Ενας από τους διαλόγους που επαναλήφθηκαν πλειστάκις στο κοινοβούλιο την προηγούμενη περίοδο όταν συζητούσαμε για θέματα που άπτονταν του χαρτοφυλακίου μου, αυτό του σύγχρονου πολιτισμού, πήγαινε περίπου ως εξής:
- Δεν έχετε κάνει τίποτα για τους καλλιτέχνες, δεν έχετε δώσει καμία στήριξη, τους έχετε αφήσει αβοήθητους κ.λπ.
- Στηρίξαμε με μισό δισ. τον κλάδο στην πανδημία, υπερδιπλασιάσαμε το ποσό των επιχορηγήσεων, μειώσαμε το τέλος επιτηδεύματος, μειώσαμε τον ΦΠΑ κ.λπ., παραθέτοντας πάντοτε δεδομένα και στοιχεία.
- Αραδιάζονται μονίμως νούμερα, τα νούμερα δεν έχουν σημασία.
Κάθε διάλογος ήταν σαν να γίνεται με μουσική υπόκρουση το «τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο / συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω / τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, διαχρονικά, και ως (κακή) κυβέρνηση και ως (κάκιστη) αντιπολίτευση δεν στήριξε ποτέ την επιχειρηματολογία του σε δεδομένα ή σε στοιχεία. Αντιθέτως, όταν τα δεδομένα και η πραγματικότητα αντέκρουαν το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ και δεν τον βόλευαν, απλώς απορρίπτονταν ή αποσιωπούνταν.
Ακόμα και λίγο πριν τις εκλογές, όταν παρέθεσα μία σειρά επίσημων οικονομικών δεδομένων που για οποιονδήποτε άλλον κλάδο θα αποτελούσαν απόδειξη αδιαμφισβήτητης ανάπτυξης και στήριξης των ανθρώπων του (αύξηση πολιτιστικής απασχόλησης κατά 11,6%, αύξηση κύκλου εργασιών του κλάδου κοντά στο 30%), το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι «ευημερούν οι αριθμοί και υποφέρουν οι άνθρωποι», πετώντας για ακόμα μια φορά την μπάλα στην εξέδρα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε έτσι, χωρίς τεκμηρίωση, χωρίς στοιχεία, χωρίς αποδείξεις, όχι μόνο κατά της κυβέρνησης, αλλά και για να οικοδομήσει τη δική του κυβερνητική πρόταση προεκλογικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να πουλήσει ένα προεκλογικό πρόγραμμα πλειοδοτικό, το οποίο όμως έμπαζε από παντού, καθώς δεν είχε κοστολογηθεί και αντανακλούσε τη γνωστή τσίπρεια λογική ότι όλα γίνονται «με έναν νόμο και ένα άρθρο». Αλλά το οικοδόμημα ήταν τόσο σαθρό, που στην προφανή ερώτηση «πού θα βρεθούν τα λεφτά;» άρχισε να καταρρέει θεαματικά, με αποκορύφωμα τις δηλώσεις Κατρούγκαλου.
Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι και το ΠΑΣΟΚ παγιδεύτηκε στην ίδια συζήτηση. Δεν ξέρω αν για αυτό κατέβηκε το προεκλογικό του πρόγραμμα από την ιστοσελίδα του, όμως, αν όντως έχει συμβεί αυτό, αντανακλά μια τεράστια προχειρότητα, τόσο στη σύνταξη του προγράμματος όσο και στην επικοινωνιακή διαχείριση της αστοχίας.
Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ παρέβλεψαν κάτι σημαντικό. Οτι στην Ελλάδα έχουμε καεί από τις μεγαλοστομίες και τις αερολογίες, διαχρονικά, ότι η κωλοτούμπα μπορεί να γίνει άπαξ αλλά δύσκολα θα σου δοθεί δεύτερη ευκαιρία, και ότι όταν ακούς πολλά κεράσια, πλέον κοιτάζεις από ποιους φόρους θα προκύψουν.
Με άλλα λόγια, η φερεγγυότητα και η τεκμηρίωση των προτάσεων έχει τόση σημασία όση και το περιεχόμενό τους. Η κοστολόγηση του προεκλογικού προγράμματος, ναι, μπορεί να ακούγεται πολύ πιο βαρετή από έναν φλογερό προεκλογικό λόγο που εναλλάσσει καταγγελίες και υποσχέσεις, κούφιες μεν, ευχάριστες στα αυτιά δε, αλλά έχει σημασία. Πάντοτε όταν υπογράφεις ένα συμβόλαιο, σου λένε να διαβάσεις και τα ψιλά γράμματα γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβεται εκεί. Ομως και οι εκλογές ένα είδος πολιτικού συμβολαίου είναι.
Ισως, λοιπόν, ένα από τα πολλαπλά μηνύματα των εκλογών της 21ης Μαΐου, να ήταν και αυτό: Το τέλος της πολιτικής αερολογίας και η απαίτηση των πολιτών από τους πολιτικούς για υπευθυνότητα, καθώς τους θεωρούν, και ορθώς, υπόλογους και για τα λεγόμενα τους και για τα πεπραγμένα τους.
Ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης είναι τ. υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού