Απόψεις

Το παιχνίδι με τις ημερομηνίες των εκλογών σε Ελλάδα και Τουρκία

Είναι κοινό μυστικό ότι στο Μέγαρο Μαξίμου θα εκτιμούσαν ιδιαιτέρως την πρόωρη διεξαγωγή των τουρκικών εκλογών. Ειδικά η 30η Απριλίου ακούγεται στην Αθήνα ως ιδανική ημερομηνία. Κι αυτό διότι αν τελικά επικρατήσει ο σχεδιασμός για ελληνικές κάλπες στις 2 ή στις 9 Απριλίου –και με δεδομένο ότι η χώρα θα οδηγηθεί και σε δεύτερη αναμέτρηση έως το τέλος Μαΐου–, συρρικνώνεται κατά κόρον το διάστημα του «κενού εξουσίας»
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Το μόνο κοινό που φαίνεται να έχουν αυτήν την περίοδο Ελλάδα και Τουρκία είναι η ανοιχτή συζήτηση για το πότε θα γίνουν εκλογές. Είναι βέβαιο ότι τα επιτελεία Μητσοτάκη και Ερντογάν συσχετίζουν, σε έναν βαθμό, το στήσιμο της κάλπης με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με παντελώς διαφορετικές προσδοκίες. Στη μεν Αγκυρα, η διεθνής θέση της χώρας και ειδικότερα το πρέσινγκ κατά της Ελλάδας εργαλειοποιούνται από τον πρόεδρο Ερντογάν για εκλογικά οφέλη. Στη δε Αθήνα, μπορεί να υπάρχει μια σχετική ανησυχία για το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου κατά τη διάρκεια της πολιτικής μετάβασης, κυριαρχεί όμως και η απαραίτητη αυτοπεποίθηση ότι οποιαδήποτε κίνηση θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.

Εως πρότινος, ουδείς γνώριζε πότε θα στηθούν οι κάλπες στην Τουρκία. Πέραν του προφανούς σεναρίου του Ιουνίου –βάσει της λήξης της συνταγματικής θητείας του προέδρου–, η συζήτηση περισσότερο επικεντρώθηκε όχι στο πότε, όσο στο αν ο Ερντογάν θα προκηρύξει εκλογές. Τους προηγούμενους μήνες, η δυσχερής θέση του τούρκου ηγέτη στο εσωτερικό οδηγούσε σειρά αναλυτών να αναζητούν τις πιθανές αιτίες που θα μπορούσε να επικαλεστεί ο Ερντογάν για να αναβάλει τη διαδικασία. Τη Δευτέρα, όμως, ο εκπρόσωπος του κυβερνητικού ΑΚΡ έδωσε στη δημοσιότητα έναν πρώτο οδικό χάρτη, με βάση τον οποίο οι εκλογές στην Τουρκία θα γίνουν νωρίτερα του αναμενομένου, με τις εκτιμήσεις να συγκλίνουν είτε στις 30 Απριλίου, είτε στις 14 Μαΐου.

Με βάση τον έως τώρα επιτελικό σχεδιασμό, είναι κοινό μυστικό ότι στο Μέγαρο Μαξίμου θα εκτιμούσαν ιδιαιτέρως την πρόωρη διεξαγωγή των τουρκικών εκλογών. Ειδικά η 30η Απριλίου ακούγεται στην Αθήνα ως ιδανική ημερομηνία. Κι αυτό διότι οι κυβερνητικοί επιτελείς εκτιμούν πως, αν τελικά επικρατήσει ο σχεδιασμός για ελληνικές κάλπες στις 2 ή τις 9 Απριλίου –και με δεδομένο ότι η χώρα θα οδηγηθεί και σε δεύτερη αναμέτρηση έως το τέλος Μαΐου–, συρρικνώνεται κατά κόρον το διάστημα του «κενού εξουσίας» κατά τη διάρκεια του οποίου η Ελλάδα θα κυβερνηθεί από υπηρεσιακό σχήμα.

Εξίσου κοινό μυστικό, εκπορευόμενο και από την πρόσφατη Ιστορία, είναι ότι η Τουρκία –και δη η Τουρκία του Ερντογάν– δεν θα δίσταζε να εκμεταλλευθεί μια τέτοια συγκυρία προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα εις βάρος της Ελλάδας, ειδικά αν η ηγεσία της γείτονος εκτιμήσει ότι θα έχει πολυεπίπεδα εκλογικά οφέλη ενόψει μιας εξαιρετικά αμφίρροπης κάλπης, στην οποία επί της ουσίας κρίνεται το μέλλον του Ερντογάν

Παρ’ όλα αυτά, ο σχεδιασμός της Αθήνας, υπό τη βαριά ατμόσφαιρα που επιβάλλει ο τουρκικός αναθεωρητισμός, δεν είναι καιροσκοπικός – είναι πιο δομικός. Το σημαντικότερο, ίσως, όλων είναι ότι μεταξύ του Μεγάρου Μαξίμου και της Κουμουνδούρου είναι βέβαιο πως θα υπάρξει δίαυλος επικοινωνίας σε σχέση με τον τρόπο που θα καλυφθεί το κενό της υπηρεσιακής – ειδικά αν η Αγκυρα συνεχίσει να ανεβάζει την ένταση, πολλώ δε μάλλον αν οι Τούρκοι προχωρήσουν και σε άλλου είδους έμπρακτες αμφισβητήσεις της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.

