Το μόνο βέβαιο των εκλογών του 2023 είναι ότι με αυτές αναδιατάσσονται οι πολιτικοί συσχετισμοί.
Σε μία -κατά πάσα βεβαιότητα- ιστορικών διαστάσεων αναστροφή της ανωμαλίας που προκλήθηκε από τα μνημόνια και τις κοινωνικοπολιτικές τους τερατογενέσεις, πιθανώς με αυτές τις διπλές εκλογές να επιτυγχάνεται μία κάποια τακτοποίηση. Ίσως όχι οριστική, αλλά μάλλον συμβατή με την κοινωνικοοικονομική συνθήκη.
Η ΝΔ και ο Μητσοτάκης κάνουν έναν λίγο πολύ υγιεινό περίπατο, σχεδόν αυτονόητα, αφού έχουν τη μόνη ρεαλιστική και σαφή πρόταση διακυβέρνησης, αλλά και ελλείψει σοβαρού αντιπάλου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως προϊόν της κρίσης και υπό αυτήν την έννοια περιττός πλέον ως πολιτική δύναμη και από πολλές απόψεις, έχει αποσυνδεθεί από οποιαδήποτε ουσιαστική κοινωνική αντιστοίχιση, διακηρύσσει διάφορες χαζοβιόλικες αοριστίες και πιθανώς εισέρχεται σε μία περιδίνηση δίχως τέλος.
Ο άλλοτε χαρισματικός ηγέτης του δεν πείθει πλέον σχεδόν κανέναν και για τίποτε και ακόμη και ο εσωτερικός σπαραγμός που θα πρέπει να αναμένεται, θα είναι ουσιαστικά δίχως αντικείμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει πια ούτε ως υποψήφιος για την κυβέρνηση, ούτε ως διεκδικητής της πρωτοκαθεδρίας στην αντιπολίτευση.
Και το ΠΑΣΟΚ; Τι μπορεί να αναμένει κανείς από το ΠΑΣΟΚ; Ο ασύμετρος ενθουσιασμός για το 11,5% της 21ης Μαΐου έχει διαμορφώσει την αίσθηση ότι το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη είναι έτοιμο για την ολική επαναφορά και ότι, το αργότερο στις μεθεπόμενες εκλογές, θα διεκδικήσει τη διακυβέρνηση.
Ας μην γελιόμαστε όμως, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να καταρρέει, μπορεί το ΠΑΣΟΚ να ανακάμπτει, να τον φτάσει ή και να τον ξεπεράσει σε ποσοστά, όμως η πολιτική συνθήκη που διαταράχθηκε από την κρίση και τα μνημόνια, δεν θα αποκατασταθεί έτσι απλά, με ένα «φύγε ‘σύ, έλα ‘σύ» στην αντιπολίτευση.
Οπως ήδη φαίνεται, το ΠΑΣΟΚ έχει πολύ δρόμο και θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από μία παραλλαγή των χαζοαριστερών προτάσεων της αναδιανομής του πλούτου και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η νομιμοποίηση του ως αξιόπιστης δύναμης στην αντιπολίτευση δεν θα συμβεί ούτε μηχανιστικά, ούτε νομοτελειακά, ούτε και με απλούς αριθμητικούς όρους.
Όπως συμβαίνει πάντα, η όποια δύναμη της αντιπολίτευσης πιστοποιείται πολιτικά μόνο όταν αντιστοιχίζεται με μία κοινωνική συνθήκη και μία πραγματικότητα. Αυτό συνέβη ακόμη και με τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και με τον Καμμένο, ακόμη και από το άθροισμά τους και ασχέτως αν τελικά απλώς κορόιδευαν τους καημένους τους χορευτές του Συντάγματος, οι οποίοι πάντως τους πίστευαν.
Αυτό θα συμβεί και τώρα -ή όποτε- και οι διαδικασίες δεν θα είναι ούτε γραμμικές, ούτε μονοδιάστατες.
Αναλόγως του πώς και πόσο θα μαλλιοτραβηχτούν στον ΣΥΡΙΖΑ, αναλόγως του πώς θα συνεχίσει το ΠΑΣΟΚ και, κυρίως, αναλόγως του πώς θα τα πάει ο Μητσοτάκης στην εξ ορισμού δύσκολη, δεύτερη τετραετία του, θα προκύψει και μία λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική πρόταση.
Τίποτε δεν χαρίζεται σε κανέναν πλέον, ειδικά έπειτα από όλα όσα έχουμε δει και έχουμε ακούσει.
Οσο δε για τις ανοησίες που ακούγονται περί της τάχα επικίνδυνης παντοδυναμίας του Μητσοτάκη, ας μην ανησυχούν οι αυτόκλητοι «πατερούληδες».
Αν ο Μητσοτάκης τα θαλασσώσει, η αντιπολίτευση θα προέλθει πρώτα από τον κόσμο, ειδικά από εκείνους τους (πολλούς) αμφίθυμους που τον ψήφισαν και θα τον ψηφίσουν πάλι στις 25 Ιουνίου. Δεν θα χορεύουν στο Σύνταγμα και δεν πρέπει κανείς να τους υποτιμά.