Πριν λίγες μέρες παραδόθηκε από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) στη δημοσιότητα ο κατάλογος με τους τίτλους των λογοτεχνικών βιβλίων που θα δοθούν δωρεάν στις αρχές του 2025 και θα διαβάσουν οι μαθητές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα στη μακρά διαδικασία υλοποίησης της δέσμευσης του υπουργού Παιδείας, Κυριάκου Πιερρακάκη, για τη συστηματική προώθηση της λογοτεχνίας στο σχολείο, εκπαιδευτική πολιτική που εμφανώς αντλεί εμφανώς από το γαλλικό παράδειγμα. Η λίστα εμπεριέχει κλασικά έργα ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας που υπογράφουν σημαντικά ονόματα.
Στη λίστα βιβλίων για το Νηπιαγωγείο κυριαρχούν η μυθολογία και τα παραμύθια (οι Μύθοι του Αισώπου, τα Παραμύθια των αδελφών Γκριμ και του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν).
Στο δημοτικό σχολείο οι μαθητές θα διαβάσουν ένα λογοτεχνικό βιβλίο σε κάθε τάξη: στην Α’ Ελληνική Μυθολογία, στη Β’ τον «Μικρό Πρίγκιπα» του Εξιπερί, στη Γ’ το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Δέλτα, στη Δ’ τον «Μέγα Αλέξανδρο» του Καζαντζάκη, στην Ε και Στ’ τη «Μαύρη Καλλονή» της Άννας Σιούελ και τον «Γύρο του Κόσμου σε ογδόντα ημέρες» του Ιουλίου Βερν αντίστοιχα.
Στους μαθητές του Γυμνασίου θα δοθούν δύο βιβλία ανά τάξη: «Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς» του Άρθουρ Ντόιλ και «Τα λόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα» στην Α΄, «Το ημερολόγιο της Αννας Φρανκ» και «Ο θάνατος του παλικαριού» του Κωστή Παλαμά στη Β’, το «Βάνκας και άλλα διηγήματα» του Αντον Τσέχοφ και το «Ζητείται Ελπίς» του Αντώνη Σαμαράκη στη Γ’ τάξη.
Στο λύκειο θα δοθούν: «Τα ρόδινα ακρογιάλια» του Παπαδιαμάντη και η «Περηφάνια και Προκατάληψη» της Τζέιν Ωστιν στους μαθητές της Α’ τάξης, ο «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ και «Η τιμή και το χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη» σε αυτούς της Β’ τάξης, ενώ η προσφορά βιβλίων θα ολοκληρωθεί με «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού και το «1984» του Τζορτζ Όργουελ για την Γ΄ Λυκείου.
Η υποδοχή του συγκεκριμένου μέτρου εκπαιδευτικής πολιτικής υπήρξε γενικότερα θετική. Αν και δεν ήταν πολλοί οι εκπαιδευτικοί που έδειξαν ενθουσιασμό γι’ αυτό. Μπορεί χρόνια τώρα να ασκείται συστηματική κριτική στις αρνητικές συνέπειες που έχει η υποβάθμιση της λογοτεχνίας στο σχολείο μας –ιδιαίτερα στην απόκτηση υψηλών δεξιοτήτων ανάγνωσης και κατανόησης μεγάλων και σύνθετων κειμένων στον ενήλικα πληθυσμό όπως αποκαλύπτει και η Εκθεση Δεξιοτήτων Ενηλίκων του ΟΟΣΑ– , καθώς και ο λανθασμένος τρόπος προσέγγισής της αποκλειστικά μέσα από αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, που αδυνατούν να αναπτύξουν την κριτικές δεξιότητες ανάγνωσης στους μαθητές μας, όμως η αυτή δεν συνεπάγεται ότι η κουλτούρα του σχολείου και των εκπαιδευτικών μας είναι ευνοϊκή προς τη Λογοτεχνία.
