Η Βασιλική Θάνου θα μπορούσε να είναι λογοτεχνική ηρωίδα του λατινοαμερικάνικου «μαγικού ρεαλισμού». Το σκηνικό στο οποίο έχει κινηθεί, ως πάλαι ποτέ υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου, επικεφαλής του Νομικού Γραφείου του πρώην Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, τέως πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, είναι ιστορικά ορθό, απολύτως συμβατό με την πραγματικότητα· οι κινήσεις, οι θεωρίες και τα άλλοθι της είναι που μοιάζουν απίθανα, εξωπραγματικά. Η υπερβολή, η εμπάθεια, η ένταση που διέπει τα πεπραγμένα της έχει άλλωστε επιτύχει μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια εμφάνισής της σε θέσεις θεσμικά κορυφαίες, πλείστες όσες συγκρούσεις –η τελευταία τη θέλει να προσφεύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό τον ρόλο της «έκπτωτης προέδρου», όπως αυτοπροσδιορίζεται, της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Στον δικαστικό χωροχρόνο, η Θάνου διατηρεί τη δική της αφήγηση από το 2015, οπότε και ανεδείχθη πρόεδρος του Αρείου Πάγου, με απόφαση του υπουργικού Συμβουλίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Και δεν την έχει εγκαταλείψει, όπως φάνηκε από τη συνέντευξη που παρεχώρησε στον ΑΝΤ1, ως προς το ζήτημα της πρόσφατης αποκαθήλωσής της. Το πρόβλημα είναι ότι η αφήγησή της κάθε φορά επιδέχεται έντονων αμφισβητήσεων.
Επέμεινε, για παράδειγμα, η Βασιλική Θάνου ότι ουδέποτε υπήρξε κομματικό πρόσωπο. Η ίδια δεν ήταν ωστόσο ιδιαίτερα προσεκτική στην τήρηση αποστάσεων, για να κραδαίνει σήμερα ανεμπόδιστα τη σημαία της ουδετερότητας –δεν φτιάχνουν κομματική ή πολιτική ταυτότητα μόνο οι ταμπέλες. Οι δημοσιογράφοι τη θυμούνται πρώτη και καλύτερη να σπεύδει στην τελετή ανάληψης καθηκόντων στο υπουργείο Δικαιοσύνης του εκλεκτού του Μεγάρου Μαξίμου Μιχάλη Καλογήρου, για να τον συγχαρεί, εκπέμποντας μηνύματα σχέσης αγαστής, δύναμης επιρροής, εγγύτητας στην εξουσία περί τη Δικαιοσύνη. Δεν το συνηθίζουν οι τεχνοκράτες νομικοί σύμβουλοι Πρωθυπουργών, ειδικά όταν ο νέος υπουργός έχει μόλις ολοκληρώσει τη θητεία του ως γενικός γραμματέας της κυβέρνησης. Ετσι είναι, όμως, η συγκατοίκηση στο Μαξίμου θολώνει την κρυστάλλινη ματιά απέναντι σε καταστάσεις και ορισμούς.
Η κυρία Θάνου έχει απασχολήσει, ως προς την ισχύ της δικαστικής παρέμβασής της, πολιτικούς αρχηγούς και γραφεία Τύπου κομμάτων πολύ προτού αισθανθεί αδικημένη με τα της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Με αιχμή –ποια άλλη;–την υπόθεση Novartis. Ο μέχρι πρότινος πυλώνας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, Πάνος Καμμένος την είχε φωτογραφίσει –σύμφωνα με τη Νέα Δημοκρατία – μιλώντας για «κυρίες συμβούλους του Τσίπρα που λένε στους δικαστές “άστο αυτό για παρακάτω”…» ·«φωτογραφίζοντας ευθέως την κυρία Βασιλική Θάνου, υπονοώντας ότι μεθοδεύει τις δικαστικές υποθέσεις σύμφωνα με τις επιθυμίες του Πρωθυπουργού». «Η σοβαρότατη αυτή καταγγελία χρήζει άμεσης εισαγγελικής παρέμβασης», αναφερόταν στην ανακοίνωση της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Ο κ. Τσίπρας που βρίσκεται στη Βουλή δεν μπορεί ούτε να παριστάνει ότι δεν άκουσε, ούτε να σιωπά. Καλείται άμεσα να εξηγήσει τι εννοούσε ο κ. Καμμένος, όπως και ο μέχρι πρότινος συνεταίρος του να πει όλα όσα γνωρίζει και για τις ύποπτες παραιτήσεις εισαγγελέων τις οποίες επίσης κατήγγειλε».
