| CreativeProtagon
Απόψεις

Το τοτέμ της «κίτρινης φυλής» αποστρατεύεται

Μαζί με τον Θύμιο Λυμπερόπουλο αποχωρεί και μια ολόκληρη γενιά, εκείνη του ταρίφα με το τσιγάρο και τη φραπεδιά, η γενιά του «πού πας, φιλαράκι; Γλυφάδα; αφήνουμε την κυρία Κηφισιά, και κατεβαίνουμε μετά, έμπα». Και ασφαλώς, η λούμπεν εκδοχή του πελατειακού κράτους. Ποιος είπε ότι τα αντίο έχουν πάντα θλίψη;
Ελευθερία Κόλλια

Η είδηση ότι ο Θύμιος Λυμπερόπουλος αποσύρεται από την προεδρία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ταξί έφτιαξε νέο ορόσημο στη συνδικαλιστική ιστορία του κλάδου. Ο «Θύμιος» είναι σύμβολο και θρύλος, έχει αγαπηθεί και μισηθεί από κόμματα, οδηγούς, κόσμο και κοσμάκη. Είναι τοτέμ της «κίτρινης φυλής» και πρόσωπο ιερό για τις διεκδικήσεις των βιοπαλαιστών του. Κεφάλαιο, από μόνος του. Και φεύγει.

Υπερβολές, θα πείτε. Ομως, για σκεφθείτε: ένα φτωχοπαίδι από τα Πιτσά Κορινθίας, κάπου κοντά στο Ξυλόκαστρο, που έπιασε στα 15 του πρώτη φορά τιμόνι, κι οδήγησε οριστικά ταξί στα 24 του, για να γίνει «ο απόλυτος ηγέτης του» – σε δελτίο Τύπου του ΣΑΤΑ έχει γραφεί, σε κλίμα ευφορίας, όταν ανακοινώθηκε η άνετη επικράτηση του συνδυασμού του, έκτη συνεχόμενη φορά στις εκλογές του σωματείου.

«Είναι αρρώστια το αυτοκίνητο», είχε πει κάποτε ο ίδιος σε συνέντευξή του στο περιοδικό «People». Μόλις και πριν από λίγα χρόνια, έβλεπε ότι οδηγεί ταξί ακόμη και στον ύπνο του. «Οταν νιώθω κουρασμένος και πικραμένος από τις καταστάσεις, μπορεί να πάρω το αυτοκίνητο, να βγω μια βόλτα, να βάλω ένα CD να παίζει –λαϊκά ως επί το πλείστον– και να ηρεμήσω».

«Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Αφιερωμένο. Διότι πάνω από όλα αληθές, κυρίες και κύριοι. Παιδί της λαϊκής Δεξιάς, ο Λυμπερόπουλος διέσχισε τη γαλάζια πεδιάδα της Νέας Δημοκρατίας (ήταν μάλιστα κεντρικό στέλεχος, υπό τον Γιώργο Σουφλιά), για να φθάσει περιπλανώμενος στο κόκκινο φαράγγι, αγκαλιά με τον Αλέξη Τσίπρα, όταν το ζήτημα πλατφόρμες και ταξί υποχρέωσε τα κόμματα να λάβουν θέση. «Ο φίλος μου, ο Θύμιος», τον σύστησε ο τότε Πρωθυπουργός σε φιέστα στο Αιγάλεω, δείχνοντας τον πατερούλη των ταξί.

Δεν είναι τυχαίος ο Λυμπερόπουλος, έχει καταφέρει να βάλει τα ταξί στις λεωφορειολωρίδες, έχει επιτύχει αύξηση στα κόμιστρα, έχει εναντιωθεί στα Μνημόνια, λύνει και δένει, φέρνει ψηφαλάκια, ποιος πολιτικός δεν θέλει τέτοιους φίλους;

Τα ρεπορτάζ της εποχής τον φέρουν, δε, να λέει χοντρά πράγματα – όχι ότι ποτέ αγαπούσε τις γωνίες, αλλά τώρα άγγιζε το προσωπικό του κρεσέντο. Βαφτίζει «Ιούδες Ισκαριώτες» και εχθρό του κλάδου τους ταξιτζήδες που συνεργάζονται με την Uber. Θέλουν κρέμασμα στο Σύνταγμα, διατεινόταν.

Συν τοις άλλοις, προσωποποιεί την κόντρα του με την Taxibeat, επιτιθέμενος στον ιδρυτή της Νίκο Δρανδάκη, χωρίς να διστάσει να παραλληλίσει τους ταξιτζήδες με τις πόρνες του Αμστερνταμ, στα Red Lights, «για να επιλέξει ο πελάτης».

