H εκδήλωση «Απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;» είχε όντως ενδιαφέροντα τίτλο και παρουσίες, αλλά όπως γράφει ο Κώστας Γιαννακίδης στο Protagon δεν έδωσε, όπως αναμενόταν, απαντήσεις. Ισως γιατί το «ποιος» αφορά τελικά εκείνον που θα καταφέρει να μιλήσει, χωρίς να αυτο-οικτίρεται για το παρελθόν, σε όσους ρίχνει «στη θάλασσα» ένα παραγωγικό μοντέλο που -αν δεν διορθωθεί- αφήνει αρκετό χώρο για αντιπολίτευση.
Εύκολο το εγχείρημα; Καθόλου. Παρότι υπάρχουν προϋποθέσεις. Πέρα από τις κοινωνικές συνθήκες, είναι για παράδειγμα ηλίου φαεινότερον ότι ένα ισχυρό τμήμα της εγχώριας «διαπλοκής» καλοβλέπει οτιδήποτε μπορεί να «κοντύνει» τον Μητσοτάκη και αύριο να σταθεί απέναντί του.
Ποια είναι, όμως, τα βασικά προβλήματα του εγχειρήματος, παρότι θεωρητικώς υπάρχουν οι προϋποθέσεις; Ιδού μερικά:
—Πρώτον, παρότι τα στελέχη από ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά απευθύνονται όντως στους μη-προνομιούχους, το κάνουν με έναν τρόπο που οι ενδιαφερόμενοι δεν ακούν. Γιατί δεν ακούν; Διότι τα κομματικά στελέχη στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναμασούν ρητορικά χαλίκια, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να προκύπτει ένα βουητό. Η αφόρητη ξύλινη γλώσσα ακυρώνει το μήνυμα.
—Δεύτερον, η αντιπολίτευση που ασκούν μοιάζει εως τώρα με μια φωτοτυπία της «αντιπολίτευσης των ύβρεων» της περιόδου 2019-2023. Απλά, αυτή τη φορά οι ύβρεις είναι διατυπωμένες με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση. Κοινώς αναθεματίζουν στο πρόσωπο του αντιπάλου τους την κακή τους τύχη που τους κέρδισε, χωρίς να αντιλαμβάνονται πώς και γιατί συνέβη αυτό.
—Τρίτον, το εγχείρημα δεν θα είναι ούτως ή άλλως «περίπατος στο πάρκο». Διότι ο αντίπαλος, ο Μητσοτάκης, διαθέτει και την εμπειρία και τον χρόνο να ισορροπήσει τα πράγματα και να μιλήσει πρώτος σε όσους αισθάνονται ότι αδικούνται. Ας ρίξει μια ματιά κανείς στα ποσοστά της ΝΔ στη Β’ Πειραιά στις εκλογές του 2023 και θα το διαπιστώσει.
Ας δούμε τη μεγάλη εικόνα που αντιλαμβάνεται ο μέσος πολίτης ο οποίος δεν ασχολείται με «προτσές ανασυγκρότησης», «ιδεολογικές φυσιογνωμίες» κλπ.
Τεσσεράμισι χρόνια μετά το 2019, οι φόροι είναι λιγότεροι, η γραφειοκρατία κάπως μειωμένη (μέσω egov), η χώρα είναι ασφαλής και η ανεργία μειώνεται. Στην οικονομία δεν υπάρχει -αυτή τη στιγμή- κίνδυνος χρεοκοπίας και μνημονίων, ούτε απώλειας καταθέσεων. Υπάρχουν άλλα προβλήματα, πολύ σοβαρά, όπως η ακρίβεια, η στέγη και οι χαμηλοί μισθοί, αλλά πέραν των προηγούμενων, υπαρξιακού χαρακτήρα κινδύνων.
Αντί λοιπόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να αναγνωρίσουν ότι ο Μητσοτάκης δημιούργησε μια νέα βάση και να εστιάσουν στα προβλήματα, εκφράζουν ακόμη εκνευρισμό που οι δυνάμεις του σύμπαντος επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο. «Αφού συνέβη βρε παιδιά», θα έπρεπε να πει κάποιος. Αλλά πάλι, ποιος μιλάει απλά σε ιδεολογικό-πολιτικές συνάξεις;
Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που όταν ο Μητσοτάκης είπε τη λέξη «σταθερότητα» προ των εκλογών του 2023, οι πολίτες κατάλαβαν ακριβώς τι εννοούσε: Να μη χάσουμε όσα κερδίσαμε, τη σταθερότερη βάση στην οποία πατάμε μετά τη δεκαετία των μνημονίων. Τόσο απλό ήταν και ήταν επόμενο όσοι πυροβολούσαν το κλαδί που πατούσαμε να θεωρηθούν εκτός θέματος.
