Στη σειρά του Netflix «Το Τέλειο Ζευγάρι», όλες οι γυναίκες, από τη μεγαλωμένη πολωνή οικονόμο έως τις νεαρές φίλες της νύφης του, θέλουν σαν τρελές τον Λιβ Σράιμπερ.
Ο 57χρονος Σράιμπερ παίζει έναν άεργο τύπο που έχει κληρονομήσει κάποια μύρια, πίνει από το πρωί ως το βράδυ μπάφους και ουίσκια στην έπαυλη στα Χάμπτονς, κυκλοφορεί αξύριστος με βερμούδες και φόρμες, είναι τίγκα στη ρυτίδα και το προγούλι και είναι παντρεμένος με την επίσης 57χρονη Νικολ Κίντμαν.
Η οποία Κίντμαν, από την πλευρά της, είναι τίγκα στο τσίτωμα, ξυπνάει και κοιμάται με μαλλί-καούκα και κυκλοφορεί στο σπίτι με πλήρες μακιγιάζ, τουαλέτες και ταγέρ, μια ξανθιά εκδοχή της Τζόαν Κόλινς στη «Δυναστεία», αλλά με καλύτερο πλαστικό χειρουργό και λιγότερες βάτες.
Βλέπεις το ένα επεισόδιο μετά το άλλο και λες, πώ… πολύ κακή ηθοποιός η Κίντμαν, δεν παίζει καθόλου. Μετά καταλαβαίνεις ότι παίζει, αλλά παίζει πίσω από την ακίνητη μούρη, οπότε εσύ δεν το βλέπεις.
Μετά από λίγο μπαίνει στο πλάνο και η Ιζαμπέλ Ατζανί, η οποία στα 69 της έχει δέρμα «αεροδρόμιο», που σημαίνει ότι, όπως και στους διαδρόμους προσγείωσης και απογείωσης, δεν υπάρχει η παραμικρή ρωγμή ή άλλο φυσικό εμπόδιο. Στα αεροδρόμια αυτό έχει συγκεκριμένο νόημα: να μην έχουν πρόβλημα τα αεροπλάνα. Στο πρόσωπο της Ατζανί, πάλι, δεν προσγειώνονται αεροπλάνα, εξ όσων θυμάμαι. Θα μπορούσαν όμως.
Ζηλεύεις, θα πείτε. Βέβαια ζηλεύω. Τον Σράιμπερ, που να κι αν έχει ρυτίδες να κι αν δεν έχει, και αντί να περιφέρεται με γουρλωμένο μάτι από τα μπότοξ και τα τσιτώματα, κοιτάει τους πάντες με ηλίθιο χαμόγελο, ασπρισμένα γένια και κοκκινισμένη μούρη και ΚΑΝΕΙΣ δεν δίνει σημασία. Τον γουστάρουν κιόλας. Είναι το πρότυπό μου αυτός.
Δεν σκοπεύω να κάνω shaming στις γυναίκες που κάνουν αισθητικές επεμβάσεις. Καλά κάνουν και είναι απόλυτο δικαίωμά τους. Δεν είναι εκεί, εξάλλου, το πρόβλημά μου. Το πρόβλημά μου είναι στο γιατί να αισθάνεται η 69χρονη Ατζανί την ανάγκη, αν όχι την υποχρέωση, να είναι «τσίτα», την ίδια ώρα που οι ρυτίδες στους άνδρες συναδέλφους της είναι «γοητεία» από τα 40 τους. Επειδή είναι σταρ και πουλάει εμφάνιση, είναι μια πιθανή απάντηση.
Οι γυναίκες που δεν είναι σταρ; Ή οι γυναίκες σαν την Ελεν Μίρεν, που δεν πουλάνε εμφάνιση; Αυτές δεν κάνουν καριέρα;
Εχω κάνει δύο φορές μπότοξ, σχετικά πρόσφατα κιόλας. Την πρώτη για να μοιραστούμε την αμπούλα με μια φίλη και τη δεύτερη για να δω μήπως κάτι δεν κατάλαβα καλά την πρώτη.
Ωραίο ήταν αισθητικά το αποτέλεσμα· Χίθροου δεν έγινα, αλλά ένα μικρό Τσέσνα θα μπορούσε να προσγειωθεί στο μέτωπό μου. Μετά έπαθα πανικό. Αρχικά, διότι δεν μπορούσα να κουνήσω τίποτε από τα μάτια και πάνω. Οριακά, ούτε τα πάνω βλέφαρα. Σαν να μου είχαν τσιμεντώσει το κούτελο. Δεν είναι πολύ ευχάριστο συναίσθημα, συν ότι έχασα ένα από τα βασικά μου εκφραστικά μέσα, το σήκωμα του φρυδιού, που λέει όσα χίλιες λέξεις. Θα σας δείξω όταν φύγει τελείως το μπότοξ.
Μετά κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, και εκεί που ως τότε αντίκριζα ένα ομοιογενώς «ωχ, πώς ξύπνησες πάλι έτσι;» αποτέλεσμα, ξαφνική η μισή ήμουν εκθαμβωτική 40άρα και η άλλη μισή 58άρα με χανγκόβερ και νεύρα. Είναι όπως όταν βάφεις το σπίτι σου. Αν ασπρίσεις έναν τοίχο, οι άλλοι τρεις δείχνουν αίφνης βρωμεροί και τρισάθλιοι, που ίσως να μην είναι και τόσο.