Δεκαετίες τώρα σχολείο, εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές είναι προσανατολισμένοι στην απόκτηση τίτλων και κατά συνέπεια στην υπερπροσπάθεια που απαιτεί η κατάκτησή τους και μάλιστα όσο το δυνατό νωρίτερα. Οπότε, ενώ στα λόγια κανείς δεν αμφισβητεί τη γενικότερη μορφωτική αξία της λογοτεχνίας, στην πράξη την αντιμετωπίζει ως μια «μη χρήσιμη» δραστηριότητα, που απορροφά «πολύτιμο σχολικό χρόνο». Είναι γνωστές οι θυσίες που υποβάλλονται όλοι για να αποκτήσουν τα παιδιά μας στις αρχές της Α’ Λυκείου proficiency, ώστε «απελευθερωμένα από τα αγγλικά» να επικεντρωθούν στα φροντιστήρια που τους ανοίγουν τις πόρτες των ΑΕΙ. Δηλαδή, οι Έλληνες αναδεικνυόμαστε στον μοναδικό λαό του κόσμου, που μπορεί να διδάξει μια ξένη γλώσσα, χωρίς να έχει ολοκληρώσει την εκμάθηση της μητρικής του!
Πού να βρεθεί, λοιπόν, κέφι και χρόνος και πολύ περισσότερο όρεξη, οι μαθητές του Λυκείου να διαβάσουν δυο ολόκληρα και μάλιστα απαιτητικά, λογοτεχνικά έργα κάθε σχολική χρονιά; Κι ό,τι είναι οφθαλμοφανές για το Λύκειο, λανθάνει σ’ όλο το εκπαιδευτικό μας σύστημα: ό,τι δεν είναι «χρήσιμο» για τον Σκοπό, δηλαδή την εισαγωγή στα ΑΕΙ, περιφρονείται είτε ανοιχτά είτε στην πράξη. Με δυο λόγια, το «έθος» του σχολείου αντίκειται στην λογοτεχνία.
Αυτή είναι και η μεγάλη δυσκολία του όλου εγχειρήματος. Γι’ αυτό μπορεί να έχει σημασία πόσες ώρες θα προβλεφθούν για τη «διδασκαλία» της λογοτεχνίας στο επίσημο πρόγραμμα, αλλά αυτό δεν είναι το κυρίαρχο ζήτημα, γιατί η προώθηση η συστηματική ενασχόληση των μαθητών μας με τη Λογοτεχνία στην ουσία στηρίζει την «αλλαγή παραδείγματος» στην Εκπαίδευση μας. Κάτι που, όπως είναι κατανοητό, απαιτεί μακρόχρονες διαδικασίες υποστήριξης του «νέου» με πόρους, άριστη οργάνωση, συστηματική εποπτεία των διαδικασιών υλοποίησής του και κυρίως την εμπλοκή εξωσχολικών φορέων στην όλη διαδικασία.
Κι όλα αυτό, γιατί η «αλλαγή παραδείγματος» που επιχειρεί η ανάγνωση τουλάχιστον ενός ολόκληρου βιβλίου κάθε σχολικό έτος από τους μαθητές μας, θα συναντήσει μια επιπλέον μια «δυσκολία», που συχνά αγνοούμε ή λογοκρίνουμε. Σύμφωνα με όσα μαρτυρούν φιλαναγνώστες εκπαιδευτικοί, αλλά και επιμέρους δημοσιευμένα στοιχεία για τη σύσταση της ομάδας των συστηματικών αναγνωστών στη χώρα μας, η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων δεν αποτελεί αγαπημένη δραστηριότητα για την πλειονότητα των εκπαιδευτικών. Ούτε καν για την ειδικότητα που εκ των πραγμάτων θα έπρεπε να αποτελεί: τους φιλολόγους.
Αν μάλιστα προσθέσουμε στο εκπαιδευτικό σώμα που θα κληθεί να διδάξει λογοτεχνία τους δασκάλους και νηπιαγωγούς και επικεντρώσουμε στους ηλικιακά νεότερους εκπαιδευτικούς μας, γίνεται κατανοητή η επιπλέον «δυσκολία». Γιατί, όπως και πάλι γνωρίζουμε, το μέγιστο πρόβλημα στη διδακτική προσέγγιση της λογοτεχνίας έγκειται στο γεγονός ότι ο δάσκαλος που δεν διαβάζει λογοτεχνία υστερεί στην προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων. Όσους τυφλοσούρτες και επιμορφώσεις και αν του παρέχει εκπαιδευτικό σύστημα και αγορά, γιατί πάνω απ’ όλα δεν μεταδίδει στους μαθητές το πάθος για τη Λογοτεχνία. του. Αυτό που θα τους κάνει συστηματικούς αναγνώστες.
