Λίγες ημέρες πριν βγουν στη δημοσιότητα οι 80 σελίδες που κοινοποίησε η Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες στον Οικονομικό Εισαγγελέα, ο Νίκος Κοκλώνης έδινε μια μεγάλη συνέντευξη, στην οποία επαναλάμβανε πάνω-κάτω τα ίδια που έχει πει ουκ ολίγες φορές:
Πώς βρέθηκε να είναι εκατομμυριούχος στο Μανχάταν με τη βοήθεια «ενός καλού Γερμανού» που τον στήριξε στις επιχειρηματικές του ιδέες, πώς μετά δεν είχε να φάει, πώς μετά ξαναείχε εκατομμύρια και πάει λέγοντας.
Να μην έχει να φάει δεν τον έχουμε δει, τον έχουμε δει, όμως, στη Μύκονο και την Αθήνα με Ferrari και Lamborghini, στα μπουζούκια και στα πάρτι, πάντα με διάσημους καλεσμένους και φίλους – και στην τηλεόραση φυσικά.
Ο Νίκος Κοκλώνης με την ίδια ευκολία που δημιούργησε τη –χάρτινη όπως αποδείχθηκε– αυτοκρατορία φτηνών εισιτηρίων Airfast Τickets, με την ίδια ανέκαμψε από την κατάρρευση και τώρα κάθεται στο τιμόνι μιας μιντιακής αυτοκρατορίας, που απομένει να φανεί σε πόσο ίδια λογική είναι χτισμένη.
To κάνει να φαίνεται τόσο εύκολο που όταν τον ακούς, απορείς γιατί δεν είσαι κι εσύ εκατομμυριούχος. Αφού αρκεί να έχεις μια καλή ιδέα και μετά θα τρως πρωινό με τον Τραμπ στο Μανχάταν.
Οταν μιλάει ο Νίκος Κοκλώνης όλα στα οποία αναφέρεται έχουν πολλά μηδενικά από πίσω: Εκατοντάδες ή χιλιάδες υπάλληλοι, πολλά εκατομμύρια σε επενδύσεις και έσοδα, δεκάδες παραγωγές στην ελληνική τηλεόραση, και άλλα εκατομμύρια σε ζημιές και χρέη που όμως κάπως καλύφθηκαν, και ούτω καθ’ εξής. Είναι larger than life που λένε και στο αγαπημένο του Μανχάταν, από το οποίο φαίνεται ότι διδάχθηκε πολλά, εκτός από ένα: ποιότητα.
Ναι, φτάσαμε στο σημείο στο οποίο θα κοιταχτούμε στα μάτια και κάποιοι θα πείτε «και ποια είσαι εσύ που θα κρίνεις την ποιότητα;».
Δεν θα την κρίνω εγώ την ποιότητα, είναι αυταπόδεικτη. Όπως, ενίοτε, και η αισθητική. Και όλα αυτά, στα μιντιακά προϊόντα και όχι μόνο, δεν κρίνονται από την απήχηση που έχουν στο κοινό, αλλά από άλλους πιο μακροπρόθεσμους παράγοντες, όπως τη διαχρονικότητά τους, το στίγμα που αφήνουν και τελικά τι προσφέρουν στον θεατή/καταναλωτή. Κι αυτό που προσφέρουν οι εκπομπές που είτε παρουσιάζει, είτε δημιουργεί ο Νίκος Κοκλώνης, είναι αποκλειστικά η αντανάκλαση του εαυτού του, της αισθητικής του και του προσωπικού του συστήματος αξιών.
Η τηλεοπτική καριέρα του Νίκου Κοκλώνη ξεκίνησε από το τηλεμάρκετινγκ. Σε κάποια περιθωριακά κανάλια πούλαγε έπιπλα. Ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξή του ότι έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να ξεφύγει από την εφηβική υπέρβαρη εικόνα του και να εξελιχθεί σε έναν άνθρωπο που είναι χαρούμενος με την εξωτερική του εμφάνιση.
