Αφού οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κλονίστηκαν την τριετία 2019-2022 όσο ποτέ άλλοτε μετά την κρίση των Ιμίων του 1996, και ενώ μεσολάβησαν αφενός ένας πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος και ένας καταστροφικός σεισμός στη νοτιοανατολική Τουρκία, αφετέρου οι εμφατικές εκλογικές νίκες Μητσοτάκη – Ερντογάν, Αθήνα και Αγκυρα πραγματοποιούν τη Δευτέρα δια των υπουργών Εξωτερικών Γεραπετρίτη – Φιντάν το πρώτο βήμα για την υλοποίηση του ονομασθέντος «πολιτικού διαλόγου». Μιας διαδικασίας σαφώς αναβαθμισμένης σε σχέση με τις αναιμικές υπηρεσιακές επαφές των προηγούμενων ετών, και αρκετά διαφημισμένης, κυρίως στη δική μας πλευρά του Αιγαίου.
Η πιθανή κατάληξη αυτής της νεοπαγούς μορφής συνομιλιών είναι εν πολλοίς άγνωστη, δι’ αυτών όμως θα αναδειχθούν τόσο οι πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας όσο και τα ρεαλιστικά περιθώρια επίτευξης ουσιαστικών διπλωματικών συγκλίσεων στο μείζον ζήτημα της διευθέτησης των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Αθήνα εμφανίζεται αισιόδοξη. Αυτό γίνεται αντιληπτό στον δημόσιο λόγο των επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, οι οποίοι επανειλημμένως έχουν αναφερθεί σε «ιστορική ευκαιρία» επίλυσης της (μίας) διαφοράς μας με την Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση είναι φανερά ανακουφισμένη, καθώς από την επαπειλούμενη πολεμική σύρραξη πέρασε αναίμακτα σε μια περίοδο απόλυτης νηνεμίας. Λογικό.
Δεν αρκεί, όμως, αυτό. Το ζητούμενο στη συγκεκριμένη συγκυρία για την ελληνική διπλωματία είναι να αποκωδικοποιήσει ορθά την τουρκική στρατηγική και τις πραγματικές προθέσεις του τούρκου προέδρου. Διότι αν κάποιος πρέπει να κάνει σημαντικά πίσω βήματα προκειμένου οι δύο πλευρές να συμβαδίσουν, αυτός είναι ο Ερντογάν, όχι ο Μητσοτάκης. Είναι, λοιπόν, η Αγκυρα διατεθειμένη να εκκινήσει τον διάλογο με καλή πίστη ή το κάνει εξ ανάγκης; Σκοπεύουν πράγματι οι Τούρκοι να καθίσουν στο τραπέζι με μοναδικό αντικείμενο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών; Και ποιο νομικό «εργαλείο» αποδέχονται;
Μπορεί το Δίκαιο της Θάλασσας (έστω η εθιμική διάστασή του) να αποτελέσει το κοινό πλαίσιο για την υπογραφή ενός συνυποσχετικού που θα οδηγούσε τις δύο πλευρές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης; Και τι θα γίνει με το τουρκολιβυκό μνημόνιο και όλα όσα αυτό συνεπάγεται για την οπτική της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο; Θα συμφωνήσουν οι Τούρκοι ότι τα ελληνικά νησιά έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ; Και πριν από όλα αυτά, παραμένει στο τραπέζι η θεωρία των «γκρίζων ζωνών», αλλά και το casus belli σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων, όχι απλώς στα 12 αλλά ακόμα και κατά 1 μίλι, όπως κατά καιρούς ακούγαμε από την τουρκική ηγεσία;
Πέραν, όμως, των ζητημάτων που επικρέμωνται στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αναρωτιέται κανείς αν στην επερχόμενη (ή στη μεθεπόμενη, δεν έχει σημασία) συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν, η Αθήνα είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει μια πολυθεματική τουρκική ατζέντα. Που πιθανότατα θα περιλαμβάνει ακόμα και την αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου. Ή τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, όπως γράφτηκε τελευταία σε μερίδα του αθηναϊκού Τύπου. Ή τον εθνικό ενάεριο χώρο, που λίγο πολύ συμπαρασύρεται στη συζήτηση για τα χωρικά ύδατα. Ή ακόμα τα όρια του FIR Αθηνών και αυτά της δικαιοδοσίας στην Ερευνα και Διάσωση.
Η διαδρομή είναι δύσβατη και γίνεται ακόμα δυσκολότερη αν συμπεριλάβει κανείς και το Κυπριακό, έστω στην ευρωτουρκική πτυχή του, με την Αγκυρα να μη διστάζει να αναπτύσσει σε κάθε ευκαιρία τις παράνομες θέσεις της, τόσο επί του πεδίου όσο και σε διπλωματικό επίπεδο.
Το ιστορικό παράδειγμα, πάντως, δείχνει ότι η Τουρκία σπανίως διατίθεται να συζητήσει αποσπασματικά. Αντιθέτως, επιδιώκει να σύρει τον συνομιλητή της σε μια εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση, εν είδει οθωμανικού παζαριού, στο τέλος του οποίου θα πετύχει να κερδίσει έστω κάτι από όλα αυτά τα οποία στην αρχή του διαλόγου δεν της ανήκαν.
Ο Χακάν Φιντάν μπορεί να διαθέτει δυτικόστροφη τεχνογνωσία, αλλά καθώς είναι ένα στέλεχος που έχει ανδρωθεί στις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις και έχει θητεύσει ως επικεφαλής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, είναι ικανός να υπηρετήσει σε εξαιρετικό βαθμό τη νεο-οθωμανική λογική του προέδρου Ερντογάν.
Είναι βέβαιο ότι ο Γιώργος Γεραπετρίτης θα βρεθεί την επόμενη περίοδο αντιμέτωπος με έναν δύσκολο και ικανό συνομιλητή, ο οποίος θα αξιώσει δυναμικά την εξασφάλιση των τουρκικών εθνικών συμφερόντων εν συνόλω. Εξίσου βέβαιο, ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και σε κάθε ιδεολογικό ή ταυτοτικό κέλευσμα οι Τούρκοι θα υπενθυμίζουν τον εθνικιστικό πυρήνα του συλλογικού χαρακτήρα τους. «Οι Ελληνες κατέστρεψαν και έκαψαν τη Σμύρνη» είπε την Πέμπτη, ανήμερα της επετείου των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, ο Ταγίπ Ερντογάν.
Τα ερωτήματα, λοιπόν, που προκύπτουν είναι κομβικά και χρήζουν απαντήσεων, ειδικά όταν μιλάμε για έναν πολιτικό διάλογο σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, κατά τη διάρκεια του οποίου θα προετοιμαστεί, μεταξύ άλλων, και το τετ-α-τετ Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη.
Αν θέλουμε να μείνουμε στα της λεγόμενης «θετικής ατζέντας», αλλά και στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης έχει καλώς· αυτό είναι το εύκολο. Αν Ελλάδα και Τουρκία επιδιώκουν να κερδίσουν χρόνο με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό και την ικανοποίηση των εκατέρωθεν πρωταρχικών αναγκών, τότε πάλι ο πήχυς μπορεί –χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες– να μείνει χαμηλά. Εδώ, όμως, οι δύο πλευρές φαίνεται –ή τουλάχιστον θέλουν να δείχνουν προς τα έξω– ότι σχεδιάζουν κάτι μεγαλύτερο.
Φυσικά, δεν είναι κακό να μιλάμε με την Τουρκία στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Οσο όμως οι συναντήσεις και οι συζητήσεις πληθαίνουν, τόσο οφείλουν να έχουν και κάποια χειροπιαστή πρόοδο, ειδάλλως είτε ευτελίζονται, είτε –ακόμα χειρότερα– κάποια στιγμή καταρρέουν, ενδεχομένως με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις.