Οσο πλησιάζουμε προς στις εκλογές γίνεται σαφέστερη η επιλογή που έχουν κάνει ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ. Αποτυπώθηκε με σαφήνεια και στην χτεσινή ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ και συμπυκνώνεται με δύο λέξεις: «ταξική πολιτική».
Φυσικά, η «ταξική πολιτική» που επαγγέλλεται ο κ. Τσίπρας δεν έχει καμιά σχέση με την γνωστή από την κομμουνιστική ορολογία, η οποία αναφέρεται στην «εργατική τάξη». Ο νυν πρωθυπουργός απευθύνεται σε πολύ ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες έγιναν πολυπληθείς στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και σήμερα αποτελούν, ίσως, την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
Πρόκειται για στρώματα που εκτείνονται από παραδοσιακούς άπορους και νεόπτωχους μέχρι και άλλες τάξεις με μικρο-μεσαία εισοδήματα, που φοβούνται ότι μπορεί να έχουν την τύχη των πρώτων. Μεταξύ αυτών είναι:
-Οι συνταξιούχοι, οι οποίοι δεν θα δουν τις συντάξεις τους να μειώνονται και ορισμένοι θα πάρουν μικρές αυξήσεις. Πρόκειται για μεγάλη εκλογική δεξαμενή, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζει να έχει τη μερίδα του λέοντος. Αν, μάλιστα, επαναφέρει την λεγόμενη 13η σύνταξη, η δεξαμενή αυτή μπορεί να αρδεύσει το εκλογικό χωράφι του κυβερνώντος κόμματος, που κινδυνεύει να γίνει χέρσο από την διαχείριση της κρίσης.
-Οι μισθωτοί με χαμηλά εισοδήματα και οι νέοι εργαζόμενοι, στους οποίους η κυβέρνηση απευθύνεται με διαβεβαιώσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού και επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.
-Ολοι αυτοί και άλλες κατηγορίες, μεταξύ των οποίων οι άνεργοι, ενισχύονται οικονομικά ποικιλοτρόπως: με επιδόματα, με τη διανομή κοινωνικού μερίσματος στο τέλος του χρόνου κα.
Υπολογίζεται ότι σε αυτές οι κοινωνικές ομάδες εντάσσονται τρία και περισσότερα εκατομμύρια πολίτες, τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί προνομιακούς «συνομιλητές» του και εν δυνάμει ψηφοφόρους του. Ακόμα κι αν δεν αρκούν για να του ξαναδώσουν την εκλογική νίκη, μπορεί να είναι αρκετοί για να τον κρατήσουν ισχυρό στην αντιπολίτευση, που αποτελεί εξ αντικειμένου τον βασικό στόχο του.
Απέναντι σε αυτήν την σαφή επιλογή που έχουν κάνει ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ, οι βασικοί αντίπαλοί του στην αντιπολίτευση εμφανίζονται αμήχανοι και συχνά αντιφατικοί την κριτική τους. Για παράδειγμα:
-Κατηγορούν τον κ. Τσίπρα για παροχολογία που υπονομεύει τις προοπτικές της οικονομίας, αλλά ψηφίζουν στη Βουλή όλες τις παροχές του, για να μην δυσαρεστήσουν τους αποδέκτες τους. Ταυτόχρονα
-Συμμετέχουν στην παροχολογία πλειοδοτώντας. Καταλογίζουν στον κ. Τσίπρα ότι οι παροχές αυτές είναι λίγες μπροστά σε όσα έχει αφαιρέσει η κυβέρνησή του τα τρία αυτά χρόνια που διαχειρίζεται την κρίση(εδώ και εδώ).
-Ειδικά στο θέμα των συντάξεων, είχαν επενδύσει στην περικοπή τους και, όταν κατάλαβαν ότι αυτή δεν θα γίνει, επέκριναν τους ευρωπαίους αξιωματούχους ότι κάνουν τα χατίρι του κ. Τσίπρα (εδώ και εδώ).
Πρόκειται για αντιφατική τακτική, που δίνει πατήματα στον κ. Τσίπρα να εμφανίζεται ως ο μοναδικός προστάτης των αναξιοπαθούντων και να υπόσχεται «αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων», που παραπέμπει στις παλιές αναφορές του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘80 για τους «μη προνομιούχους».
Η επιλογή, λοιπόν, του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφής. Απευθύνεται, με συγκεκριμένα μέτρα και υποσχέσεις, σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την δεκαετή λιτότητα, προσπαθώντας να τους περάσει το «μήνυμα» ότι με άλλη κυβέρνηση η οικονομική τους κατάσταση θα χειροτερέψει. Απέναντι σε αυτά, τα δύο πρώην κυβερνητικά κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, συμπεριφέρονται τουλάχιστον αντιφατικά, προφανώς ελπίζοντας στο ότι τα στρώματα αυτά θα εγκαταλείψουν τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή αθέτησε τις υποσχέσεις του 2015.
Τι θα συμβεί στο τέλος; Ισως μια απάντηση βρίσκεται σ’ αυτό το επίγραμμα του ρωμαίου ποιητή Μαρτιάλη: «Αυτός που ζυγίζει το φορτίο του μπορεί να το κουβαλήσει».