Η λαγνεία για την εξουσία
Το πιθανότερο βεβαίως είναι η κυρία Θάνου να μη δίνει δεκάρα τσακιστή για την κριτική σε βάρος της. Η εμμονή χωρίς προσχήματα σε –κατά καιρούς, δικούς της– στόχους, το «πάση θυσία» κι ας γίνονται οι θεσμοί κουρέλια, μια τρόπον τινά θεσμική αναλγησία, τη διέπει άλλωστε από την αρχή της θητείας της στο Ανώτατο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Αλησμόνητη παραμένει η σύγκρουσή της με τη μεγαλύτερη δικαστική Ενωση της χώρας, την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, την εποχή κατά την οποία η Θάνου διατύπωνε την περιβόητη πρότασή της για παράταση της θητείας των ανώτατων δικαστικών και πέραν των 67 ετών, με νομοθετική ρύθμιση. Στη λυσσαλέα προσπάθεια της να υπερισχύσει, σε πείσμα σκληρότατων ανακοινώσεων σύσσωμου του συνδικαλιστικού δικαστικού και νομικού κόσμου, σε πείσμα και απόψεων διαπρεπών συνταγματολόγων, έφθασε να ιδρύσει «δική» της Ενωση, την Ενωση Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστών και Εισαγγελέων, ως συνδικαλιστικό αντίβαρο, που – φευ! – κατέστη σύντομα ανενεργό, σχεδόν ανύπαρκτο.
Ακόμη κι όταν υπέστη διττή ήττα, αφότου οι δυο διοικητικές Ολομέλειες του Δικαστηρίου, τόσο του Αρείου Πάγου όσο και της Εισαγγελίας, είπαν «όχι» στην εν λόγω πρόταση, η Βασιλική Θάνου εξέδωσε μακροσκελή ανακοίνωση, παρέχοντας διευκρινίσεις του τύπου «μη νομίζετε ότι αποδοκιμάστηκα» –εκδοχή μαγικού ρεαλισμού είναι κι αυτή…
Εμβληματικές, βεβαίως, θα παραμένουν εσαεί και στον αιώνα τον άπαντα, οι μάχες της με τον Ισίδωρο Ντογιάκο, τότε προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, νυν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στο πλαίσιο μιας περίπλοκης –με δυο σκέλη– πειθαρχικής διαδικασίας, και στο οποίο δύσκολα ξεχωρίζει κανείς νικητή και ηττημένο. Ενδεικτικό είναι ότι ο Ντογιάκος, ώρες προτού χάσει τον θώκο της Εισαγγελίας, σε μια ανατρεπτική εξέλιξη, είχε «πάρει» τις τότε εσωτερικές εκλογές του Σώματος, επιδεικνύοντας ισχύ και «ρεύμα» υπέρ του.
Η Βασιλική Θάνου δεν είναι μόνον η πρώτη γυναίκα που απέκτησε το πρωθυπουργικό αξίωμα στη χώρα, η δεύτερη κατά σειρά γυναίκα πρόεδρος του Αρείου Πάγου, είναι και η πρώτη πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου προερχόμενη από τη συνδικαλιστική δεξαμενή
Δεν είναι ψόγος, είναι διαπίστωση: η Βασιλική Θάνου αγαπά υπέρμετρα την εξουσία, κινούμενη στα όρια της λαγνείας, διατηρεί ασίγαστη επιθυμία για ρόλο στην ευρύτερη πολιτική κονίστρα, αντιστρόφως ανάλογη προς τα παρ’ ολίγον εβδομήντα χρόνια μιας δικαστικού – είναι γεννημένη το 1950. Δεν θέλει να αποσυρθεί, δε «συνταξιοδοτείται» με τίποτα. H αίτηση ακύρωσης – αναστολή εκτέλεσης της υπουργικής απόφασης προς το ΣτΕ δεν έγινε μόνο για λόγους γενικότερης τάξης, ενέχει το πείσμα της να μείνει, να είναι παρούσα. Εξ ου και οι δηλώσεις της ότι θα συνεργαστεί –αν δικαιωθεί– με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς όπως είπε «τα δημόσια πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν θεσμικά και όχι με βάση τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες τους».
Η δήλωση δεν συνάδει με τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα της, αντιθέτως ηχεί ως ανέκδοτο, αλλά τι σημασία έχει; Και το 2009, διέβλεπε «προϋπάρχουσα συναλλαγή» πίσω από την κατάληψη από συνταξιούχο δικαστή θέσης προέδρου ανεξάρτητης Αρχής, αλλά σήμερα κόπτεται για να κρατήσει τη δική της. Τότε ακόμη ξιφουλκούσε ως συνδικαλίστρια –αρχικώς ως μέλος του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, εν συνεχεία ως πρόεδρος της–, με λόγο οξύ, καταγγελτικό, φιλόδοξο, το περιεχόμενο του οποίου άλλαξε, τα χαρακτηριστικά του ουδόλως. Ναι, η Βασιλική Θάνου δεν είναι μόνον η πρώτη γυναίκα που απέκτησε το πρωθυπουργικό αξίωμα στη χώρα, η δεύτερη κατά σειρά (μετά τη Ρένα Ασημακοπούλου) γυναίκα πρόεδρος του Αρείου Πάγου, είναι και η πρώτη πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου προερχόμενη από τη συνδικαλιστική δεξαμενή.
Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που της προσάπτουν καθήλωση στο παρελθόν της, για την ακρίβεια αδυναμία υπέρβασής του. Μπορείς να αστράφτεις και να βροντάς το 2014, προτάσσοντας τα οικονομικά των δικαστών, σε πανδικαστική συγκέντρωση στο Εφετείο, καταφερόμενη εναντίον της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά, ως «κυβέρνησης κράτους απολυταρχικού», δεν μπορείς όμως να κινείσαι με μονομέρεια ως πρόεδρος ενός Ανώτατου Δικαστηρίου. Μπορείς να δέχεσαι χορηγίες από Ενώσεις και Ιδρύματα, αναφέροντας τις στο προεκλογικό σου φυλλάδιο στη μάχη για τις εκλογές των δικαστών, δε μπορείς όμως να πράττεις αναλόγως ως κεφαλή του Αρείου Πάγου. Ψιλά γράμματα. Οι εχθροί της διατείνονται ότι η Βασιλική Θάνου δεν ορρωδεί προ ουδενός.
Τα έξοδα του γκαλά που διοργάνωσε στο ξενοδοχείο Χίλτον για τον εορτασμό των 182 ετών του θεσμού του Αρείου Πάγου – παγκόσμια πρωτοτυπία (αφού συνήθως οι εορτασμοί γίνονται κάθε 50, 100 ή 200 χρόνια), καλύφθηκαν βάσει επίσημης ανακοίνωσης από «χορηγία φορέων». Βροχή έπεφταν τις ημέρες της προετοιμασίας της εκδήλωσης οι ανακοινώσεις των κομμάτων, διατυπώνοντας κρίσιμα ερωτήματα, αλλά η πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν έκανε βήμα πίσω: κι έδωσε απτόητη το «παρών» στην αίθουσα της «Τερψιχόρης», ντυμένη στα αγαπημένα της λευκά, πλάι στον τότε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, το μοναδικό ηχηρό όνομα που τη στήριξε στον προσωπικό αγώνα προβολής της – διότι περί αυτού επρόκειτο. Η λάμψη του θεσμού έπρεπε να φωτίσει πρωτίστως την ίδια. Όσοι το κατάλαβαν εγκαίρως, απλώς δεν πήγαν. Από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή, ως τη χορωδία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Και η αίθουσα δεν γέμισε.
