Η πολιτική επικαιρότητα (sic) φαίνεται ότι βρήκε αυτό το κάτι που της έλλειπε μέσα στο κατακαλόκαιρο και χορεύει στους ρυθμούς του Πολάκη και της Ακρίτα, τα διάφορα (και αδιάφορα) ξεκατινιάσματα και τους χαριτωμένους σχολιασμούς τους.
Προφανώς και όλα αυτά είναι άνευ παραμικρής σημασίας και μπορούν να θεωρηθούν ένα διάλειμμα, εν όψει της νέας πολιτικής περιόδου, που είτε το θέλουν κάποιοι, είτε όχι, θα έχει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, κάποια από αυτά με αρκετά μεγάλο βαθμό κρισιμότητας.
Το προφανέστερο από αυτά – και με δεδομένο το χάλι του ΣΥΡΙΖΑ – είναι και θα παραμένει η εκλογή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ.
Δεδομένων των συνθηκών και της πολιτικής συγκυρίας, η διαδικασία αυτή έχει κομβική σημασία για την ισορροπία του πολιτικού συστήματος και είναι μάλλον μία από τις τελευταίες πράξεις του μεταμνημονιακού δράματος. Είτε με την εκλογή του/της προέδρου του ΠΑΣΟΚ θα αρχίσει να διαμορφώνεται και πάλι ένας ευεργετικός για τη χώρα δικομματισμός (όλα τα άλλα μέχρι στιγμής οδήγησαν σε πολλαπλά φιάσκα), είτε θα επιβεβαιωθούν όσοι προειδοποιούν εδώ και καιρό για τους κινδύνους του κατακερματισμού και την δια αυτής της συνθήκης ανάδυση διαφόρων πολιτικών παρατράγουδων, με όποιες ορατές και αόρατες επιπτώσεις.
Η απόσυρση της Μιλένας Αποστολάκη από την κούρσα για την ηγεσία ήταν μία εξέλιξη με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και αίτια. Και κυρίως, συνοδεύτηκε από κάποιες επισημάνσεις για την επόμενη ημέρα. Πρώτη μεταξύ αυτών, η ενότητα του κόμματος και η παραμονή σε αυτό όλων όσων σήμερα διεκδικούν την ηγεσία του. Υπάρχει άλλωστε η προηγούμενη, πικρή εμπειρία από το μακρινό 2017. Όταν κάποιοι δήλωσαν ότι αν θέλεις να είσαι στρατηγός, πρέπει να είσαι και στρατιώτης και στη συνέχεια εγκατέλειπαν ή άλλοι έτρεχαν μετά την αποτυχία τους να γίνουν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Φαίνεται ωστόσο ότι τα πράγματα δεν θα είναι τόσο απλά για το ΠΑΣΟΚ και αυτό μάλλον θα πρέπει να εξεταστεί με ιδιαίτερη προσοχή από όλους και κυρίως από το εκλογικό σώμα που θα προσέλθει στις εσωκομματικές κάλπες για να εκλέξει αρχηγό. Είναι ήδη σαφές ότι κάποιοι ονειρεύονται συγχωνεύσεις με περιτρίμματα του ΣΥΡΙΖΑ και δίχως πολιτικό έρμα, ενώ την ίδια στιγμή άλλοι σπεύδουν να καταγγείλουν φαντασιακές συνωμοσίες με τον Μητσοτάκη.
Το επίδικο για το ΠΑΣΟΚ είναι όμως σαφές. Ο πολιτικός του χώρος είναι καθορισμένος στο κέντρο και οι αριστερίστικες αγωνίες δεν οδηγούν σε καμία εκλογική δυναμική. Υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο ακροατήριο που περιμένει περισσότερο προτάσεις, ρεαλιστικό σχέδιο και αποτελεσματική κομματική λειτουργία, παρά ιδεολογικού τύπου φανφάρες ή κενολογίες.
Ποιοι και ποιες μπορούν να υπηρετήσουν το ένα και ποιοι/ποιες το άλλο, είναι μάλλον ξεκάθαρο. Δεν πρέπει όμως να υπάρχουν και αυταπάτες. Κάτω από την επιφάνεια, υπάρχει η παρακμή και η σαπίλα, που θα πρέπει να ανακοπεί, με γενναίες αποφάσεις και παρεμβάσεις.
Το κρίσιμο υπό αυτές τις συνθήκες, είναι το δίδυμο που θα αναμετρηθεί για την ηγεσία στον δεύτερο γύρο στα μέσα του Οκτωβρίου, αλλά και το πώς θα συνυπάρξουν όλοι στη συνέχεια.
Υπάρχει εν όψει αυτών και μία άλλη, παλαιότερη και χρήσιμη εμπειρία. Αυτή του 1996, όταν το κόμμα ήταν σχεδόν κυριολεκτικά κομμένο στα δύο και έτοιμο να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, με φόντο την αναμέτρηση Σημίτη-Τσοχατζόπουλου. Υπήρχε φυσικά ή κρίσιμη και καθοριστική λεπτομέρεια: Η συγκολλητική ουσία της εξουσίας. Όμως το κόμμα τότε έμεινε ενωμένο, όπως και μετά το τραύμα του 2007 και τη σφοδρή σύγκρουση Παπανδρέου – Βενιζέλου.
Το αν θα παραμείνει και τώρα ενωμένο μετά την εσωκομματική διαδικασία, είναι κατά πάσα βεβαιότητα ο βασικός όρος της πολιτικής του επιβίωσης.