Ήταν Μ. Τετάρτη πρωί όταν ο Αλέξης Τσίπρας είπε το περιβόητο «για να ξεστοκάρουμε», περιγράφοντας τα εμβόλια της AstraZeneca ως προϊόν β’ διαλογής. Η συνέχεια γνωστή. Ακόμα και ο μελιστάλαχτος Γιώργος Παπαδάκης τον παρατήρησε, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έγινε hashtag στο Twitter, η συνέντευξή του έμεινε στην πολιτική ιστορία γι’ αυτή την ανοησία. Ομως είπε και μια άλλη. Οτι ο Κυριάκος Πιερρακάκης «συνεχίζει ένα έργο που εμείς ξεκινήσαμε».
Ο κ. Τσίπρας συγκρατήθηκε και δεν είπε ότι ο κ. Πιερρακάκης κοπιάρει το έργο του Νίκου Παππά —ίσως επειδή με τα μπλεξίματα που έχει ο κολλητός του δεν είναι να τον πολυαναφέρεις στην τηλεόραση— αλλά αυτό εννοούσε. Και εδώ αρχίζει το πολιτικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ και αν θέλετε το πολιτικό πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο κ. Τσίπρας παραδέχτηκε στην τηλεόραση ότι «πολλά απ’ αυτά που κάνει», ο κ. Πιερρακάκης, «είναι θετικά». Αλλά δύσκολα μπορείς να πειστείς ότι το θαύμα του gov.gr και του συστήματος των εμβολιασμών δεν είναι έργο της σημερινής κυβέρνησης, αλλά είχε μπει σε ράγες από έναν άνθρωπο που έφτιαχνε σχολικές φωτίτσες σε χάρτες για να αποδείξει γενικευμένο σχέδιο εμπρησμών στο Μάτι.
Και το πρόβλημα είναι ότι αυτή η σύγκριση εδώ δεν είναι θεωρητική. Δεν βάζεις απλώς και από την απόσταση του καναπέ του σπιτιού σου, στο πολιτικό ζύγι τον ΕΛΔΟ του κ. Παππά και το ψηφιακό κράτος του κ. Πιερρακάκη και λες καλός είναι και ο νέος αλλά ο σύντροφος είναι καλύτερος γιατί είναι ο γιος του κυρ Στέλιου και έχει το ηθικό το πλεονέκτημα. Ούτε άλλωστε αφορά όλο αυτό αποκλειστικά τη σύγκριση του σημερινού υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης με τον προκάτοχό του.
Αφορά τη σύγκριση δύο διαφορετικών κυβερνητικών εμπειριών —από τον Πολάκη στον Κοντοζαμάνη και στον Θεμιστοκλέους, από ένα Μαξίμου όπου μπαινόβγαιναν άτομα σαν τον Πετσίτη στο Μαξίμου του Σκέρτσου και του Δημητριάδη— που σε μια σπάνια συγκυρία ξεπερνά την πολιτική θεωρία και παράγει αυτή τη φορά ένα συγκεκριμένο και απτό αποτέλεσμα.
Η εμπειρία ενός κράτους που λειτουργεί μέσα από έναν υπολογιστή ή ένα SMS και, που μεταξύ άλλων, εμβολιάζει τώρα μαζικά και με απίστευτη τάξη τον πληθυσμό, ιδίως τους νεότερους τα τελευταία 24ωρα, είναι ένα θετικό σοκ τόσο σπάνιο που συνιστά πολιτικό κεφάλαιο μοναδικής αξίας. Ολοι όσοι έζησαν ή θα ζήσουν την εμβολιαστική διαδικασία αναγνωρίζουν ένα εθνικό επίτευγμα, ένα κράτος που λειτουργεί σαν ευρωπαϊκό, αν όχι καλύτερα από ευρωπαϊκό.
Τόσο καιρό μάλιστα, αυτή η μοναδική εμπειρία υποδειγματικού κράτους έμενε σχετικά κρυμμένη στο σιωπηλό σύμπαν των ηλικιωμένων που θα επέστρεφαν σπίτι· το πολύ να μεταφερόταν ως διήγηση τρίτου, των παιδιών τους που ενδεχομένως να τους είχαν συνοδεύσει ως το εμβολιαστικό κέντρο και περίμεναν τη σειρά τους. Τώρα όμως γεμίζει τα social media, ακόμα και εκεί όπου η κυβέρνηση έπασχε και ο Πρωθυπουργός «έχανε»: 30ρηδες και 40ρηδες μιλούν για την εμπειρία του εμβολιασμού, περιγράφουν την ψηφιακή περιήγηση των ραντεβού, πανηγυρίζουν με σέλφι. Αλλά το κυριότερο: τα ζουν αυτά προσωπικά.
Πέρα από τον ενθουσιασμό ότι η «ελευθερία» από την πανδημία έρχεται πιο κοντά, το κράτος που λειτουργεί αποτελεί πλέον προσωπικό βίωμα. Η σύγκριση με ό,τι ξέραμε ως τώρα, η υποψία του τι θα μας συνέβαινε αν δεν ήταν αυτοί που είναι τώρα στην κυβέρνηση, δεν χρειάζεται καν να συζητηθεί, μεταβολίζεται αυτοστιγμεί στο εμβολιαστικό κέντρο, ανεξάρτητα του τι έχεις ψηφίσει.
Να, ας πούμε, τη Δευτέρα του Πάσχα, ο Κώστας Ζαχαριάδης, 38χρονος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, θα πάει με το καλό να εμβολιαστεί —με το «στοκ» της AstraZeneca— στο Κέντρο Υγείας Αχαρνών. Θα πιστεύει άραγε ότι όλο αυτό ξεκίνησε χάρη σε έναν τύπο σαν τον κ. Παππά;