Ρωτήστε (off the record) όποιον δικαστικό λειτουργό θέλετε: οι δικηγόροι ποτέ δεν είναι ίδιοι όταν βρίσκονται απέναντι σε ενόρκους ή αποκλειστικά σε δικαστές (όπως στο Τριμελές ή Πενταμελές Κακουργημάτων). Στην τελευταία περίπτωση, περιορίζουν δραστικά τη «θεατρικότητα» τους…

Το μόνο βέβαιο είναι ότι ουδείς μπορεί να έχει άποψη ολοκληρωμένη εφόσον δεν έχει συμμετάσχει στην ακροαματική διαδικασία. Η «κοινή γνώμη» παγιδεύεται συχνά σε σχήματα, μοιάζει να υπακούει σε προκατασκευασμένες αντιλήψεις αθώος – ένοχος, από το πεζοδρόμιο, χωρίς πρόσβαση στην ουσία της υπόθεσης. Η πολιτική σκηνή έρχεται να εκμεταλλευτεί το κενό αυτό της γνώσης, τις υπεραπλουστεύσεις – στρεβλώσεις. Κι είναι πολλοί οι σοβαροί ειδήμονες της Νομικής που ενοχλούνται από την πολιτική σπέκουλα πάνω σε απόψεις επιστημονικές. Κάποιοι υποστηρίζουν, δε, ότι πίσω από θεωρίες για παρασκήνιο και μεθοδεύσεις κρύβεται και αποστροφή για το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και τον θεσμό των ενόρκων, των προσώπων που μακριά από τη μηχανιστική αντίληψη και τον επαγγελματικό εθισμό πολλών δικαστών, καλούνται να λάβουν αποφάσεις ζωής.