Το άκουσα το τραγούδι που θα στείλουμε στη Eurovision. Είδα και το βίντεο. Για να μην λέτε ότι γράφουμε για πράγματα που δεν έχουμε δει, αν και για να πω την αλήθεια μου θα μπορούσα. Τι να τραγουδούσε η Μαρίνα Σάττι, Χατζιδάκι; Και τι να στέλναμε στη Eurovision, Ξενάκη;
Για να κλείσω αυτό το θέμα, κατά τη γνώμη μου το τραγούδι δεν είναι πολύ καλό για τον διαγωνισμό, όχι επειδή δεν είναι καλό per se (που δεν είναι), αλλά επειδή είναι προβλέψιμο, δέκα τέτοια το δευτερόλεπτο γράφονται σε όλην την Ευρώπη και δεν έχει αυτό το κάτι που χρειάζεται η Eurovision: Πρόκληση κάποιου είδους ή γενικά κάτι που να το κάνει να ξεχωρίζει. Δεν είναι καν αρκετά κιτς. Και διαφωνώ ότι είναι πιασάρικο· σας μιλάει ένας άνθρωπος που αγαπάει πολύ (και) την ποπ μουσική, τίποτε πιασάρικο δεν έχει, είναι τόσο αχταρμάς που ώσπου να μπει ένα στοιχείο ξεχνάς το προηγούμενο. Η δε Σάττι, καλή και χρυσή, αλλά χωρίς ιδιαίτερο γκελ.
Τούτων λεχθέντων, πάμε στο διά ταύτα.
Το πρόβλημα της ελληνικής μουσικής δεν είναι η Μαρίνα Σάττι.
Το πρόβλημα της ελληνικής μουσικής είναι ότι έχει περιέλθει γενικώς σε μια αφόρητη στασιμότητα, η οποία δεν παράγει σημαντικά πράγματα. Και πάντως δεν τα παράγει εν αφθονία, όπως έχει κάνει στο παρελθόν. Σαν να ξέμεινε από έμπνευση, από κίνητρο, από ενέργεια. Δεν είναι καθόλου νοσταλγικό αυτό, προφανώς έχουν αλλάξει οι καιροί και δεν είμαστε πια στην εποχή που ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης μελοποιούσαν τη γενιά του ’30, ούτε στην εποχή που ο Σαββόπουλος έφερνε κάτι νέο στα ακούσματά μας, ούτε τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν είναι στόχος εδώ να απαριθμήσω τους σπουδαίους έλληνες συνθέτες, υπήρξαν πολλοί και αρκετά πιο πρόσφατοι από αυτούς που ανέφερα. Και ερμηνευτές.
Ακόμη υπάρχουν, αλλά χάνονται μέσα στη μαύρη τρύπα που έγινε το ελληνικό τραγουδι από την εποχή της λαϊκοπόπ, των μουσικών ριάλιτι και πλέον της τραπ και της παραγωγής «με το κιλό» τραγουδιών για γρήγορη κατανάλωση στο ραδιόφωνο, το youtube και τα κλαμπ. Σήμερα είναι σούπερ χιτ η «Ανισόπεδη Ντίσκο», αύριο την ξέχασες. Σήμερα τρεντάρει ο τάδε τράπερ, αύριο δεν θυμάσαι ούτε τ’ όνομά του. Δεν μένει σχεδόν τίποτε. Κι αυτά που μένουν, απευθύνονται σε λίγους.
Φταιει η ταχύτητα του ίντερνετ; Πολύ. Φταίνε οι δισκογραφικές; Πάρα πολύ. Δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο. Καλή η Μπιγιονσέ (εμένα δεν μ’ αρέσει, αλλά δεν πειράζει), αλλά σε μια δεκαετία δεν θα θυμάται κανείς ούτε μισό τραγούδι της, διότι θα έχουν βγει 500 Μπιγιονσέ και καλύτερες. Νομίζω ήδη βγαίνουν, η μια μετά την άλλη, σε καταιγιστικούς ρυθμούς. Γίνονται σταρ, κάνουν 3-4 επιτυχίες, αν μπορούν να τις υποστηρίξουν και οπτικά ακόμη καλύτερα, μετά φύγε εσύ έλα εσύ, να περάσει η επόμενη.
Κανείς δεν ασχολείται πλέον με τη μουσική, όλοι γράφουν τραγούδια. Είναι σαφής πιστεύω η διαφορά. Αν βγει κάποιος και κάνει ινστρουμένταλ δίσκο σήμερα θα πάει άπατος κι ας είναι ό,τι καλύτερο έχει ακούσει ο κόσμος από την εποχή του Tubular Bells του Μάικ Ολντφιλντ. Ο συγκεκριμένος δίσκος είχε εκτοξευθεί το 1973 στο Νο1 στα σημαντικότερα τσαρτ του κόσμου. Αν πω σήμερα στα παιδιά μου και τους φίλους τους να ακούσουν 49 λεπτά ορχηστρικό κομμάτι, θα προτιμήσουν να αυτοπυρποληθούν.