Είναι πιθανό το σενάριο παραμονής του Νίκου Δένδια ως υπουργού Εξωτερικών και του Νίκου Παναγιωτόπουλου ως υπουργού Αμυνας. Και αν όχι αμφοτέρων ή κανενός, τότε Μητσοτάκης και Τσίπρας θα πρέπει να καταλήξουν από κοινού στον ορισμό των υπηρεσιακών στις εν λόγω θέσεις. Κι αυτό διότι οφείλουν να εξασφαλίσουν, αφενός την κατά το δυνατόν ισχυρότερη εκπροσώπηση στο εξωτερικό, αφετέρου την αποτελεσματικότερη συνέχεια στην πολιτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Θέμα συνέχειας φαίνεται πως ήταν και η παραμονή του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ στη θέση του, απόφαση που έσπευσε να διαρρεύσει το Μέγαρο Μαξίμου μετά την τελευταία συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ – αρκετά νωρίτερα, δηλαδή, από τις επερχόμενες κρίσεις στο στράτευμα.

Επιπλέον, και σε αντίθεση με το παρελθόν, η Ελλάδα φαίνεται ότι διαθέτει την «τεχνογνωσία» αντιμετώπισης μιας πιθανής τουρκικής απειλής. Είτε αυτή εκφραστεί όπως το καλοκαίρι του 2020, με έξοδο ερευνητικού στην Ανατολική Μεσόγειο, είτε με υβριδική εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού, όπως στον Εβρο τον Μάρτιο του ιδίου έτους, είτε με σταδιακή και κλιμακούμενη αύξηση των προσφυγικών ροών στα ελληνικά νησιά, όπως συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών. Αυξημένη, φυσικά, θα είναι και η επιφυλακή στο Αιγαίο, εκεί που, όπως άλλωστε λένε κορυφαία στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού, «οι Ελληνες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες αισθάνονται σαν στο σπίτι τους». Δηλαδή, κυρίαρχοι και προστάτες.

Τα ίδια ισχύουν και σε διπλωματικό επίπεδο, καθώς, όσο ξεκάθαρο είναι ότι η Αγκυρα δεν θα κάνει πίσω στη διεθνοποίηση των παράλογων επιχειρημάτων της, άλλο τόσο βέβαιη είναι και η διαρκής αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Ολα αυτά, φυσικά, τίθενται υπό τη σκέπη, αφενός της σαφέστατα ενισχυμένης αποτρεπτικής ισχύος της Ελλάδας, ειδικά μετά την προμήθεια των Ραφάλ, αφετέρου των αμυντικών συμφωνιών με ΗΠΑ και Γαλλία.

Τα εθνικά θέματα είναι πεδίο υπεροχής του Μητσοτάκη στο εσωτερικό. Το ίδιο πιστεύει για τον εαυτό του και ο Ερντογάν, ο οποίος θεωρεί πως με τη στάση που τηρεί στο ρωσο-ουκρανικό ζήτημα έχει ανεβάσει τις διεθνείς μετοχές της Τουρκίας, την οποία και θέλει να μετατρέψει σε ισχυρό περιφερειακό παίκτη. Αγνοεί, προφανώς, ο τούρκος πρόεδρος το πώς διαμορφώνεται η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο – και κυρίως το γεγονός ότι με δική του υπαιτιότητα οι ισορροπίες στο τρίγωνο Ουάσινγκτον-Αγκυρα-Αθήνα έχουν αρχίσει να μεταβάλλονται εις βάρος του.

Ασχέτως αυτών, όμως, όσο πλησιάζουμε στις εκλογές ο Ερντογάν θα εντείνει την πίεσή του. Με το κύριο επιχείρημά του να απευθύνεται στο εσωτερικό: θα είναι αυτός που θα επεκτείνει τα σύνορα της Τουρκίας, 100 χρόνια μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας, διεκδικώντας και επισήμως θέση δίπλα στον «πατέρα» των Τούρκων, τον Κεμάλ. Και όπως έχει επισημανθεί ξανά, είναι συγκεκριμένα τα πιθανά πεδία άσκησης του ερντογανικού αναθεωρητισμού: Συρία, Λιβύη, Κύπρος, Ελλάδα, και φυσικά Ανατολική Μεσόγειος, που αφορά τόσο την Αθήνα, όσο και τη Λευκωσία.

Θα αλλάξει κάτι ραγδαία όσον αφορά τις θέσεις Ελλάδας και Τουρκίας μετά τις εκλογές; Η τουρκική αναθεωρητική στρατηγική δεν πρόκειται να ανατραπεί, είτε με τον Ερντογάν, είτε με κάποιο συνονθύλευμα κεμαλιστών-εθνικιστών-ισλαμιστών στην εξουσία. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα. Η γραμμή άμυνας και αποτροπής, επιχειρησιακά και διπλωματικά, οφείλει να παραμείνει στιβαρή και η χώρα προετοιμασμένη για κάθε ενδεχόμενο.

Οσον αφορά το βραχυπρόθεσμο πολιτικό μέλλον, είναι προφανές, ασχέτως των εξελίξεων στα Ελληνοτουρκικά, πως κανείς δεν θέλει να δει μια χώρα που ανήκει στον πυρήνα της ΕΕ και είναι μέλος της Ευρωζώνης να οδηγείται σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση.