(Από αριστερά): Νόνικα Γαληνέα, Μίκης Θεοδωράκης, Μάρθα Καραγιάννη, Γιάννης Μαρκόπουλος | INTIMEnews
Απόψεις

Το πένθος ως εθνικό σπορ

Σεβασμό σε κάθε άνθρωπο αποδίδει μόνο ένα πράγμα: η αλήθεια. Οσο σκληρή ή πεζή κι αν είναι, όσο κι αν χαλάει την προσωπική ψευδαίσθηση καθενός, συχνότατα δε τις συλλογικές ψευδαισθήσεις ότι η «δική μας» εποχή ήταν η καλύτερη από όλες, άρα και οι άνθρωποι που τη σημάδεψαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήταν όλοι φανταστικοί, τέλειοι, οι καλύτεροι και εν πολλοίς ανεπανάληπτοι
Μαρία Δεδούση

Αν κατέβαινε ένας εξωγήινος και έβλεπε τα ελληνικά social media αλλά και την ειδησεογραφία σε μεγάλο βαθμό, θα πίστευε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα με ημερομηνία λήξης η οποία πλησιάζει, αν δεν έχει φτάσει ήδη. Δεν είναι πολιτικό το σχόλιο, ούτε κοινωνικό, είναι κυριολεκτικό. Κάθε τρεις και λίγο θρηνούμε και έναν διάσημο άνθρωπο που πέθανε και τον θρήνο ακολουθεί και ένα τριπλοσέντονο με κεντρικό νόημα «τέλος εποχής, δεν βγαίνουν τέτοιοι πια».

Η εποχή των «μεγάλων συνθετών» έχει τελειώσει καμιά δεκαριά φορές την τελευταία διετία, από τον Θεοδωράκη ως τον Μαρκόπουλο, η εποχή των «μεγάλων ηθοποιών» άλλες είκοσι, «τέλος εποχής» ο Φλωρινιώτης, «τέλος εποχής» μέχρι και ο Γιώργος Γεωργίου· «ήμαρτον» που θα έλεγε και ο ίδιος…

Σαφέστατα, κάθε θάνατος είναι το τέλος μιας εποχής, την εποχής του ανθρώπου που πεθαίνει. Υπό αυτήν την έννοια, κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου έχουμε και ένα τέλος εποχής. Σαφέστατα, επίσης, κάποιοι άνθρωποι σημαδεύουν ευρύτερα τις περιόδους στις οποίες ζουν και παράγουν έργο, περιόδους όμως που κατά κανόνα έχουν τελειώσει πολύ πριν έρθει ο φυσικός τους θάνατος. Και σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στα καθ’ ημάς, κρίνονται και μετά θάνατον. Και κρίνονται απολογιστικά.

Οι Αγγλοσάξονες –κυρίως– έχουν αναγάγει τις νεκρολογίες σε λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό είδος που παράγει αριστουργήματα. Οι New York Times έχουν ολόκληρη ομάδα που ασχολείται αποκλειστικά με το συγκεκριμένο σπορ. Στην ταινία της «Obit» («Νεκρολογία») του 2016, η κινηματογραφίστρια Βανέσα Γκούλντ επιχείρησε να κατανοήσει τον κόσμο των συγγραφέων νεκρολογιών, διάβασε δεκάδες νεκρολογίες και διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι δεν χρησιμοποιούν ποτέ μεταφορικές φράσεις για να πουν ότι κάποιος πέθανε, ενώ επιδιώκουν πάντα να παρουσιάζουν «ολοκληρωμένα πορτρέτα των νεκρών, αποφεύγοντας να αποσιωπούν “σκοτεινά σημεία” για να εξωραΐσουν την εικόνα τους».

Θα μπορούσαμε να μάθουμε πολλά από αυτή την προσέγγιση, όπως για παράδειγμα ότι ο νεκρός δεν είναι στο απυρόβλητο της κριτικής ούτε δείχνει «σεβασμό» να λες τη μισή (ή και λιγότερη) αλήθεια για κάποιον όταν πεθαίνει. Πολλώ δε μάλλον να τον αγιοποιείς –ακόμη κι αν εν ζωή ήταν ένα κάθαρμα και μισό– ή να μεγεθύνεις εξωπραγματικά τα επιτεύγματά του.

Σεβασμό σε κάθε άνθρωπο, αλλά κυρίως στους αναγνώστες σου και τελικά στον εαυτό σου, αποδίδει μόνο ένα πράγμα: η αλήθεια. Οσο σκληρή ή πεζή κι αν είναι, όσο κι αν χαλάει την προσωπική ψευδαίσθηση καθενός, συχνότατα δε τις συλλογικές μας ψευδαισθήσεις ότι η «δική μας» εποχή ήταν η καλύτερη από όλες, άρα και οι άνθρωποι που τη σημάδεψαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήταν όλοι φανταστικοί, τέλειοι, οι καλύτεροι και εν πολλοίς ανεπανάληπτοι.

Αυτό θρηνούμε στην πραγματικότητα με τόση υπερβολή, ειδικά στην Ελλάδα. Τη «δική μας» εποχή. Είναι κυρίαρχο το αφήγημα, το βλέπεις παντού: Τότε που μεγαλώναμε εμείς ήταν καλύτερα, οι νέοι σήμερα δεν ξέρουν τίποτε, τι σιχαμένες μουσικές ακούνε, αξέχαστα χρόνια τα 70s, 80s, 90s και ούτω καθ’ εξής.

Εχω έναν φίλο, στα 50φεύγα του σήμερα, ο οποίος κάθε –μα κάθε– φορά που μιλάμε για οτιδήποτε καταλήγει σε κάποια αναγωγή στη δεκαετία του 1990, «τότε που ΕΜΕΙΣ…». Θέλω κάθε φορά να του πω ότι ΕΜΕΙΣ είμαστε ακόμη εδώ, ούτε ξεμείναμε στη χρονοκάψουλα ούτε πεθάναμε με τη δεκαετία του 1990. Τουναντίον, από τη δεκαετία του 1990 κάναμε ένα εκατομμύριο πολύ σημαντικά πράγματα και συνεχίζουμε να κάνουμε.

Δεν είναι ο μόνος, όμως· η παρελθοντολαγνεία αυτή είναι διάχυτη σε μια κοινωνία που δείχνει παντελώς αδύναμη στη μέση ηλικία της να αποδεχθεί ότι ο κόσμος προχωράει και αλλάζει και εξακολουθεί να δημιουργεί και ούτε η μουσική τελείωσε με τον Θεοδωράκη ούτε η ποίηση εξέπνευσε με τον Ελύτη, ούτε η υποκριτική τέχνη έκλεισε με τον Καζάκο…

Σε κάποιο βαθμό είναι κατανοητό όλο αυτό, είμαστε ένας λαός που έχει φάει τρελή ματαίωση τα τελευταία 15 χρόνια, ματαίωση που ήρθε ύστερα από ψευδείς και φουσκωμένες προσδοκίες, διπλή η πτώση. Και γίναμε σαν τους υπολογιστές, που όταν κρασάρουν και πας να κάνεις επανεκκίνηση, σε ρωτάνε «να επιστρέψω στο τελευταίο σημείο στο οποίο λειτουργούσα καλά;». Ναι, του λες εσύ, και όταν επιστρέφει, έχεις χάσει δεδομένα μηνών, αν όχι χρόνων.

Δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι καλοί στην «εποχή μας», ούτε όλοι οι καλλιτέχνες σπουδαίοι, ούτε εμείς είχαμε καλύτερα κριτήρια από τους σημερινούς πιτσιρικάδες. Το γεγονός ότι γράφτηκαν απείρως περισσότερα για τον Φλωρινιώτη (πολλαπλασιάζοντας εκθετικά την πραγματική καλλιτεχνική αξία του) από ό,τι για τον Γιάννη Μαρκόπουλο, το αποδεικνύει. Οπως και το γεγονός ότι κατηγορούμε τα παιδιά που ακούνε τραπ, αλλά εμείς εκθειάσαμε τον Γεωργίου. Και κανενός ο θάνατος ούτε τον δικαιώνει ούτε τον κάνει αναμάρτητο και άλλα τέτοια πολύ χριστιανικά αλλά καθόλου αληθινά. Ούτε και τον κάνει σημαντικότερο από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.

Το φαινόμενο, φυσικά, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Το περιέγραψε καταπληκτικά η δημοσιογράφος Μέρι Σμιτζ το 1997 στη στήλη που είχε στην εφημερίδα Chicago Tribune, σε μια φανταστική ομιλία που θα απηύθυνε σε αποφοίτους Λυκείου, αν της το ζητούσαν ποτέ. Την ομιλία, που είχε τον τίτλο «Feel Free (to wear sunscreen)», έκανε τραγούδι ο Μπαζ Λούρμαν:

«Αποδέξου κάποιες αναπόδραστες αλήθειες
Οι τιμές θα ανέβουν, οι πολιτικοί θα εξαπατούν, κι εσύ κάποτε θα μεγαλώσεις
Κι όταν μεγαλώσεις, θα φαντασιώνεσαι ότι όταν ήσουν νέος
Οι τιμές ήταν λογικές, οι πολιτικοί ήταν τίμιοι
Και τα παιδιά σέβονταν τους γονείς τους»…