Το παραπολιτικό της εκδήλωσης, που αποτυπώνει εν πολλοίς και τη φιλοσοφία Θάνου, είναι ότι δεν είχαν πάρει όλοι προσκλήσεις. Η ίδια είχε κινηθεί επιλεκτικά και άκρως επιθετικά, αποκλείοντας κατά το δοκούν δικαστές και εισαγγελείς με πορεία στον χώρο, όπως και δικαστικές ενώσεις. Το «καλύτερο»: δεν μοίρασε καν τις ίδιες προσκλήσεις σε όλους. Οι πατρίκιοι πήραν ιλουστρασιόν χαρτί και οι πληβείοι χαρτί ανακύκλωσης, σημείωμα.
Είναι αλήθεια ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Κι αυτές έχουν τη δύναμη πολλές φορές να εξηγήσουν το κοσμοείδωλο του δημοσίου προσώπου, που είναι κάθε φορά στο προσκήνιο. Η Βασιλική Θάνου μπορεί να το καυχιέται: έχει απασχολήσει σκιτσογράφους περιωπής όπως ο Δημήτρης Χαντζόπουλος, ως Ρασπουτίνοβα. Εχει υπάρξει με το στανιό συνομιλήτρια του προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ· πόσο θόρυβο είχε προκαλέσει η περίφημη εκείνη επιστολή –πολιτική παρέμβαση– μνημείο προσωπικής φιλοδοξίας, μέσω της οποίας καλούσε εκ μέρους όλων των δικαστικών λειτουργών της χώρας τον λουξεμβουργιανό να παρέμβει προς τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα και τις κυβερνήσεις άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέρ των ελληνικών προτάσεων για την εξεύρεση «λύσης». Εχει επιλέξει στο απώτερο παρελθόν ως εχθρό τον αείμνηστο καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Σταύρου Τσακυράκη, καταθέτοντας μηνυτήρια αναφορά για εξύβριση και δυσφήμιση, με αφορμή επικριτικό σχόλιο στην προσωπική του ιστοσελίδα.
Αργά ή γρήγορα, μέσα στον Σεπτέμβριο λέει η ίδια, οι νομικές υπηρεσίες της Κομισιόν θα αποφανθούν για την απομάκρυνσή της από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η απαντητική επιστολή της Επιτρόπου Βεστάγκερ κινείται προς το παρόν σε τυπικό πλαίσιο. Ουδείς βεβαίως αποκλείει την πιθανότητα, η Βασιλική Θάνου να δικαιωθεί –με μια τέτοια έκβαση, θα παραμείνει στη θέση της ως το 2024, καθώς η θητεία είναι πενταετής. Η «έκπτωτη πρόεδρος» επικαλείται ανάλογο παράδειγμα στην Ουγγαρία του Όρμπαν που εξελίχθηκε κατά τρόπο θετικό για τον θιγόμενο επικεφαλής ανεξάρτητης αρχής.
Οποια κι αν είναι όμως η απόφαση, θα είναι απλώς μια ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό. Και ασφαλώς θα αφορά, και οφείλει να αφορά, το θεσμικό σκέλος της υπόθεσης αυτής.
Η περίπτωση Θάνου, το πρόσωπο αυτό καθεαυτό, δεν μπορεί να εγκιβωτισθεί ούτε στους οκτώ μήνες θητείας της στην Αρχή Ανταγωνισμού, ούτε στις διαστάσεις μιας υπουργικής απόφασης που σέβεται ή καταπατά (θα δείξει) το ενωσιακό δίκαιο. Στην ολότητα της, καταρρίπτει τα όρια της κοινής λογικής, του δικαστικού στερεοτύπου, συγκαταλέγεται στο αλλόκοτο που αναλογεί σε κάθε κοινωνία. Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο Μάριο Βάργκας Λιόσα θα την είχαν λατρέψει.