Συστήνεται ως female baritone, δηλαδή γυναίκα βαρύτονος. Ακούγεται ασύμβατο, καθώς η φωνή του βαρύτονου είναι αποκλειστικά γένους αρσενικού. Και όμως αυτό το ασύμβατο έγραψε Ιστορία πριν από μερικές ημέρες στην Οπερα της Τάλσα. Η female baritone Λουτσία Λούκας ήταν η πρώτη transgender που ερμήνευσε τον δημοφιλή «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ. Οχι έναν ρόλο από την όπερα, αλλά τον ίδιο τον Ντον Τζιοβάνι, το απόλυτο αρσενικό, τον καρδιοκατακτητή που αποπλανούσε οποία γυναίκα περνούσε δίπλα του με τη δύναμη της γοητείας του. Η εμφάνιση της… βαρυτόνου απασχόλησε τον Τύπο, τον αμερικανικό κυρίως, καθώς με την παράσταση του «Ντον Τζοβάνι» έκανε το ντεμπούτο της στις ΗΠΑ.
Διάβασα αρκετά άρθρα και συνεντεύξεις της προσπαθώντας να καταλάβω πώς μπορεί ένας transgender τραγουδιστής να κινηθεί σε ένα ρεπερτόριο με αποκλειστικά ανδρικούς και γυναικείους ρόλους. Είδα και διάφορα βίντεο στο YouTube με αποσπάσματα από παραστάσεις της Λούκας (μεταξύ άλλων εδώ και εδώ).
Δεν θα κρίνω το όποιο ταλέντο της, ομολογώ όμως πως μου φαίνεται περίεργο να παρακολουθώ μία γυναίκα να τραγουδάει με φωνή άντρα. Θα το συνηθίσω, υποθέτω. Γιατί από τη στιγμή που έγινε η αρχή θα ακολουθήσουν και άλλες-άλλοι Λούκας, άνθρωποι που στις πιο ανεκτικές στο θέμα του φύλου και της σεξουαλικής ταυτότητας εποχές θα βρουν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Που θα μπορέσουν να απολαύσουν την αποδοχή και τη δημοφιλία που στερήθηκαν οι αναγκασμένοι να κρύβονται transgender των παλαιότερων γενεών.
Γεννημένη και μεγαλωμένη στο Σακραμέντο, η Λούκας λέει πως είχε καταλάβει τη διαφορετική φύση της από τότε που ήταν πέντε ετών. Αναφέρεται συχνά στην όχι εύκολη ενηλικίωσή της, αλλά και στη δυσκολία να προσδιορίσει τη θέση της στην αγορά της μουσικής όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το λυρικό τραγούδι. Δυσκολία όχι τόσο δική της -αφού γνώριζε και τι είναι και τι ήθελε να κάνει- όσο των άλλων, που δεν μπορούσαν να την κατατάξουν σε μία κατηγορία. «Και όμως, στην όπερα υπάρχει μία κατηγορία ρόλων που ενώ είναι νεαροί άνδρες τους ερμηνεύουν γυναίκες» λέει, «τους αποκαλούμε “τραβεστί ρόλους”. Υπάρχουν καλλιτέχνες που έχουν ειδικευτεί σε αυτούς, και το κοινό δεν έχει κανένα πρόβλημα. Οταν όμως λέω πως είμαι μία τραβεστί βαρύτονος, τότε μου λένε πως αυτό δεν υπάρχει».
Εδώ μπερδεύει δύο διαφορετικά πράγματα: Οι «τραβεστί ρόλοι» αφορούν κυρίως ρόλους παιδιών και νέων. Προέρχονται από την μπαρόκ όπερα που επί σκηνής το θέμα των φύλων αντιμετωπιζόταν διαφορετικά και που δεν ήταν παράδοξο μία σοπράνο να ερμηνεύει τον Δία ή τον Ποσειδώνα! Αλλα χρόνια. Στη συνέχεια οι συνθέτες έγραψαν τέτοιους ρόλους για γυναικείες φωνές επειδή αυτές οι φωνές αποδίδουν πιο εύστοχα τις «αποχρώσεις» της νεότητας απ’ ό,τι οι αρρενωπές φωνές των ανδρών. Ανάμεσά τους αναφέρουμε ενδεικτικά τον Κερουμπίνο στους «Γάμους του Φίγκαρο» και τον Σέστο στη «Μεγαλοψυχία του Τίτου» του Μότσαρτ, τον Οσκαρ στον «Χορό μεταμφιεσμένων» του Βέρντι και τον Οκτάβιαν στον «Ιππότη με το ρόδο» του Ρίχαρντ Στράους. Στην περίπτωση όμως της Λούκας έχουμε μία γυναίκα (γιατί ως γυναίκα κυκλοφορεί) που τραγουδάει αντρικούς ρόλους με αντρική φωνή. Πώς θα μας φαινόταν αν ένας άντρας έβγαινε στη σκηνή και τραγουδούσε με γυναικεία φωνή τη Βιολέτα Βαλερί από την «Τραβιάτα»; Οσο προοδευτικοί και αν (θέλουμε να) είμαστε, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο παράδοξο όσο είναι και στην περίπτωση της Λούκας.
Ομως, οι παραστάσεις του «Ντον Τζοβάνι» στην Οπερα της Τάλσα έρχονται για να επιβεβαιώσουν πως στον 21ο αιώνα έχει θέση και αυτό το… παράδοξο. Που αν κάποτε κρυβόταν γιατί αλλιώς θα αντιμετώπιζε την κοινωνική κατακραυγή, τώρα διεκδικεί τις ίδιες ευκαιρίες που έχουν οι άλλοι άνθρωποι. Νέες εποχές. Καλούμαστε να τις αντιμετωπίσουμε με νέα μυαλά. Ωσπου και εκείνα που σήμερα μας φαίνονται, παράξενα, υπερβολικά, τρελά και ανισόρροπα να βρουν τις ισορροπίες τους. Τότε θα μπορέσουμε και να διακρίνουμε ανάμεσα στις περιπτώσεις που ξεχωρίζουν λόγω του θάρρους τους αλλά και του θράσους, και της εκκεντρικότητας, και της τρέλας τους, τα πραγματικά ταλέντα.