Τώρα που πέρασαν οι φουρτούνες με τον γάμο των ομοφύλων και μέχρι να έρθουν οι επόμενες (που θα έρθουν), για κάποιες ημέρες ακόμη θα απασχολήσει την επικαιρότητα το αγροτικό ζήτημα. Ή μάλλον, όχι το αγροτικό, αλλά οι κινητοποιήσεις των αγροτών.
Νομοτελειακά –και είτε ικανοποιηθούν τα αιτήματα, είτε όχι, ή έστω μερικώς– οι διαμαρτυρίες και οι κινητοποιήσεις θα κοπάσουν και κάπως τα πράγματα θα επανέλθουν σε μία κανονικότητα ή τέλος πάντων, σε μία κατάσταση ιδιόμορφου λήθαργου, όπου όλοι θα ξέρουν ότι υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα, αλλά κανείς δεν θα τολμά να το αγγίξει.
Το μεγάλο ζήτημα που αναδεικνύεται, αυτή τη φορά με τρόπο πολύ πιο σφαιρικό και με χαρακτήρα σχεδόν υπαρξιακό, δεν είναι ούτε το πετρέλαιο των αγροτών, ούτε το ρεύμα τους, ούτε οι αποζημιώσεις τους. Ή τουλάχιστον, δεν είναι μόνο αυτά.
Προφανώς και είναι η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική συνολικά, που –όλοι το βλέπουν αλλά κανείς δεν το λέει, θέλει στην ουσία να εξοντώσει τον αγροτικό τομέα και στρέψει αλλού τις παραγωγικές δυνάμεις. Θα το πετύχει; Θα γίνουν οι αντιδράσεις εντονότερες και σε ευρωπαϊκό επίπεδο πιο συντονισμένες; Θα φανεί. Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι, πάντως αν συνεχίσει έτσι το πράγμα, τα δυστοπικά σενάρια για το τι θα τρώμε σε λίγα χρόνια και ποιος θα το παράγει, θα αρχίσουν να βρίσκουν ακροατήριο.
Σε ό,τι αφορά όμως την εθνική διάσταση του ζητήματος, αναδεικνύονται κάποιες άλλες παράμετροι, που δεν δικαιολογούν κανέναν έπαινο και καμία ικανοποίηση.
Η βασικότερη από αυτές τις παραμέτρους είναι η περίφημη συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας το οποίο υποτίθεται ότι θα άλλαζε και θα εκσυγχρονιζόταν, θα έστρεφε το βλέμμα στο μέλλον και θα εξασφάλιζε, έστω σε έναν βαθμό, μία κάποια αειφορία – ταιριαστή λέξη και με τα αγροτικά.
Τι έχει αλλάξει στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας και ποιες ενδείξεις υπάρχουν ότι η όποια αλλαγή είναι μελετημένη και βιώσιμη;
Ας μη γελιόμαστε, δεν έχει αλλάξει τίποτε. Η μεγάλη στροφή των τελευταίων ετών γίνεται στο τουρισμό και ό,τι έχει να κάνει με αυτόν και στα ακίνητα και ό,τι έχει να κάνει με αυτά. Στον τουρισμό και τις παραφυάδες του απασχολούνται και θέλουν να απασχολούνται δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι και νέες, στα ακίνητα επενδύουν μεγάλοι και μικροί παράγοντες και την ίδια στιγμή τα χωράφια ρημάζουν, οι σοδειές λιγοστεύουν και ελάχιστοι κατανοούν ότι κάπου όλα αυτά «τρακάρουν» μεταξύ τους και μάλιστα με κάπως βίαιο τρόπο.
Για παράδειγμα, ποια εθνική πολιτική υπάρχει (ναι, ακόμη και με χαρακτήρα υποχρεωτικότητας και επί ποινή), ότι τα εκατομμύρια των τουριστών που συρρέουν κάθε χρόνο, θα ταΐζεται αποκλειστικά με ελληνικά προϊόντα; Μιλώντας δηλαδή για τις μεγάλες αλυσίδες και τις οργανωμένες επιχειρήσεις του κλάδου.
Ή ποια μελέτη έχει γίνει για τα προϊόντα και τις καλλιέργειες που θα πρέπει η Ελλάδα να παράγει κατά προτεραιότητα, είτε για εγχώρια κατανάλωση, είτε για εξαγωγή;
Και υπό αυτό το πρίσμα, πώς έχει οργανωθεί η ελληνική αγορά και πώς ελέγχεται ένα από τα ισχυρότερα καρτέλ που υπάρχει στη χώρα, αυτό των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ.
Είναι απλώς κάποια ρητορικά ερωτήματα, με δυσάρεστες απαντήσεις. Με τις οποίες όμως θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μαθηματική ακρίβεια, εκείνη, τη μία χρονιά, που ο τουρισμός δεν θα πάει και τόσο καλά.