Από την πρώτη στιγμή που ήρθε στη δημοσιότητα η υπόθεση της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη από την (εποπτευόμενη από το Μέγαρο Μαξίμου) Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, το ΠΑΣΟΚ την αντιμετώπισε ως δημοκρατική παρέκβαση και αμφισβήτηση του Κράτους Δικαίου, θέτοντας ένα ιδιότυπο δίλημμα: Προάσπιση της Δημοκρατίας ή ανοχή σε παρεκτροπές για χάρη της… πολιτικής σταθερότητας;
Η απάντηση συνιστά τη διαχωριστική τομή ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. Για όποιον δηλώνει ότι είναι υπέρ της προόδου, η απάντηση είναι αυτονόητη: δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα χωρίς εκπτώσεις. Αντιθέτως, η συντηρητική προσέγγιση δίνει προτεραιότητα στην πολιτική σταθερότητα, και ας «τραυματίζεται» η δημοκρατία.
Ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ και η ηγεσία του δέχονται σφοδρή κριτική –και σε υψηλούς τόνους, κυρίως από υποστηρικτές του Κυριάκου Μητσοτάκη οι οποίοι προέρχονται από τον κεντρώο χώρο. Απευθύνουν την κατηγορία ότι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ συμπράττει με τον ΣΥΡΙΖΑ σε «αντιδεξιό μέτωπο», αδιαφορώντας για την πολιτική σταθερότητα. Οι ανησυχίες τους εδράζονται στον φόβο να μην επανέλθει στην εξουσία ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ –το αποτύπωμα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο σώμα της χώρας, της πολιτικής, της κοινωνίας, της οικονομίας είναι ανεξίτηλο– και έτσι δέχονται εκπτώσεις σε ένα κατά τα άλλα μείζον ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας, την αμφισβήτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων – για αυτούς προέχει η πολιτική τακτική.
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, ωστόσο, όλοι αυτοί να απαντήσουν πρώτα στα εξής απλά ερώτημα:
– Τι είναι πιο πολύτιμο: η προάσπιση της δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου ή η κυβερνητική επιβίωση του οποιουδήποτε κόμματος;
-Μπορεί να υπάρξει πολιτική σταθερότητα αν η δημοκρατική λειτουργία υπονομεύεται;
-Πότε είχαν δίκιο; Οταν κατακεραύνωναν –και πολύ σωστά– την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τις αντιδημοκρατικές και διχαστικές πρακτικές ή τώρα;
Στο επίπεδο της κομματικής τακτικής, θεωρείται σταθερή η πολιτική γραμμή του ΠΑΣΟΚ «ούτε με τη ΝΔ ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτόνομο ΠΑΣΟΚ» –τουλάχιστον έτσι λένε δημοσίως.
Διότι μπορεί μεν η υπόθεση της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη, από την ΕΥΠ, να του δίνει τη δυνατότητα να οριοθετήσει τις σχέσεις του με την κυβέρνηση της ΝΔ, ωστόσο αναδεικνύεται ταυτόχρονα η υποχρέωση να καταστήσει το ΠΑΣΟΚ σαφές ότι δεν συμπλέει και με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη πλευρά, η εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώσει «αντιμητσοτακικό μέτωπο» παραμένει έως τώρα ανεδαφική γιατί το ΠΑΣΟΚ αρνείται να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο: η πολυσυζητημένη αυτονομία του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να είναι διαπραγματεύσιμη και έτσι δεν πρόκειται να συναινέσει σε «αντιμητσοτακικό μέτωπο». Στη Χαριλάου Τρικούπη αποκρούουν τόσο την πίεση του ΣΥΡΙΖΑ όσο και την «κεντρώα» κριτική ότι ανταποκρίνονται. Υποστηρίζουν ότι είναι παρωχημένη πολιτική στρατηγική καθώς έχει πολλάκις αναλυθεί ότι το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ανταγωνιστικές και όχι συμπληρωματικές δυνάμεις. Οι λόγοι του ανταγωνισμού τους είναι ιστορικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί.
Εξάλλου η πολύχρονη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κώστα Σημίτη, τον Γιώργο Παπανδρέου, ακόμη και η συμμετοχή του στην κυβέρνηση συνεργασίας με τη ΝΔ, το 2012-2015, είχαν πρωτίστως εθνικά προτάγματα και όχι στείρο αντιδεξιό χαρακτήρα. Δεν νομίζω ότι θα βρεθεί οιοσδήποτε στην ηγεσία του που θα βάλει στη ζυγαριά αυτά τα δύο.
Αξίζει επίσης να θυμηθούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισπράξει τέσσερα σημαντικά «όχι» από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, για συγκρότηση κοινού μετώπου κατά της κυβέρνησης μετά την εκλογική νίκη του κ. Μητσοτάκη, τον Ιούλιο του 2019. Οι «επιθέσεις φιλίας» της Κουμουνδούρου για κοινή στάση στην αντιμετώπιση της πανδημίας, για κοινή πορεία στην επέτειο του Πολυτεχνείου, για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία και την κατάσταση στα ΑΕΙ, καθώς και για την ενεργειακή κρίση, μολονότι κίνησαν το ενδιαφέρον μεμονωμένων στελεχών του ΠΑΣΟΚ, έπεσαν στο κενό.
Και τώρα, με αφορμή την υπόθεση των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ δεν βγήκε στα… κάγκελα να ζητήσει την παραίτηση του Πρωθυπουργού και άμεσες εκλογές. Μεμονωμένες φωνές στελεχών που το υποστήριξαν «μαζεύτηκαν». Ούτε διευκόλυνε τη ΝΔ ζητώντας προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση, όπου ως είθισται κυριαρχούν οι υψηλοί τόνοι και οι εντυπώσεις και πολύ λιγότερο η ουσία. Πρότεινε να γίνει Εξεταστική Επιτροπή στη Βουλή που αφήνει περιθώρια κινήσεων στην κυβέρνηση αφού θα έχει την πλειοψηφία της.