Για αυτό κι η πιθανότητα επιτυχίας του όλου εγχειρήματος, θα ενισχυόταν ιδιαίτερα αν στην υλοποίησή τους εμπλέκονταν επίσημα οι άνθρωποι που εξ ορισμού έχουν ως πάθος τους τη λογοτεχνία, την ανάγνωση και γενικότερα το βιβλίο. Όπως είναι οι ενώσεις συγγραφέων, μεταφραστές, επιμελητές, εκδότες, βιβλιοθηκονόμοι, συμμετέχοντες και διοργανωτές λεσχών ανάγνωσης, δηλαδή όλο το δυναμικό των συστηματικών αναγνωστών που διαθέτει η χώρα.
Με την παρουσία και συστηματική συμμετοχή τους στο «μάθημα» της λογοτεχνίας, τη βαθιά τους γνώση και πάνω απ’ όλα την αγάπη τους και το πάθος τους για τη Λογοτεχνία που θα αντιληφθούν εύκολα οι ακροατές μαθητές, θα στηριχτεί με τον καλύτερο τρόπο η μακρόχρονη διαδικασία «αλλαγής παραδείγματος». Διαφορετικά, είναι πιθανό το όλο εγχείρημα να καταρρεύσει στην πράξη. Είτε μέσω της μετατροπής του σε ένα ακόμα βαρετό, αδιάφορο και άχρηστο «μάθημα» για εκπαιδευτικούς και μαθητές και τελικά να καταργηθεί στο μέλλον από μια άλλη πολιτική ηγεσία, επειδή δεν θα αφορά κανέναν.
Ως προς την επιλογή των βιβλίων της συγκεκριμένης λίστας: ως συνήθως υπήρξαν κριτικές και οι καλοπροαίρετες ανάμεσά τους κατέθεσαν ισχυρά επιχειρήματα και αντιπροτάσεις. Αλλά, αν λάβει κανείς υπόψη δυο παράγοντες: το κόστος των πνευματικών δικαιωμάτων που θα συνεπαγόταν η επιλογή σύγχρονων έργων λογοτεχνίας (παιδικής ή ενηλίκων) και το γεγονός ότι η Εκπαίδευση από τη «φύση» της οφείλει να προωθεί την έννοια του «κλασικού» και της «συνέχειας», στις συγκεκριμένες επιλογές μικρές εσωτερικές μετακινήσεις ή αλλαγές θα μπορούσε να προτείνει κάποιος (π.χ. ο Μικρός Πρίγκηπας – που προσωπικά θεωρώ υπερτιμημένο κείμενο-, δεν λέει και πολλά πράγματα σε παιδιά Β΄ Δημοτικού).
Οπότε το πρόβλημα δεν είναι η συγκεκριμένη λίστα βιβλίων που καλούνται να διαβάσουν οι μαθητές μας, ούτε οι λίστες που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια, αλλά η στήριξη της νέας πολιτικής με ποικίλους τρόπους, ώστε το «παράδειγμα» της ενασχόλησης και ανάγνωσης λογοτεχνίας, ακόμα και από αγχωμένους για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ εφήβους (αγχωμένους κυρίως λόγω του άγχους των γονιών τους) σταδιακά να διαδοθεί και να «νομιμοποιηθεί» στις συνειδήσεις δασκάλων, γονιών και το κυριότερα μαθητών. Ώσπου η εικόνα κάποιων απ’ αυτούς που στον όποιο ελεύθερο χρόνο θα διαβάζουν λογοτεχνία να μην ακούγεται ως ανέκδοτο. Συνέβαινε κάποτε, δεν μπορεί να συμβεί και πάλι;
Το άλλο μεγάλο κεφάλαιο, πώς θα αποκτήσουμε οι εκπαιδευτικοί μας ενδιαφέρον για το λογοτεχνικό βιβλίο, ας το αφήσουμε για την ώρα στην άκρη, ευχόμενοι να κάνουμε λάθος και στην πλειονότητά τους να είναι πορωμένοι αναγνώστες κάθε είδους. Αλλά όταν το συζητήσουμε κάποτε, στο τραπέζι του διαλόγου πρώτη θέση θα πρέπει να λάβουν οι ίδιοι, τα στελέχη εκπαίδευσης που τους καθοδηγούν και επιμορφώνουν και, βέβαια, οι πανεπιστημιακοί τους δάσκαλοι.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το πρώτο βήμα έγινε. Κι αξίζει να υποστηριχτεί ακόμα περισσότερο απ’ όλους ώστε να βελτιωθεί στη συνέχεια.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας