Δεν ήταν μόνο ότι βοηθούσε το όνομα. Ηταν κυρίως η αίσθηση εγγύτητας, η αύρα, η οικειότητα και εντέλει η αναγνώριση. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο γαλόνι, μεγαλύτερο παράσημο για κάθε καλλιτέχνη από το να τον φωνάζει ο κόσμος όλος με το μικρό του όνομα.
Ποιος, γνωστός ή άγνωστός του, να τον αποκάλεσε Ιακωβίδη; Μόνον Αγάθωνα τον φώναζαν κι ίσως είναι από τους τελευταίους που αξιώθηκαν τέτοια τιμή. Κι ήταν εκεί και απαντούσε με όλη την εξάρτυση των αμετακίνητων επιλογών μιας ζωής ολόκληρης: ακάματος ερευνητής και βαθύς γνώστης –από τη δεκαετία του 70 ακόμη– σπάνιων αρχείων του ρεμπέτικου, που όχι μόνον το μελέτησε ως την παραμικρή λεπτομέρεια, αλλά είχε και τα εκφραστικά μέσα και τη σκευή για να το τραγουδήσει. Η πιστότητα και η αισθητική αφοσίωση ήταν αγώνας ζωής για τον μικρό ψαλτάκο από τον Ευαγγελισμό της Βόλβης, που έκρυβε επιμελώς κάτω απ’ τις μουστάκες και τον «ανθηρόστομο» λόγο.
Ο Αγάθων μπορούσε μέρες να μιλά για μυθικά πρόσωπα του ξεχασμένου ελληνικού Μεσοπολέμου, σαν τον Σκαρβέλη, τον Κάβουρα, τον Τούντα και τον Γιοβάν Τσαούς, για κουρδίσματα και τσαλκάντζες –δάσκαλος και μαθητής την ίδια ώρα, γιατί τον συνάρπαζε η διαφωνία. Περίπου δίωρο ήταν ο χρόνος που χρειαζόταν, ως μάστορας του τραγουδισμένου λόγου, για ν’ αναλύσει σε κάθε πτυχή τον άθλο του τεχνικής του τραγουδίσματος του «Μανέ της καληνυχτιάς», ενώ απ’ την άλλη μια κάθοδος με τρένο προς Αθήνα ήταν απαραίτητος χρόνος για να αιτιολογήσει πλήρως τον σεβασμό για τον αξεπέραστο Μανώλη Χιώτη, που, ναι, αυτός του «αμόλυντου ορθόδοξου» ρεμπέτικου εκτιμούσε αφάνταστα.
Γι’ αυτό και η παρακαταθήκη του Αγάθωνα είναι σπουδαία: πρόσωπα, αισθητική και τραγούδια, που είχαν κρυφτεί στη σκόνη του χρόνου, έγιναν με την έρευνα και τις επανεκτελέσεις του γνωστά και οικεία σε νεότερες γενιές μουσικών και ακροατών και αυτή ήταν η περηφάνια του, ο άθλος του, το λιθαράκι του.
Ανθρωπος με γωνίες, με πλάγιο βλέμμα στη ζωή αλλά και σπάνιο βιτριολικό, λεξιλαγνικό χιούμορ, δεν υπέκυψε σε αγοραία κελεύσματα ευκολίας –απεναντίας, τα υπονόμευε την ίδια στιγμή, πληρώνοντας το τίμημα. Τι είν’ το τα-ξίδι μπροστά στο τα-λάδι…
Απρόσμενα τελείως (αν και από αρχαία χρόνια είχαμε από βρεθεί στο ίδιο πατάρι-μπαλκονάκι) «μας βρήκε τρικυμία» όχι στην Εγνατία, αλλά εκτός του ενυδρείου μας, στη Γιουροβίζιον του 2013 με το «Alcohol is free» και τους Κόζα Μόστρα. Σαν «πενταήμερη» και μόνον το είδαμε. «Βασιλάκη» βάφτισε τον τότε εκπρόσωπο του Αζερμπαϊτζάν (κι αυτός απαντούσε) και αποκαλούσε «ναμικιόρη»(=αχάριστο, αχόρταγο) έναν κορδωμένο δισκοπαράγοντα, που από άγνοια του έγνεφε καταφατικά.
Τον φώναζαν με το μικρό, τον φώναζαν Αγάθωνα: το γράφεις, το βλέπεις, το ξαναβλέπεις, και δεν γίνεται να το χωνέψεις. Αυτός ο αλήτης ο Αόριστος, έστω και διαρκείας, δεν παλεύεται, δεν αντέχεται και, δυστυχώς, γαμώτο δεν αλλάζει.