Ο ρόλος του δεν είναι επιδερμικός σε όσα συμβαίνουν σε επίπεδο θεσμοθέτησης. Πηγές τον φέρουν ως απευθείας συνομιλητή του τότε υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Χρήστου Σπίρτζη, σε βαθμό που του επιτρέπεται να παίζει ρόλο στη συγγραφή του προωθούμενου από τον ΣΥΡΙΖΑ νομοσχεδίου, και το οποίο θέτει σαφείς περιορισμούς στις υπηρεσίες μέσα από πλατφόρμες. Ο υπουργός διαψεύδει, πλην όμως ο Λυμπερόπουλος κατ’ ιδίαν το αφήνει να εννοηθεί. Και πάντως το αποτέλεσμα είναι ευνοϊκό για τους κλασικούς ταξιτζήδες.

Τον Νοέμβριο του 2018 λαμβάνει χώρα το εξής κορυφαίο: ως μάρτυρας στη ρήξη Δρανδάκη – Λυμπερόπουλου (ο πρώτος είχε καταθέσει αγωγή κατά του δεύτερου για προσβλητικούς και αναληθείς χαρακτηρισμούς), εμφανίζεται ο ίδιος ο υπουργός. Οι φωτογραφίες Σπίρτζη – Λυμπερόπουλου στην Ευελπίδων θα κάνουν κόσμο να βγει από τα ρούχα του. Ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος κυβερνητικός αξιωματούχος στο πλευρό του γνησιότερου συντεχνίτη του κλάδου, που διαφεντεύει ο πρώτος. Η λέξη «μπανανία» μόνο λίγα μπορεί να αποδώσει.

Ο νόμος Ραγκούση και οι μαντράδες

Ο Λυμπερόπουλος έχει ανοίξει πόλεμο ήδη από το 2011, με αφορμή τον νόμο Ραγκούση και την προσπάθεια απελευθέρωσης των ταξί. Ο ίδιος ο τότε υπουργός Μεταφορών στην κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου θα πει λίγο αργότερα ότι «οι ελάχιστοι που πιστεύαμε στην κοινωνική δικαιοσύνη και στο άνοιγμα των επαγγελμάτων, βρεθήκαμε μόνοι στη γωνία του πολιτικού συστήματος. Μόνοι απέναντι στον κ. Λυμπερόπουλο και μια μικρή ολιγαρχία μαντράδων».

Οι μάντρες συνιστούν ιστορία-αμαρτία για τον κλάδο. Το βαθύ κράτος τους καθορίζει εν πολλοίς και τις εξελίξεις στο προσκήνιο. Είναι αρκετοί οι μαντράδες που κάνουν τους διαμεσολαβητές για την ενοικίαση αδειών – από ιδιοκτήτες που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να δουλέψουν το ταξί. Χονδρικοί υπολογισμοί φέρουν τους μαντράδες με δεκάδες χιλιάδες ευρώ, μαύρα και αφορολόγητα ασφαλώς, κάθε χρόνο στην τσέπη, και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς ανίσχυρους να βγάλουν λαβράκι από την απώλεια εσόδων τεραστίων ποσών. Και όλα αυτά κάτω από τη μύτη των σωματείων, των συνδικαλιστών, του ίδιου του Λυμπερόπουλου.

Ο ίδιος απορρίπτει μετά βδελυγμίας τους ισχυρισμούς πολλών και διαφόρων που λένε ότι έχει πλουτίσει τόσα χρόνια στο κουρμπέτι. Εχει διαψεύσει ότι έχει δεκάδες ταξί στην ιδιοκτησία του, έχει βγάλει τρελούς όσους τον θέλουν να ζει πλουσιοπάροχα. Πριν από εννέα χρόνια, έλεγε ότι ζει στα Σεπόλια, σε διαμέρισμα που το πήρε με γραμμάτιο το 1993, και μόλις είχε καταφέρει να το ξεχρεώσει. Παντρεμένος από τα 22 του με τη «Λίτσα», με δύο θυγατέρες που κατάφερε και τις σπούδασε «με δάνεια».

Ο Θύμιος Λυμπερόπουλος δεν φανταζόταν ότι θα εξελιχθεί σε ΣΑΤΑρχη και θρύλο των ταξί. Ποδοσφαιριστής ήθελε να γίνει, διότι ήταν άσος όταν έπαιζε στα 14 του στον Ηρακλή Ξυλοκάστρου – αλλά ας όψονται το μεροκάματο και η βιοπάλη. Κάτι μου λέει ότι και η φροντίδα για την παρατεταμένα σκούρα κόμη του είναι ποδοσφαιρικής εμπνεύσεως, με ίνδαλμα έναν Μπαλοτέλι, έναν Σισέ, έναν Λογιόλα.

Οπως και να ‘χει, ο κ. Λυμπερόπουλος κατευθύνεται στον πάγκο. Μαζί του, συμβολικά αποχωρεί και μια ολόκληρη γενιά, εκείνη του ταρίφα με το Mάλμπορο και τη φραπεδιά, η γενιά του «πού πας, φιλαράκι; Γλυφάδα; αφήνουμε την κυρία Κηφισιά, και κατεβαίνουμε μετά, έμπα». Και ασφαλώς, η λούμπεν εκδοχή του πελατειακού κράτους.

Ποιος είπε ότι τα αντίο έχουν πάντα θλίψη;