Οσοι νομίζουν ότι οι εκλογές τελείωσαν, ότι «ο πρώτος γύρος κρίθηκε» ή ότι η ενισχυμένη αναλογική θα κάνει τα πράγματα πιο ξεκάθαρα από ό,τι σήμερα, προφανώς πρέπει να στρωθούν στο διάβασμα, γιατί απλώς οι εκλογές της περασμένης Κυριακής ουδόλως συνδέονται με εκείνες που θα έρθουν την 25η Ιουνίου. Σαφώς και οι εκλογές της 21ης Μαΐου έστειλαν διάφορα –αναγκαία και ηχηρά– πολιτικά μηνύματα, ήταν ένα δημοψήφισμα για το πρόσωπο του Πρωθυπουργού, αλλά σχετικά με το ποια κυβέρνηση θα μας κυβερνήσει είναι σαν να μην έχουν γίνει.
Και αυτό γιατί ο εκλογικός νόμος της ΝΔ του 2020, με τον οποίο διόρθωσε την απλή αναλογική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κατάργησε μεν την απλή αναλογική, δεν την έκανε όμως όσο ενισχυμένη ήταν όταν εξελέγη ο ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, καθώς περιόρισε το μπόνους από 50 σε 40 έδρες, και μόνο αν το πρώτο κόμμα φτάσει το 25%.
Ας πάρουμε, λοιπόν, το υποθετικό σενάριο ότι στην αναμέτρηση της Κυριακής 25 Ιουνίου είχαμε ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα της περασμένης Κυριακής. Τότε η ΝΔ θα είχε 171 έδρες, αντί 146 που έχει σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ 61 από 71, ενώ το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής θα εξέλεγε 34 βουλευτές, αντί 41 που εξέλεξε από την κάλπης της περασμένης Κυριακής.
Η εκτίναξη του αριθμού των βουλευτών της ΝΔ, σε αυτό το σενάριο, θα οφειλόταν στο γεγονός ότι η ΝΔ την περασμένη Κυριακή ξεπέρασε το κατώφλι του 40%, που δίνει το δικαίωμα στο πρώτο κόμμα να πάρει όχι 40, αλλά 50 έδρες του μπόνους. Τότε, δηλαδή, που ο νόμος του 2020 γίνεται «νόμος Παυλόπουλου». Διότι εκείνο που προβλέπει ο ισχύων νόμος είναι πως, όταν το πρώτο κόμμα φτάσει το 25%, παίρνει 20 έδρες, ενώ για κάθε μισή ποσοστιαία μονάδα πάνω από το 25% το πρώτο κόμμα εκλέγει έναν βουλευτή.
Στις εκλογές της περασμένης Κυριακής έμεινε εκτός Βουλής το 16% των ψήφων. Σενάριο σχεδόν ιδανικό για το πρώτο κόμμα. Ας δούμε όμως τι θα συνέβαινε αν η Βουλή είχε περισσότερα από πέντε κόμματα που έχει σήμερα, ενδεχόμενο διόλου απίθανο, καθώς κυρίως η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και δευτερευόντως η «Νίκη» και το ΜέΡΑ25 βρίσκονται μεταξύ 2,6% και 2,8%. Θεωρητικά, δηλαδή, μπορούν να διεκδικήσουν την είσοδό τους στη Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου.
Σε μια υπόθεση εργασίας, αν το ποσοστό της ΝΔ διατηρούνταν στο 40,8% αλλά η Βουλή δεν ήταν πεντακομματική αλλά εξακομματική, τότε ο αριθμός των βουλευτών της θα μειωνόταν από τους 171 σε 167, ενώ αν την είσοδό του επιτύγχανε και έβδομο κόμμα, τότε η ΝΔ θα εξέλεγε 164 βουλευτές. Αντιστοίχως, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, με έξι κόμματα εντός, θα περιορίζονταν από 61 σε 58 και θα έπεφταν σε 56 στην περίπτωση της επτακομματικής Βουλής. Επομένως, από το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής ναι μεν πλήττονται όλα τα μικρότερα κόμματα, αλλά κυρίως το δεύτερο κόμμα.
Τα παραπάνω σενάρια είχαν, όμως, ως δεδομένο ότι η ΝΔ, το πρώτο κόμμα εν προκειμένω, θα πετύχει να έχει στην αναμέτρηση του Ιουνίου τα ποσοστά που κατέκτησε την περασμένη Κυριακή. Τι θα συμβεί όμως αν η ΝΔ πέσει κάτω από το 40% και χάσει τις 10 επιπλέον έδρες του μπόνους; Εκεί τα πράγματα γίνονται πολύ πιο σύνθετα και εξαρτώνται από το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός.
Το 16% των κομμάτων που δεν κατάφεραν να εκπροσωπηθούν ήταν μάλλον μεταξύ των πιο ευνοϊκών, για το πρώτο κόμμα, σεναρίων, όταν κάποιοι έφτιαχναν τον νόμο του 2020. Αν στη μετά την 25η Ιουνίου Βουλή εισέλθει ένα επιπλέον κόμμα, το έκτο δηλαδή, το ποσοστό της αυτοδυναμίας μπορεί να ξεπεράσει αισθητά το 37% και με επτακομματική να πρέπει να φτάσει το 38%. Αρα, καθόλου δύσκολα, η λεγόμενη επαναληπτική αναμέτρηση μπορεί να εξελιχθεί σε θρίλερ και οι θρίαμβοι και οι καταστροφές να αλλάξουν κατόχους.
Γιατί την Κυριακή 25 Ιουνίου, όπως και σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, όταν ανοίξουν τα εκλογικά τμήματα, οι κάλπες θα είναι άδειες.