Στην Ελλάδα η ζημιά είναι πολλαπλή, διότι και είμαστε μικρή χώρα και δεν είχαμε ποτέ μαζικά ιδιαίτερη σχέση με τις καλές τέχνες. Μην διαμαρτύρεστε, προφανώς υπάρχουν εξαιρέσεις. Τον κανόνα κοιτάμε, όμως. Οταν ο Ελληνας έπιασε λίγα λεφτά, στις δεκαετίες του ΄80 και του ’90, στα μπουζούκια πήγε να τα φάει και στα σκυλάδικα, δεν έφτιαξε όπερες. Που και τα μπουζούκια καλά είναι, αλλά να που φτάσαμε να είναι σούπερ σταρ του λαϊκου τραγουδιού ο Κωνσταντίνος Αργυρός και ο Νίκος Οικονομόπουλος, στη χώρα που έβγαλε τον Τσιτσάνη και τον Χιώτη. Κάτι λέει αυτό.
Λέει, κυρίως ότι το πράγμα «φτήνηνε». Κι αυτό είναι η βασική ευθύνη των δισκογραφικών που ποντάρησαν στους απόφοιτους ριάλιτι για να γεμίζουν πίστες και ραδιοκύμματα. Ενα τραγούδι θα το ακούσεις, όταν κάποιος πληρώνει για να το ακούσεις. Βομβαρδισμός από φτηνιάρικη λαϊκοπόπ και καψουροτράγουδα του δίφραγκου, λοιπόν, ή χαζοχαρούμενα ποπάκια με γερές δόσεις δήθεν έθνικ, για μαζική κατανάλωση, έπνιξαν τ΄αυτιά μας.
Κάπως έτσι, φτάνεις στο σημείο να σου φαίνεται θεάρα η Μαρίνα Σάττι, που υπό κανονικές συνθήκες την ακούς λίγο, λες εντάξει, χαριτωμένη, και πας παρακάτω χωρίς δεύτερη σκέψη. Σου φαίνεται θεάρα διότι δεν έχεις με κάτι άλλο να τη συγκρίνεις, στη Μαρίνα Σάττι πλαφονάρει πλέον η ελληνική μαζικής κατανάλωσης μουσική.
Σας «ακούω» κάποιους να σκέφτεστε ότι όλα αυτά είναι σνομπαρία και ελιτισμός. Οπως θέλει μπορεί να το δει κανείς.
Η αλήθεια ειναι ότι παγκοσμίως -και στην Ελλάδα- παράγεται και εξαιρετική μουσική. Εχουμε πολύ καλή ηλεκτρονική, ας πούμε, στον Βορρά κυρίως, έχουμε πολύ δυνατή ραπ (καμία σχέση με την τραπ), έχουμε δυνατό «έντεχνο», που είναι πλέον ένας πολύ παρωχημένος όρος, έχουμε διάφορα. Και διεθνώς υπάρχουν φρέσκα πράγματα που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Μέχρι και κλασική μουσική παράγεται, με φρέσκους τρόπους. Η καλή μουσική δεν τελειώνει. Αυτό έλλειπε.
Απλώς, όπως όλα τα πράγματα στις ημέρες μας, χρειάζεται αυξημένη ηρεμία και υπομονή και διαλογή, για να την ξεχωρίσεις ανάμεσα στους σωρούς των σκουπιδιών, που σε βομβαρδίζουν νυχθημερόν. Δεν είναι απλό, το ξέρω. Ποιος έχει ηρεμία και υπομονή για να κάει διαλογή;
Καλή επιτυχία στη Μαρίνα Σάττι. Δεν έχει μεγάλη σημασία τι θα κάνουμε στη Eurovision, ποτέ δεν είχε· η Eurovision, αντίθετα με όσα θέλει να λέει η ίδια, έχει σημασία μόνο σε δύο περιπτώσεις: είτε για να περάσει κάποιο πολιτικό μήνυμα, είτε για να κάνει έναν τσακισμένο, μικρό από οποιαδήποτε άποψη, λαό να χαρεί για μια βραδιά. Δύσκολα θα είμαστε εμείς αυτός φέτος, έχουν άλλοι σειρά.
Την επομένη, έτσι κι αλλιώς, το τραγούδι θα ξεχαστεί. Σαν τα χιτ που βγαίνουν κάθε μέρα στα μουσικά «καλάθια».