Η εμμονή με την εξωτερική εμφάνιση, η λατρεία της υπερβολής, η χωρίς όρια αυταρέσκεια και αυτοαναφορικότητα είναι χαρακτηριστικά που αναδύονται από όλα τα τηλεοπτικά δημιουργήματα του Νίκου Κοκλώνη, στα οποία η Κατερίνα Καινούργιου –τυχαίο παράδειγμα– φοράει βραδινές τουαλέτες και πέντε τόνους μέικ-απ για να μας πει στις οκτώ το πρωί με ποιον τα έχει ή δεν τα έχει, να κουτσομπολέψει όποιον περπατάει σε αυτήν τη γη και να ασχοληθεί με δήθεν προσωπικές ιστορίες τηλεθεατών με τίτλους όπως «η πεθερά μου τα έφτιαξε με το γαμπρό μου, αλλά έμεινε έγκυος από τον άντρα μου, τι να κάνω;».
Μοιράζοντας πολλά για τα δεδομένα της εποχής χρήματα, ο Κοκλώνης κατάφερε να μαζέψει στο μιντιακό του μαγαζί μεγάλα ονόματα του χώρου, τόσο στη διοίκηση όσο και στο «γυαλί». Στη διοίκηση, στην οποία παρόλα αυτά κάνει κουμάντο ο ίδιος, όπως και στο «γυαλί» εξάλλου. Ακόμη και απρόσμενοι άνθρωποι όπως ο Σταμάτης Φασουλής δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις προτάσεις του.
Και κάπως έτσι, η ελληνική τηλεόραση πήρε ξανά τον δρόμο που νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει οριστικά πίσω μας στα ΄90s: παραπαίοντας ανάμεσα στα πάμφθηνα προγράμματα τύπου Καινούργιου, όπου μερικές ομιλούσες κεφαλές κουβεντιάζουν σε πολύ μέτρια ή και κακά ελληνικά επί παντός, και τα πανάκριβα προγράμματα τύπου «Just The Two of Us», μνημόσυνα της αισθητικής Canzonissima, χωρίς τη Ραφαέλα Καρά στην παρουσίαση όμως, αλλά με έναν άνθρωπο που πολύ θα ήθελε να είναι η Ραφαέλα Καρά, αλλά δεν έχει κανένα από τα ταλέντα της.
Ναι, αλλά το κοινό τις βλέπει, ακούω.
Φυσικά και τις βλέπει. Το κοινό εκπαιδεύεται. Το κοινό επίσης, σε καιρούς κρίσης ειδικότερα, θέλει λάμψη και πούλια και παγιέτα και Ferrari και success stories για να ξεχάσει τα προβλήματά του. Θέλει κουτσομπολιό και ευτελισμό, για να αισθανθεί εκείνο καλύτερα μέσα στη μαυρίλα του.
Θέλει να γελάσει και να ξεχαστεί και όταν αντί για κάτι πραγματικά αστείο τού προσφέρεις μια απέραντη γελοιότητα, θα γελάσει με τη γελοιότητα. Γι’ αυτό κάποτε βλέπαμε μετά μανίας «Ερωτοδικείο» και μετά Φουρθιώτη.
Η τηλεοπτική αισθητική και, εν τέλει, το προϊόν του Νίκου Κοκλώνη βασίζεται σε έναν άξονα:
Ο ίδιος πρέπει να ξεχωρίζει. Και για να ξεχωρίζει ο ίδιος στη μετριότητά του, πρέπει όλα τα άλλα επί σκηνής να φαίνονται ευτελή και γελοία.
Είναι μια σχολή που ακολουθούν πιστά και όλοι οι «μαθητές» και προστατευόμενοί του.
Είναι η αυτοκρατορία των πάρα πολύ μετρίων.
Αυτή στην οποία η ποιότητα θα πέσει όσο χρειάζεται προκειμένου ακόμη και το εντελώς ατάλαντο να φανεί «αστέρι».
Κι αυτό είναι το πραγματικό έγκλημά του: ότι μας καταδικάζει, με την ανοχή μας, σε μια ακόμη βουτιά στο γκροτέσκο και την ασχήμια. Το οποίο βαφτίζουμε συλλογικά «λαμπερό» και «διασκέδαση».
Oταν μιλάει ο Νίκος Κοκλώνης, όλα έχουν πολλά μηδενικά από πίσω. Oπως είναι και τα προϊόντα του.