Το ίδιο σαφή είναι και τα προβλήματα του παραγωγικού μας μοντέλου όπως έχει διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες και τώρα κάποιες επιλογές (ή καθυστερήσεις) της κυβέρνησης ενισχύουν τις αρνητικές του όψεις. Το εξήγησε ο Κώστας Σημίτης, που μιλάει απλά και κατανοητά, πριν από ένα χρόνο στην «Οικονομική Επιθεώρηση».
Ανέφερε μεταξύ άλλων ο πρώην πρωθυπουργός ότι «στο παραγωγικό μας μοντέλο εξακολουθεί να είναι μεγάλη η εξάρτηση από τον τουρισμό». Σημείωσε επίσης ότι «στις περισσότερες περιπτώσεις κυριαρχούν οι επενδύσεις στο real estate και τα deals κερδοσκοπικών funds, τα οποία μάλιστα συχνά χρηματοδοτούνται με δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες! Δηλαδή, με τα εθνικά μας κεφάλαια οι ξένοι αποκτούν τον έλεγχο της οικονομίας μας».
Ενα παράδειγμα μπορεί να αναδείξει τον χώρο που υπάρχει για ουσιαστική αντιπολίτευση: Εστω ότι αγοράζει ένας ξένος επενδυτής μια παραθαλάσσια έκταση στο Ιόνιο ή στις Κυκλάδες και με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης χτίζει ένα πεντάστερο ξενοδοχείο. Η γύρω περιοχή αναζωογονείται αλλά ο εργαζόμενος στο ξενοδοχείο περνάει τη σεζόν με 900 ευρώ τον μήνα και κοιμάται μαζί με άλλους πέντε σε ένα άθλιο κατάλυμα. (Στην ίδια ή ανάλογη θέση με τον εργαζόμενο βρίσκονται και οι δημόσιοι λειτουργοί -γιατροί, δάσκαλοι, καθηγητές, δικαστές, ένστολοι- που καλούνται να υπηρετήσουν στις τουριστικές περιοχές)
Ο εργαζόμενος δεν διαθέτει ακίνητα, ζει στο νοίκι (που γίνεται όλο και πιο ακριβό λόγω των ξένων επενδύσεων στο real estate και ευρύτερα των Airbnb) ενώ βασίζεται στη δημόσια Παιδεία και τη δημόσια Υγεία (όπου η κατάσταση δεν βελτιώνεται) για τον εαυτό του και τα παιδιά του. Ποιο απτό όφελος βλέπει ο ίδιος από τη μεγάλη επένδυση που στηρίζει την εθνική οικονομία, πέρα από το γεγονός ότι δεν είναι άνεργος;
Επομένως, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ένα τμήμα της μεσαίας τάξης να μείνει πίσω. Ενώ και σε επίπεδο περιβαλλοντικό και χωροταξικό, κάθε χρόνο αντιλαμβανόμαστε ότι οι πόροι αυτού που αποκαλούμε «Ελλάδα» και «ελληνικό καλοκαίρι» δεν είναι απεριόριστοι. Ιδίως σε τόπους που έχτισαν την παγκόσμια ακτινοβολία τους χάρη στην μικρή κλίμακα, την απλότητα και το μέτρο.
Το πρόβλημα για τα τρία κόμματα που αναζητούν τον «αντί-Μητσοτάκη» είναι πως οι άνθρωποι του μεσαίου χώρου που αισθάνονται ότι μένουν πίσω, ακόμη κι αυτοί που φοβούνται ότι σύντομα δεν θα υπάρχει για εκείνους (πέρα από αξιοπρεπή στέγη, περίθαλψη και παιδεία) ούτε προσιτός τόπος διακοπών και παραλία για να επισκεφθούν με τα παιδιά τους, περιμένουν από τον Μητσοτάκη να προλάβει αυτή την εξέλιξη και να βρει μια λύση.
Διότι, πολύ απλά, δεν καταλαβαίνουν αυτά που ακούν από την άλλη πλευρά ή κλείνουν αμέσως τα αυτιά τους μόλις τους πλησιάσει το «βουητό» των μεταπολιτευτικών κλισέ.