Η Ελλάδα θέλγει. Η Ελλάδα πουλάει. Το 2022 καταγράφηκε σαν μια χρονιά επαναφοράς.
Σε αυτή τη χρονιά, που ο προορισμός Ελλάδα ανταγωνίστηκε το ρεκόρ του 2019, με αφίξεις που έφθασαν τα 28 εκατ. τουρίστες και έσοδα 17,631 δισ. ευρώ (31,3 εκατ. τουρίστες το 2019 και 18,2 δισ. ευρώ έσοδα), υπήρξαν ξενοδοχεία που είδαν ξεκάθαρα τα μεγέθη τους να επιδεινώνονται.
Αυτά ήταν τα ξενοδοχεία των χαμηλότερων κατηγοριών, με κατάταξη από 1 έως 3 αστέρια. Γιατί;
Μικρότερα ξενοδοχεία, σημαίνει μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη. Και όχι μόνο. Τα χαμηλότερων κατηγοριών ξενοδοχεία υστερούν σε αρκετούς δείκτες (πληρότητα, τιμή).
Αυτά εκπροσωπούν το 76% των μονάδων της χώρας. Δηλαδή, πάνω από 7.500 ξενοδοχεία.
Στην έρευνα που παρουσίασε το Ινστιτούτο Τουριστικών Μελετών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΕΕ), ο τζίρος των ξενοδοχείων 1, 2 και 3 αστέρων μειώθηκε κατά 22,3% σε σχέση με το 2019 (από 2,538 δισ. ευρώ στα 1,972 δισ. ευρώ). Την ίδια χρονιά τα ξενοδοχεία 4-5 αστέρων σημείωσαν αύξηση τζίρου κατά 13,1% (από 5,58 δισ. ευρώ στα 6,65 δισ. ευρώ).
Ο «άνθρωπος» και η «αυθεντικότητα» βρίσκονται στην κορυφή των αναζητήσεων –προσωπικών και ταξιδιωτικών– του κόσμου, ως παγκόσμια τάση. Ειδικά στην post-Covid εποχή. Στοιχεία στα οποία η Ελλάδα διατηρεί συγκριτικό πλεονέκτημα, χάρη στις μικρές μονάδες με την προσωπική επαφή στη φιλοξενία.
Αν κρίνει κανείς από το εικαστικό που συνήθως κοσμεί τα διαφημιστικά της χώρας για τον τουρισμό, τα στοιχεία που πρωταγωνιστούν παραπέμπουν στον τόπο, την αυθεντικότητα, την ανθρώπινη επαφή, τη γεύση με προέλευση. Ολα όσα διατίθενται ως εκλεπτυσμένη παροχή, μετά από ενδελεχή έρευνα αγοράς, σε πολυτελή resort, συνθέτουν ή θα έπρεπε να υπάρχουν σε «πρωτόγονη» μορφή και στη φύση των ξενοδοχείων χαμηλότερων κατηγοριών.
Οπότε, τι κάνουμε για να τα διαφυλάξουμε;
Την ίδια στιγμή τίθεται ένα ερώτημα: ποια πρέπει να είναι η προσφορά καταλυμάτων στη χώρα την επόμενη δεκαετία; Ξενοδοχεία μεγάλης κλίμακας, της τάξης των 4 και 5 αστέρων;
«Αυτή τη στιγμή τα ξενοδοχεία 1 και 2 αστέρων αγοράζονται για να γκρεμιστούν και να γίνουν 4 και 5 αστέρια» λέει τουριστικός παράγοντας.
Ωστόσο, υπάρχει ζήτηση για niche ξενοδοχεία σε αγορές ειδικού ενδιαφέροντος. Αλλά και γενικότερα, υπάρχουν ταξιδιώτες που δεν επιθυμούν να περάσουν τις διακοπές τους σε ένα ξενοδοχείο ή συγκρότημα 100 δωματίων και άνω, είτε επειδή δεν τους αρέσει να βρίσκονται ανάμεσα σε πολύ κόσμο, είτε επειδή η διασφάλιση της ιδιωτικότητας και του προσωπικού χώρου σε τέτοιου είδους ξενοδοχειακά προϊόντα κοστίζει πολύ ακριβότερα.
Είναι εκείνοι που επιθυμούν –ίσως και να νοσταλγούν– το οικογενειακό ξενοδοχείο, την οικειότητα του ανθρώπινου μέτρου, την αγνότητα του χειροποίητου, την εντοπιότητα που δεν χρειάζεται επεξήγηση γιατί είναι προφανής. Είναι και αυτοί που προτιμούν ένα καθαρό, τακτοποιημένο και φωτεινό δωμάτιο, χωρίς διακοσμητικές υπερβολές και τεχνολογία αιχμής. Τους αρκούν τα βασικά, για να αποσυμπιεστούν και να αισθανθούν κοντά στη φύση. Και έστω για λίγο να αισθανθούν ότι η ζωή τους είναι απλή. Οσο το να κάνεις μια σαλάτα με λαχανικά που κόπηκαν από το μποστάνι.
Πού; Αυτό είναι η πεμπτουσία της αυθεντικότητας σε πολυτελή ξενοδοχεία. Είναι όμως και τόσο αυτονόητο και απλό να γίνει σε ένα μικρό ξενοδοχείο.
Σε αυτά η Πολιτεία θα πρέπει να κατευθύνει τα εργαλεία της ανάλογα και συμπεριληπτικά. Χωρίς αποκλεισμούς (Αναπτυξιακός, Πράσινη Μετάβαση). Και το ζήτημα δεν είναι να αλλάξουν ή να γίνουν 4 αστέρων, με περισσότερα δωμάτια και άλλο ύφος. Το ζητούμενο είναι να παραμείνουν αυτά που είναι, αλλά στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να έχουν την καθοδήγηση, την αρωγή και τα εργαλεία για να αποκτήσουν προστιθέμενη αξία. Διατηρώντας την αυθεντικότητα και την ταυτότητά τους. Γιατί αποτελούν το 76% των ξενοδοχείων στην Ελλάδα σε επίπεδο μονάδων. Και το 50% σε δυναμικότητα κλινών. Ενώ ουσιαστικά εκπροσωπούν αυτό που λέμε «μικρομεσαία επιχειρηματικότητα» στη φιλοξενία.
Είναι τα ίδια ξενοδοχεία που δυσκολεύονται περισσότερο στην εύρεση προσωπικού, στην κάλυψη των αναγκών από την αύξηση του ενεργειακού κόστους και στη ρευστότητα. Είναι τα ίδια ξενοδοχεία που έχουν τις χαμηλότερες επιδόσεις κατά τους μήνες εκτός αιχμής και είναι αυτά που πλήττονται περισσότερο από την αρρύθμιστη λειτουργία των βραχυχρόνιων μισθώσεων και την έξαρση που υπάρχει σε αυτές, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Δημιουργώντας παράλληλα κρίση στέγης, η οποία καθιστά τους τόπους αφιλόξενους ακόμα και για γιατρούς και δασκάλους.
Είναι τα ίδια ξενοδοχεία που αναλογικά επενδύουν για επισκευές, ανακαίνιση και συντήρηση, μεγαλύτερο ποσοστό του τζίρου τους (10,3% στα 3 αστέρια, 11,7% στα 2 αστέρια και 14,8% στο 1 αστέρι), όπως αποτυπώνεται στη μελέτη του ΙΤΕΠ για το ΞΕΕ. Με την επόμενη να αφορά το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η εξέλιξη των ξενοδοχείων αυτών. Γιατί εκφράζουν ένα μεγάλο μέρος της αυθεντικότητας της χώρας.
Η παγκόσμια αγορά, εξάλλου, το επιβεβαιώνει. Οι διεθνείς αλυσίδες, όταν ξεκίνησαν, δημιούργησαν τα κλασικά, ομώνυμα brands-ναυαρχίδες. Πλέον, οι ίδιες διαμορφώνουν περισσότερα, διαφορετικά ξενοδοχειακά προϊόντα (brands) για να απευθυνθούν και να καλύψουν διαφορετικά κοινά. Για να διευρύνουν με αυτόν τον τρόπο το μερίδιό τους στην αγορά της φιλοξενίας. Από τη στιγμή που υπάρχει κόσμος ο οποίος επιθυμεί και επιλέγει ξενοδοχεία μικρότερα –τύπου έως και 3 αστέρων–, δημιουργείται μια ευκαιρία για τις αλυσίδες ώστε να διεισδύσουν και σε αυτό το καταναλωτικό κοινό.
Δεν είναι τυχαίο το νέο brand της Hilton, με την ονομασία Spark, που έκανε το λανσάρισμά του στις ΗΠΑ. Η στόχευσή του είναι να προσφέρει «με εξαιρετικό τρόπο τα απαραίτητα σε προσιτές τιμές»: καθαρά, άνετα δωμάτια, χρήσιμα amenities, δωρεάν και χορταστικό πρωινό και ένα εξυπηρετικό προσωπικό, το οποίο θα είναι πρόθυμο να βοηθήσει ή να πει «καλωσήρθατε και πάλι».
Μας θυμίζει κάτι;
Είναι αυτό που υπάρχει ήδη σε «πρωτόλεια» μορφή σε χιλιάδες μικρά και μεσαία ξενοδοχεία ανά την ελληνική επικράτεια. Αυτό που του λείπει είναι η ταυτοποίηση και η συνέπεια στα βασικά προαπαιτούμενα. Ακόμα όμως και σε αυτή τη μορφή, υπάγονται σε ελέγχους, τηρούν υγειονομικές προδιαγραφές και εργασιακές συμβάσεις.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, αυτό που συναντά ο κόσμος σε αυτά τα ξενοδοχεία είναι η προσωπική επαφή. Αυτή που είναι λιγότερο corporate και περισσότερο ανθρώπινη. Γιατί εκεί οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτό, συνήθως είναι και ιδιοκτήτες.
Είναι αυτό που στην αρχή προσπάθησε να φέρει το Airbnb και οι βραχυχρόνιες μισθώσεις στα σπίτια που ζούσαν οι ιδιοκτήτες. Μια μύηση στην εμπειρία του τόπου. Μια και στην αρχή έμενες σε έναν χώρο προσωπικό, με τα βιβλία, τα αντικείμενα του ιδιοκτήτη. Για λίγο ζούσες στην καθημερινότητά του και του τόπου του. Πλέον, οι χώροι στις βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι πιο απρόσωποι. Πιο ουδέτεροι, όπως θα έλεγε κάποιος «επικριτικά», ξενοδοχειακοί.
Είναι πλέον ένα ερώτημα αν η μικρή και μέση ελληνική επιχειρηματικότητα στη φιλοξενία έχει μεταφερθεί στις (ευκαιριακές) βραχυχρόνιες μισθώσεις. Χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο, υποχρεώσεις και δεσμεύσεις. «Πώς καθαρίζονται αυτά τα καταλύματα; Εχουν μονάδες εργασίας;», αναρωτιέται τουριστικός παράγοντας. «Είναι τόσο απλό όσο το να καθαρίσω εγώ το σπιτάκι μου; Οχι. Πώς πληρώνονται οι καθαρίστριες;»
Η Ελλάδα έχει παράδοση στην προσωπική φιλοξενία. Αυτό αποτυπώνεται και στις μελέτες, σε ό,τι έχει να κάνει με τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.
Αυτή η προσωπική φιλοξενία πηγάζει και από τα μικρά και μεσαία ξενοδοχεία, όπου ο ιδιοκτήτης βάζει την προσωπική του εργασία και πινελιά. Μια και αυτός είναι ο μέσος ξενοδόχος. Ή η μέση ελληνική οικογένεια που δραστηριοποιείται στη φιλοξενία.
Ποιο είναι το όραμα σε σχέση με τη φιλοξενία; Ελληνική φιλοξενία ή φιλοξενία στην Ελλάδα; Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο – και δεν είναι μόνο η σειρά των λέξεων.
Αυτά τα ξενοδοχεία δεν είναι εντυπωσιακά, είναι όμως οικεία. Ή, τουλάχιστον, έτσι θα πρέπει να είναι. Και έχουν ανάγκη να γίνουν η καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους. Ωστε να έχουν θέση στην αγορά, να αποτελέσουν επιλογή και να προσφέρουν την επιθυμητή εμπειρία.
Αυτό θα καταστεί δυνατό εφόσον η Πολιτεία ενδιαφερθεί πραγματικά για τη διατήρηση του συγκεκριμένου είδους της ξενοδοχίας, το οποίο αποτελεί και την πλειοψηφία των μονάδων στη χώρα.
Πώς οι χαμηλότερες κατηγορίες θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, της αειφορίας και της βιώσιμης λειτουργίας; Η βιωσιμότητα προϋποθέτει την επιβίωση.
Με καθοδήγηση, εργαλεία εκπαίδευσης και συνέργειες που συνδέονται με την αυτοδιοίκηση αλλά και με τη χρηστή διαχείριση του κάθε προορισμού. Με βοήθεια, ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορία, και με στήριξη, για να πιστέψουν στην αξία της ύπαρξής τους.
Ωστε να μην απορροφηθούν και να μη χαθούν από την προσφορά της Ελλάδας στη φιλοξενία, της οποίας αποτελούν βασικό συστατικό.
Σε αντίθετη περίπτωση είναι καταδικασμένες να περιθωριοποιηθούν και να βγουν εκτός αγοράς.
Ακόμα και αν το success story συνεχίζεται.
Γιατί τότε και το success story θα έχει θύματα.