Αρχίζουν, λοιπόν, και σου μπαίνουν διαόλια: Να τράβαγα και λίγο τον λαιμό; Να σήκωνα και τα μάγουλα; Να μίκραινα και τη μύτη; Χμ… Μήπως επιτέλους να έβαζα κι εκείνο το βυζί; Δεν έχει τελειωμό αυτό. Λεφτά να έχεις –πολλά λεφτά– και όρεξη.
Μόλις φτιάχνεις το ένα, κάνει «μπαμ» το άλλο. Και ώσπου να τα φτιάξεις όλα, έχουν πέσει πάλι τα πρώτα και πάμε από την αρχή. Πάρα πολύ αγχωτικό για τα δικά μου στάνταρ όλο αυτό.
Ασε που πας στον δερματολόγο να σου τσιτώσει το κούτελο και αυτός αρχίζει: «ΠΑΛΙ έκατσες στον ήλιο; Κάνει ρυτίδες ο ήλιος». Ασε μας πουλάκι μου. Και τι θα γίνει άμα έχω ρυτίδες στα 58; Δεν θα με πάρει για μοντέλο ο Αρμάνι; Αυτός, 100.000 χρόνων, γιατί κάθεται όλη μέρα στους ήλιους και είναι σαν πατζάρι;
Τι άλλο; Δεν θα με θέλουν οι άνδρες άμα δεν είμαι τσιτωμένη και φρέσκια; Δεν πειράζει, ούτε εγώ τους θέλω αυτούς τους άνδρες που μετράνε τις ρυτίδες.
Του λες ψέματα, λοιπόν, του δερματολόγου, για να μη σε κράζει, «όχι γιατρέ, εγώ πάντα καπέλο και κρεμούλα», κι ας έχεις κάτσει τρεις μήνες ξεροσφύρι στον ήλιο σαν ιθαγενής της Πολυνησίας.
Πέρα από κάθε αστείο, πάντως, η πίεση προς τις γυναίκες είναι τεράστια να «διατηρούνται» (πολύ σιχαμένη λέξη, λες και είσαι κρέας στην κατάψυξη), γεγονός που πλέον έχει κάνει ακόμη και κορίτσια στην εφηβεία και στη μετεφηβεία να αρχίζουν τις επεμβάσεις. Ανατριχιαστικό το βρίσκω αυτό. Προφανώς βοηθάνε και τα social, ανεβάζοντας στα ύψη τον ναρκισσισμό και τον ανταγωνισμό για την καλύτερη «ψεύτικη» πρόσοψη. Η κουλτούρα της βιτρίνας.
Είναι τεράστια η βιομηχανία των αισθητικών επεμβάσεων. Για το 2023 τα έσοδά της ήταν 76 δισ. δολάρια, διαβάζω, σε παγκόσμιο επίπεδο, και αυτά είναι μόνο τα δηλωμένα. Η προβολή λέει ότι μέχρι το 2035 θα φτάσει τα 212,5 δισ. – στο οποίο θα βοηθήσουν πολύ οι αναδυόμενες αγορές, η Κίνα και ο αραβικός κόσμος.
Θα γίνουμε ένας πλανήτης γεμάτος από πλαστικές γυναίκες που θα περιφέρονται ανάμεσα σε «γοητευτικούς» ώριμους άνδρες με λευκούς κροτάφους, κοιλιές και ρυτίδες, αδιάφορους για τα σημάδια της ηλικίας τους, οι οποίοι θα επιλέγουν τον πιο λείο διάδρομο προσγείωσης. Οπως ακριβώς και στο Instagram, κανείς δεν θα δίνει σημασία στην πραγματικότητα κάτω από τα «φίλτρα», ούτε φυσικά και στο περιεχόμενο.
Εμένα δεν μου φαίνεται πολύ υπέρ των γυναικών αυτό. Εχουμε κάνει πολλούς κόπους οι γυναίκες για να γίνουμε αποδεκτές για πράγματα πέραν της εμφάνισής μας, δεν είμαστε –υποτίθεται– πλέον εκείνες που πουλούσαν ομορφιά και νοικοκυροσύνη για να τις πάρει κάποιος. Είμαστε πολλά παραπάνω από αυτό. Γιατί λοιπόν συνεχίζουμε να έχουμε εμμονές και αγωνίες με την εμφάνιση;
Μπράβο στην Τζένιφερ Λόπεζ που είναι αλφάδι στα 55, αλλά πέραν του ότι ούτε ο Μπεν Αφλεκ δεν άντεξε, εγώ γιατί πρέπει να συγκρίνομαι μαζί της;
Σκέφτομαι, αν είχα αρκετά χρήματα ξαφνικά, θα πήγαινα να σιδερώσω τη μούρη και τον λαιμό; Ή θα ψώνιζα ένα εισιτήριο για να γυρίσω τη Λατινική Αμερική και δεν θα ξαναβλέπατε ποτέ ούτε εμένα ούτε τις ρυτίδες μου; Μάλλον το δεύτερο.
Μπορεί και να πήγαινα στα Χάμπτονς, βέβαια, να κάνω παρέα με τον Στράιμπερ. Με φόρμες και ουίσκια. Τι κάνει το ουίσκι; Χαλάει το δέρμα; Εντάξει, δεν θα σας καλέσω.