Στις 24 Απριλίου 1919, στη γαλλική πρωτεύουσα, οι τρεις πιο ισχυροί πολιτικοί του κόσμου πήραν μια απόφαση που, εκ πρώτης όψεως, έμοιαζε βγαλμένη μέσα από τα πιο τρελά όνειρα των Ελλήνων: να σταλεί ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, στην πόλη-σύμβολο του μικρασιατικού Ελληνισμού. Θα το ανακοίνωναν στον έλληνα πρωθυπουργό εκείνο το ίδιο μεσημέρι – κι εκείνος θα έδινε μια απάντηση για την οποία επικρίνεται μέχρι σήμερα.
Στα τέλη του 1918, μετά από τεσσεράμισι αιματηρά χρόνια που στοίχισαν τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους και γκρέμισαν τέσσερις αυτοκρατορίες, έληξε επιτέλους ο Μεγάλος Πόλεμος. Έτσι έλεγαν τότε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο – πού να ήξεραν ότι λίαν συντόμως θα μας προέκυπτε και Δεύτερος…
Το τέλος του πολέμου βρήκε τις δυνάμεις της Αντάντ να έχουν νικήσει τις Κεντρικές Δυνάμεις. Η Ελλάδα μπορεί να είχε μπει ουσιαστικά στο παρά πέντε στον πόλεμο, αλλά ήταν με την Αντάντ στην πρώτη γραμμή της επίθεσης που έσπασε την αντίσταση των Βουλγάρων στο Μακεδονικό Μέτωπο και οδήγησε στην κατάρρευση των Κεντρικών Δυνάμεων λίγο αργότερα. Έτσι η χώρα βρέθηκε στο πλευρό των νικητών και ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο Παρίσι, όπου θα γινόταν η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, έτοιμος να προωθήσει τις ελληνικές διεκδικήσεις.
Η αυγή του 1919 βρήκε τους τότε ισχυρούς του κόσμου να στέκονται πάνω από τον χάρτη της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής και να αποφασίζουν πώς θα χαράσσονταν τα νέα σύνορα. Η Συνδιάσκεψη βρισκόταν ουσιαστικά στα χέρια τεσσάρων ανθρώπων: του βρετανού πρωθυπουργού Λόιντ Τζορτζ, του αμερικανού προέδρου Γουίλσον, του γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσό και του ιταλού πρωθυπουργού Ορλάντο.
Στα τέλη Ιανουαρίου 1919 ο Βενιζέλος παρουσίασε τις ελληνικές διεκδικήσεις, οι οποίες περιλαμβάνονταν αναλυτικά σε επίσημη έκθεση που είχε γράψει ο ίδιος και είχε τίτλο «Η Ελλάς ενώπιον του Συνεδρίου της Ειρήνης». Ο Βενιζέλος, μεταξύ άλλων ζητημάτων, διεκδικούσε τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (που είχαν κατακυρωθεί από το 1914 στην Ελλάδα αλλά δεν το αναγνώριζε η Τουρκία), τα Δωδεκάνησα, τη Βόρεια Ήπειρο, ολόκληρη τη Θράκη (Δυτική, που τότε ανήκε στους Βουλγάρους και Ανατολική, που τότε ανήκε στους Τούρκους) και από τη Μικρά Ασία τη Σμύρνη, το μεγαλύτερο μέρος από το βιλαέτι του Αϊδινίου και ένα τμήμα από το βιλαέτι της Προύσας.
Βρετανοί και Γάλλοι ήταν σύμφωνοι ότι η Ελλάδα έπρεπε να πάρει ένα κομμάτι της Μικράς Ασίας – μικρότερο όμως από εκείνο που διεκδικούσε ο Βενιζέλος. Αντίθετα, οι Αμερικανοί διαφωνούσαν λόγω των στατιστικών στοιχείων του πληθυσμού, που έδειχναν ότι οι Έλληνες ήταν μειοψηφία σε όλα τα σαντζάκια εκτός από τη Σμύρνη. Όσο για τους Ιταλούς, αρνήθηκαν και να συζητήσουν ακόμα τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στη Μικρά Ασία. Και υπήρχε λόγος γι’ αυτό.
Η Ιταλία δεν είχε μπει εξαρχής στον πόλεμο. Αυτό συνέβη το 1915, αφού είχε προηγηθεί μυστική συμφωνία με Βρετανία και Γαλλία ότι μετά το τέλος του πολέμου η Ιταλία θα έπαιρνε εδάφη στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Αττάλειας. Ένα χρόνο αργότερα όμως ακολούθησε άλλη μυστική συμφωνία, αυτή τη φορά ανάμεσα σε Βρετανία και Γαλλία, η συμφωνία Sykes-Picot, που καθόριζε τα εδάφη της ασιατικής Τουρκίας που θα αποκτούσαν Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία μετά τον Πόλεμο. Η συμφωνία αυτή έγινε εν αγνοία της Ιταλίας, η οποία όταν έμαθε τα συμφωνηθέντα απαίτησε εκτός από την Αττάλεια, τη Σμύρνη, το Ικόνιο τα Άδανα και τη Μερσίνα. Τελικά χρειάστηκε κι άλλη συμφωνία μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας (αυτή του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης), προκειμένου οι Ιταλοί να αναγνωρίσουν την συμφωνία Sykes-Picot, με αντάλλαγμα μια ζώνη στη Μικρά Ασία που περιελάβανε το Ικόνιο αλλά και τη Σμύρνη.
Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν ελληνικά και ιταλικά συμφέροντα βρίσκονταν σε ευθεία αντίθεση – και όχι μόνο στο θέμα της Σμύρνης. Η Ελλάδα διεκδικούσε τα Δωδεκάνησα, τα οποία είχαν κατακυρωθεί στην Ιταλία από το 1915, ενώ η Βόρεια Ήπειρος αποτελούσε πάντα «μήλον της Έριδος» για τις δύο χώρες.
Την άνοιξη του 1919, κι ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στην Αττάλεια προσπαθώντας ουσιαστικά να προκαταλάβουν τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης, δημιουργώντας τετελεσμένο. Ταυτόχρονα, Ιταλοί και Αμερικανοί ήρθαν σε πλήρη ρήξη για το θέμα του Φιούμε στην Αδριατική (της σημερινής Ριέκας), με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να αποχωρήσουν από τη Συνδιάσκεψη σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν αναφορές για συνεργασία των Ιταλών με τους Τούρκους στη Μικρά Ασία, ενώ ο αμερικανός πρόεδρος είχε λάβει αναφορά από τους έλληνες κατοίκους της Ρόδου, που διαμαρτύρονταν για τη βάναυση συμπεριφορά των Ιταλών.
Βλέποντας τους Ιταλούς να επεκτείνουν την κατοχή τους πέραν της Αττάλειας προς τη Σμύρνη, Λόιντ Τζορτζ, Γουίλσον και Κλεμανσό ήξεραν ότι έπρεπε να αναλάβουν δράση. Στις 24 Απριλίου (π.η.) συζητούσαν για ακόμα μια φορά το ζήτημα, όταν ο Λόιντ Τζορτζ είπε:
«Οφείλω να επιμείνω για μία ακόμα φορά ότι δεν θα πρέπει να αφήσουμε την Ιταλία να μας φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος στην Ασία. Πρέπει να επιτρέψουμε στους Έλληνες να αποβιβάσουν στρατεύματα στη Σμύρνη».
«Το καλύτερο μέσον για να σταματήσουμε τους Ιταλούς είναι το οικονομικό» είπε ο Γουίλσον.
«Εμποδίσαμε ποτέ τους Τούρκους και τις βαλκανικές δυνάμεις να κάνουν πόλεμο, έστω και αν υπέφεραν πάντα από έλλειψη χρημάτων; Η γνώμη μου είναι ότι θα έπρεπε να πούμε στον κύριο Βενιζέλο να στείλει στρατό στη Σμύρνη. Θα δώσουμε εντολή στους ναυάρχους μας να αφήσουν τους Έλληνες να αποβιβαστούν όπου υπάρχει κίνδυνος για αναταραχές και σφαγές» επέμεινε ο Λόιντ Τζορτζ.
«Γιατί να μην τους πούμε να αποβιβαστούν αμέσως; Έχετε καμία αντίρρηση γι’ αυτό;» υπερθεμάτισε ο Γουίλσον.
