Γενιές Ελλήνων μεγάλωσαν με τις τράπεζες να αφορούν κάποιους λίγους. Επιχειρηματίες που δανείζονταν λεφτά και είχαν λογαριασμούς για τις μισθοδοσίες. Πλουσίους που νοίκιαζαν θυρίδες για φύλαξη. Αντε και κάποιους μικροαστούς που ήθελαν να φυλάξουν τα λεφτά τους στον τόκο και ένιωθαν αρκετά ψαγμένοι για να μην τα βάλουν στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο.
Οι τράπεζες μπήκαν στην καθημερινότητα του Ελληνα κάπου στις δεκαετίες του ’80-’90. Οταν ανέλαβαν να κάνουν τις πληρωμές των ΔΕΚΟ, να δίνουν απευθείας τις μισθοδοσίες στους υπαλλήλους, οπότε χρειάζονταν τραπεζικοί λογαριασμοί, να προσφέρουν καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Μετά το 2000, στην Αθήνα ήταν πιθανότερο να βρεις οικοδομικό τετράγωνο χωρίς περίπτερο παρά χωρίς τράπεζα.
Η κρίση και ιδιαίτερα το 2015 αποδείχθηκαν τραυματικά. Αποδείχθηκε, πρώτον, ότι οι τράπεζες, για να ζήσουν, όχι μόνο θα έπρεπε να αναχρηματοδοτηθούν με κρατικά λεφτά, αλλά και ότι τα λεφτά σου, από τη στιγμή που τα έχει η τράπεζα, έχουν πάψει να είναι λεφτά σου. Είναι λεφτά του κράτους που μπορεί να πει στην τράπεζα «δίνε του 50 ευρώ τη μέρα και βλέπουμε».
Κάπου εκεί αποδείχθηκε και ότι οι τράπεζες, για να έχουν τα λεφτά του καταθέτη, δεν χρειάζεται να δίνουν επιτόκια. Αφού κάθε σοβαρή πληρωμή ιδιώτη έπρεπε να γίνει τραπεζικά, για ποιον λόγο να σου δίνουν τόκο, όταν ούτως ή άλλως θα έπρεπε να καταθέσεις τα λεφτά σου; Οι τράπεζες δεν ήταν πλέον συστημικές. Ηταν κρατικές.
Εγιναν μια ακόμα δημόσια υπηρεσία, πολλές φορές με χαρακτήρα προ Πιερρακάκη, όπου ο πελάτης, όταν μπαίνει μέσα, έχει την εντύπωση ότι ενοχλεί. Αλλά πρέπει να πηγαίνει, αφού έχουν γίνει κομμάτι του κράτους τόσο πολύ, όσο οι ΔΟΥ ή το υποθηκοφυλακείο. Δημόσιες υπηρεσίες που ο Πρωθυπουργός μπορεί να επιπλήττει και ο υπουργός να δηλώνει ανικανοποίητος από το ύψος των επιτοκίων και των προμηθειών που χρεώνουν στους πελάτες.
«Με στελέχη που θα μπορούσαν να δουλεύουν στον Σκλαβενίτη ή στο Hondos Center, που μπορούν να σου πουν ποιο κουμπί πρέπει να πατήσεις για να κάνεις την αίτηση του δανείου, αλλά δεν μπορούν να πουν αν το δάνειο θα είναι καλό για την τράπεζα, όπως μπορούσαν να κάνουν οι τραπεζικοί προηγούμενων εποχών», μου έλεγε δικηγόρος που έχει εργαστεί στον τραπεζικό τομέα.
Οι τράπεζες σήμερα δεν έχουν ούτε καν το «μεγαλείο» της κομπίνας της Τράπεζας Κρήτης του Κοσκωτά. Εχουν την κακομοιριά του τσίπη που περιμένει να χρεώσει δύο ευρώ εδώ και τρία ευρώ εκεί τον καταθέτη για να βγει και σήμερα το μεροκάματο.