Η γυναίκα ήταν πολλών ετών. Τόσων, όσο χρειάστηκε η επιδερμίδα της να ξεκολλήσει από πρόσωπο και σώμα και να κρέμεται στο τσακ της παρουσίας ενός εύθραυστου παρόντος της. Περπατούσε με τέτοιο τρόπο, βήμα- βήμα, αργά- αργά και με μια ανασφάλεια στο βλέμμα για το που πατούσε κάθε φορά το πόδι της, που αγχώθηκα φρικτά. Το παθαίνω συχνά με γερασμένους ανθρώπους. Πώς έφτασε ως εδώ; Αλλά και πώς θα γυρίσει σπίτι της; Θα γυρίσει σώα και αβλαβής; Μα, δεν έχει κάποιον να τη συνοδεύει;
Πίεζα τον εαυτό μου να μην τη σκέφτεται αλλά ξανά τη μελετούσα ενώ της χαμογέλασα και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Με τεράστια προσοχή και μελετημένες κινήσεις κάθισε σε μια ελεύθερη καρέκλα. Ουφ! Ξένοιασε κι αυτή κι εγώ. Μελέτησα πια το προσωπάκι της που είχε απλώσει παλιομοδίτικη πούδρα και είχε ακουμπήσει ένα κραγιόν στα χείλη, όπου την πήγε το τρεμάμενο χέρι. Αλλού τα χείλη, αλλού γι’ αλλού το κραγιόν. Τα μαλλάκια της ήταν χτενισμένα μπροστά, όσο έβλεπε δηλαδή στον καθρέπτη αλλά ήταν ανασηκωμένα πίσω όπως από μαξιλάρι, γιατί δεν άντεχε ως πίσω το χέρι. Ήταν περιποιημένη, όσο μπορούσε να είναι, και αυτό με συγκίνησε πολύ. Με συγκίνησε ως αγώνα μάχιμου ατόμου. Έμοιαζε, ότι είχε αποφασίσει να παίξει τη ζωή μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτό της.
Της ξαναχαμογέλασα. Μου ξαναχαμογέλασε ενώ έπαιξε το χαρτάκι στα χέρια της και είδα το νούμερο της σειράς της. Ου! Θα έπρεπε να αφιερώσει μια μέρα! Άνοιξε την τσαντούλα της και έβγαλε μια βεντάλια. Την ανάδευσε και αναστέναξε γλυκά, ανακουφιστικά, κοριτσίστικα. Μετά από λίγο όμως, στέριωσε τη ζακετούλα της καλύτερα στους ώμους της γιατί ένοιωσε ότι το air-condition θα την πούντιαζε.
Μετά, εμένα με φώναξε ο Χρήστος από ένα γραφείο. Σε όλους δηλαδή φώναξε αλλά έπιασα με το βλέμμα μου, ότι εμένα κυρίως αφορούσε. Είχε δει λαοπλημμύρα και ήθελε να δώσει έναν άλλο ρυθμό εξυπηρέτησης. Αλλά περιέργως, μόνο εγώ έμοιαζε να θέλω να ξεκουνήσει το πράγμα… Αμήχανα λοιπόν κάθισα στο γραφείο του και πρόθυμα με εξυπηρετούσε. Ωστόσο με το που του έδωσα τα χαρτιά μου ανασηκώθηκα πάλι -τον ασύχαστο!- και πλησίασα την πολλών ετών γυναίκα, δίνοντάς της το δικό μου χαρτάκι, που μου ήταν πλέον άχρηστο.
«Σας παραχωρώ τη σειρά μου», της ψιθύρισα. Και τότε στα μάτια της διέκρινα ταραχή. Αναντίστοιχα τα χείλη της, σε ένα υποτυπώδες, συγκαταβατικό, μουδιασμένο χαμόγελο, καθόλου γενναιόδωρο ενώ τα μάτια έγραφαν «Όχι, δεν το θέλω και τόσο το χαρτάκι σου». Κοντοστάθηκα. Δεν ήξερα τι να το κάνω πια το διαολοχαρτάκι. Τι συμβαίνει γαμώτο; Να το φάω; Να το καταπιώ; Της είπα «Αν βέβαια θέλετε, το χρησιμοποιείτε» και αυτό, η επιλογή ενός «Αν», την ανακούφισε.
Ξαναπλησίασα στον Χρήστο με την απορία μέσα μου, ενώ εκείνος μου έτεινε τα χαρτιά για υπογραφή και μέσα στα χείλη του, και με τις κόρες των ματιών του πέρα δώθε, μην και προδοθεί… Η στάση του με γύρισε στα μαθητικά θρανία, τότε που μουρμουρίζαμε το μάθημα σε κάποιον που δεν το ήξερε και με έπιασε νευρικό γέλιο, αυτό μας έλειπε… Τι αστείος που ήταν!… Ο Χρήστος μού είπε συνθηματικά «κατάλαβες ότι τη σκότωσες!» και ‘γω μούδιασα και τεντώθηκα πάνω του να καταλάβω. «Ξέρεις τι είναι, για μοναχικό άνθρωπο, μια μέρα στην τράπεζα; Της χάλασες την έξοδο».
Τότε κατάλαβα. Τότε συναρμολόγησα μέσα μου κάτι, που παρατηρώ εδώ και καιρό. Από την ώρα των capital control οι τράπεζες μοιάζουν με ΚΑΠΗ. Ελάχιστοι επαγγελματικά μάχιμοι τις χρησιμοποιούν για τις συναλλαγές τους. Εκτός από κομβικές μέρες του μήνα… Πάνε πια οι ουρές. Η γυναίκα των πολλών ετών είχε πλέον τεχνηέντως τσαλακώσει το δικό μου χαρτάκι σε μέγεθος χαρτοπόλεμου. Χαμογελούσε, ανάδευε τη βεντάλια της, είχε πιάσει και συζήτηση με ευγενή κύριον παραδίπλα. Ζωή, πουλάκια μου, ζωή! Μέχρι το τελευταίο λεπτό του αγώνα μας. Ότι σκαρφιστεί ο καθένας μας. Είδες; Πόσες αναγνώσεις έχει μια εικόνα της καθημερινότητας μας;