«Καμία» απάντησε ο Λόιντ Τζορτζ.
«Ούτε εγώ. Δεν θα πρέπει όμως να προειδοποιήσουμε τους Ιταλούς;» πρόσθεσε ο Κλεμανσό.
«Κατά τη γνώμη μου, όχι» έκλεισε τη συζήτηση ο βρετανός πρωθυπουργός.
Λίγο αργότερα ο Λόιντ Τζορτζ τηλεφώνησε στον Βενιζέλο να πάει νωρίτερα στο γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών, όπου θα γινόταν απογευματινή συνεδρίαση για τους όρους της γερμανικής συνθήκης. Ο Βενιζέλος έφτασε 15 λεπτά πριν τις τρεις το μεσημέρι. Ακολούθησε ο εξής διάλογος:
«Έχετε διαθέσιμο στρατό;»
«Έχουμε. Περί τίνος πρόκειται;»
«Αποφασίσαμε σήμερα με τον πρόεδρο Γουίλσον και τον κύριο Κλεμανσό ότι πρέπει να καταλάβετε τη Σμύρνη».
«Είμεθα έτοιμοι».
Έχουν περάσει 105 χρόνια, και αυτό το «Είμεθα έτοιμοι» ακόμα του το χρεώνουμε του Βενιζέλου. Ναι, αυτό του χρεώνουμε ουσιαστικά. Ή αυτό θα έπρεπε να του χρεώνουμε, εάν είχαμε ως λαός το αναγκαίο θάρρος να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Διότι το να του χρεώνουμε ότι έκανε εκλογές το 1920 – ενώ η θητεία της κυβέρνησής του είχε λήξει προ πολλού και ταυτόχρονα ο πόλεμος είχε τερματιστεί τυπικά με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών τρεις μήνες νωρίτερα – είναι απλή μετατόπιση ευθυνών. Ο λαός εξέφρασε το φρόνημά του. Και «μαύρισε» τον Βενιζέλο. Και μαζί του, «μαύρισε» και τη Μεγάλη Ιδέα, ακριβώς τη στιγμή που βρισκόταν στο απόγειό της.
Κρίνοντας εκ των υστέρων, και καθώς είναι πρακτικά αδύνατο στο άκουσμα της λέξης «Σμύρνη» να μην έρθει στο νου μας η Καταστροφή του 1922, δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πώς ήταν τα πράγματα στις 24 Απριλίου 1919.
Η Ελλάδα βρισκόταν ανάμεσα στους νικητές του Πολέμου, οι δύο προαιώνιοι εχθροί της – Βουλγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία – ήταν ηττημένες και τα εδάφη τους θα γίνονταν λεία των νικητών και οι τρείς Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής άνοιγαν το δρόμο στην Ελλάδα για να αγγίξει το «όνειρο». Ο Βενιζέλος τότε δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι θα καλείτο η Ελλάδα να αντιμετωπίσει ποτέ τους Τούρκους μόνη – άλλωστε, πόλεμο δίχως συμμάχους ο Βενιζέλος δεν επιχείρησε ποτέ. Είπε λοιπόν το «Ναι» στη μεγάλη, τη μοναδική ευκαιρία που παρουσιάστηκε.
Alea jacta est – ο κύβος ερρίφθη.
Το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα και πού βρίσκεται η ευθύνη του κάθε προσώπου και της κάθε παράταξης από εκεί και ύστερα είναι ένα θέμα που απαιτεί μεγάλη ανάλυση. Εν τέλει όμως, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με εκείνο το «Είμεθα έτοιμοι» που είπε ο Βενιζέλος στις 24 Απριλίου 1919.
Διότι, παρότι η Ιστορία δεν γράφεται με «αν», μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι αν ο Βενιζέλος δίσταζε κι έχανε την ευκαιρία, θα είχε μείνει στην Ιστορία ως ο μεγαλύτερος προδότης της Μεγάλης Ιδέας – ο άνθρωπος που του δόθηκε η ευκαιρία να πάει στη Σμύρνη κι εκείνος είπε «Όχι»… Ένα «Όχι» που σύσσωμο το Ελληνικό Έθνος θα του καταλόγιζε για πάντα.
«Κάθε γωνιά μια ιστορία». Το podcast της Ελένης Λετώνη