Για όσους δεν το αντιλήφθηκαν, τα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού του 2021 τα οποία ανακοινώθηκαν παρανομή Πρωτοχρονιάς, αποτελούν ένα απίστευτο σοκ για την ελληνική κοινωνία αλλά και την ελληνική οικονομία. Ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε για πρώτη φορά τα τελευταία 100 χρόνια, δεν είχε μειωθεί ούτε στον πόλεμο, ενώ αν ανατρέξουμε στην ιστορία των επίσημων απογραφών της Στατιστικής που ξεκίνησε το 1821, η Ελλάδα για πρώτη φορά μικραίνει.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, ο νόμιμος πληθυσμός μειώθηκε στην δεκαετία που πέρασε (η σύγκριση γίνεται με την απογραφή του 2011) κατά 187.397 πολίτες κι ο συνολικός αριθμός υποχώρησε στα 9.716.889 άτομα, από 9.904.286 που είχαν απογραφεί το 2011 με την έναρξη της οικονομικής κρίσης.
Κατά 383.805 άτομα μειώθηκε και ο μόνιμος πληθυσμός (προκύπτει καθ΄υπολογισμόν) και πλέον ανέρχεται στα 10.432.481 (από 10.816.286 το 2011).
Η δυσμενής αυτή εξέλιξη, σε συνδυασμό με τη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού, δημιουργεί μια αλυσίδα αρνητικών συνεπειών για την οικονομία.
1. Το εργατικό δυναμικό συρρικνώνεται με αποτέλεσμα να γίνονται όλο και πιό ορατές οι επιπτώσεις (έλλειψη εργατικών χεριών και προσωπικού) κυρίως στον πρωτογενή και τον τριτογενή τομέα της οικονομίας. Με άλλα λόγια να λείπουν εργατικά χέρια στη γεωργία: στις καλλιέργειες αλλά και στη συγκομιδή των καρπών όπως έγινε πρόσφατα με τις ελιές.
2. Ακόμη θεωρείται δεδομένο ότι και την εφετεινή χρονιά, κατά την οποία η Ελλάδα θα επιζητήσει νέο ρεκόρ τουριστικής κίνησης, θα υπάρξουν δυσκολίες στην κάλυψη των αναγκών των τουριστικών επιχειρήσεων με εξειδικευμένο προσωπικό.
3. Η μείωση της προσφοράς εργασίας – κόντρα στο γεγονός ότι ακόμη και σήμερα το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 11% – δημιουργεί πιέσεις για αυξήσεις των μισθών. Αυτό, εκδηλώνεται, πρωτίστως στις ελάχιστες αμοιβές και στον κατώτατο μισθό ο οποίος σήμερα ανέρχεται στα 713 ευρώ και με τον οποίο αμείβονται πάνω από 600.000 εργαζόμενοι.
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας (από το ηλεκτρονικό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ) οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό αφορούν 1 στους 4 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή 650.000-700.000 εργαζομένους που απασχολούνται με πλήρη ή μερική απασχόληση και σήμερα αμοίβονται με 713 ευρώ το μήνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης την Πρωτοχρονιά θέλησε να διευκρινίσει ότι οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό για το 2023 θα ισχύσουν από τον Απρίλιο, κυρίως γιατί ανοίγει η τουριστική σεζόν και αυτός θα είναι ο μήνας των προσλήψεων στον τουρισμό.
Ως πρός το ύψος των ελαχίστων αμοιβών εργασίας, το επικρατέστερο σενάριο είναι να αυξηθούν στα 751 ευρώ, δηλαδή στα προ Μνημονίων επίπεδα, όσα δηλαδή ήταν και το 2012, όταν με μια Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου ο κατώτατος μισθός περιορίστηκε δραματικά στα 586 ευρώ (510 για τους νέους).
Από τότε, αυξήθηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2019 στα 650 ευρώ (+11% και +27% για τους νέους), ακολούθησε η αύξηση κατά 2% τον Ιανουάριο του 2022, με αποτέλεσμα να φθάσει τα 663 ευρώ, και στη συνέχεια αυξήθηκε εκ νέου τον Μάιο του τρέχοντος έτους κατά 7,5%, φθάνοντας τα 713 ευρώ.
Στο επίπεδο των μισθών θα δοθεί και η προεκλογική μάχη των υποσχέσεων καθώς ήδη η ΓΣΕΕ ζητούν ο κατώτατος μισθός να καθοριστεί στα 809 ευρώ το μήνα, ποσό που αναλογεί στο 60% των μέσων αποδοχών στην Ελλάδα, πρόταση την οποία υιοθετούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Βέβαια στην τελική απόφαση αυτό που θα μετρήσει είναι πόσο αντέχουν οι μικρές κυρίως επιχειρήσεις να αυξήσουν τις αμοιβές των εργαζομένων τους σε διψήφιο ποσοστό, κάτι που αντέχουν οι μεγαλύτερες και σίγουρα οι κερδοφόρες επιχειρήσεις.
4. Αυξάνεται η πίεση που ασκείται στο ασφαλιστικό σύστημα, καθώς η αναλογία συνταξιούχων πρός ασφαλισμένους έχει υποχωρήσει στο 1,7 – δηλαδή για κάθε ένα συνταξιούχο αναλογούν 1,7 εργαζόμενοι – όταν το σημείο ισορροπίας του συστήματος είναι τουλάχιστον το 3 (δηλαδή για κάθε ένα συνταξιούχο να αναλογούν τρείς εργαζόμενοι). Η εξέλιξη αυτή, μαθηματικά, θα οδηγήσει σε βάθος χρόνου σε αύξηση των ελλειμάτων του συστήματος αν τα προσεχή χρόνια δεν αυξηθούν τόσο ο αριθμός των εργαζομένων – ασφαλισμένων, όσο και οι αμοιβές επί των οποίων καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές.
5. Αναπόφευκτα, μετά το σοκ αυτό και την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί από τις διαδοχικές οικονομικές κρίσεις (πληθωρισμός, έκρηξη του κόστους στέγασης, αύξηση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων) όπου τα νέα ζευγάρια, ακόμη κι αν εργάζονται και οι δύο, δυσκολεύονται να αποφασίσουν να κάνουν οικογένεια, καλείται η κυβέρνηση και κόμματα να αναζητήσουν μέτρα στήριξης των νέων και της οικογένειας.
Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσονται τα μέτρα εξασφάλισης επιδοτούμενης στέγης, πρόγραμμα που τρέχει ο υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Κωστής Χατζηδάκης, αλλά παράλληλα εξετάζονται και άλλα μέτρα όπως η αύξηση του επιδόματος των 2000 ευρώ με τη γέννηση παιδιού, η επέκταση του επιδόματος μητρότητας στις αυτοαπασχολούμενες, ελεύθερες επαγγελματίες και αγρότισσες, όπως και η αύξηση του επιδόματος τέκνων.
Στην ίδια κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει αύξηση του επιδόματος ενοικίου για τους νέους, επιμήκυνση του χρόνου αδείας μητρότητας στους εννέα μήνες (από τέσσερις που ισχύει) και ενίσχυση του δικτύου βρεφονηπιακών σταθμών ώστε να διευκολύνονται οι εργαζόμενες μητέρες.
Και το ΠΑΣΟΚ ανεβάζει ψηλά στην προεκλογική του ατζέντα τα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης, με πρώτο την εξασφάλιση φθηνής στέγης στα νέα ζευγάρια. Οπως λέει στο πρόγραμμα του τα μέτρα που προτείνει είναι δοκιμασμένα και εφαρμόζονται με επιτυχία σε χώρες της ΕΕ (όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία).
Και αυτά… συναντώνται, άλλα με τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και άλλα με τις προεκλογικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής:
♦ Επιδότηση ενοικίου
♦ Κατασκευή και παροχή κοινωνικών κατοικιών μέσω ρυθμισμένων τιμών ενοικίασης με ευθύνη του Οργανισμού Στεγαστικής Πολιτικής. Συνεργασία με κατασκευαστές μέσω ΣΔΙΤ & άντληση πόρων από Ταμείο Ανάκαμψης
♦ Κίνητρα σε ιδιοκτήτες αναξιοποίητων ακινήτων για χρήση
♦ Περιορισμός χρήσης ακινήτων μέσω πλατφορμών
Ολα αυτά δείχνουν ότι η χώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο εθνικό ζήτημα που είναι η μείωση του πληθυσμού, μια τάση η οποία αν δεν αντιστραφεί άμεσα μπορεί να οδηγήσει την επόμενη δεκαετία ακόμη και σε συρρίκνωση του ΑΕΠ. Το πολιτικό σύστημα την έχει αντιληφθεί χωρίς όμως να την έχει αντιμετωπίσει έγκαιρα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 τουλάχιστον. Πλέον το μείζον αυτό ζήτημα μπαίνει στη μυλόπετρα της εκλογικής αναμέτρησης του 2023.