Κι όπως ανοίγω το παντζούρι μου πρωί πρωί, 6.44, έχω στοιχείο και τη φωτογραφία που τράβηξα, στα μάτια μου τεράστιο, ένα ολόφωτο φεγγάρι. Φεγγάρι που ξεχάστηκε και έφτασε μέχρι μέρα. Και στάθηκε επάνω στο ακροκέραμο ενός σπιτιού δίπλα. Και μου θύμισε ξενύχτια, παλιά ξενύχτια, που αποχωρούσαμε έχοντας κρατήσει τη μουσική που βούιζε στ’ αφτιά μας για ώρες και τα γέλια μιας παρέας.
Το ξημέρωμα λέγονται τα πιο ωραία αστεία, να το ξέρετε. Τα νυσταγμένα αστεία.
Κι όπως το κοίταζα, λες και δεν είχα ξαναδεί φεγγάρι… Αλλά ήταν σε ξεκούδουνη ώρα. Σαν μια δική του αταξία, ένα σκασιαρχείο. Ξεμυαλίστηκε, έχασε την ώρα. Κι είπε να δει πώς είναι να φωτίζεις και των ανθρώπων τη μέρα! Και αλήθεια, αναγνώστες μου, εκείνη τη στιγμή από κάθε πόρο του δέρματός μου βγήκε ένα «ευχαριστώ» ευγνωμοσύνης για το λαμπρό του θέαμα.
Μου πρόσφερε μια αποτοξίνωση έπειτα από τόσες και τόσες μέρες δηλητηρίων. Τι ακούμε κάθε μέρα! Και πόσα σπουδαία αδικούμε χώνοντας τη μύτη σε υπονόμους; Αυτόν τον καιρό ετοιμάζω μια σειρά από ρεπορτάζ. Ανθρωποκεντρικά. Σε ένα από αυτά αναρωτιέμαι, πότε προσδιορίζεται ότι αρχίζει το γήρας. Το ωραίο και το ζόρικο του γήρατος. Αυτή η σύμβαση ζωής. Αν θέλεις να ζήσεις, πρέπει να αποδεχτείς ότι θα γεράσεις. Και πάλεψε όσο θες να το ωραιοποιήσεις.
Εχει και ωραία. Εχει και μαγικά. Εχει σε υπερθετικό βαθμό αυτά που ενέχεις. Αλίμονο! Πώς αλλιώς; Δεν υπάρχει χρόνος για νέες «αγορές». Μόνο ό,τι έχεις στα ντουλάπια της ψυχής σου.
Ε λοιπόν… Κοιτάζοντας της μέρας το φεγγάρι… Να του προλάβουμε όλα τα «ευχαριστώ». Τόσες στιγμές μας που συντρόφεψε. Νύχτες και νύχτες. Εφτασε να φωτίσει και τη μέρα.
Πού είστε, γιαγιάδες, μιας άλλης εποχής, με τις παροιμίες σας; Λάθος, λάθος τα λέγατε… «Οποιος τις νύχτες περπατεί…». Οποιος τις μέρες περπατεί… Η μέρα είχε ανέκαθεν το θέμα.