Οταν ο Νίκος Πορτοκάλογλου κατέθετε την ιδέα του στην ΕΡΤ, ίσως δεν φανταζόταν ότι το κοινό θα την αγαπούσε τόσο, αλλά και ότι θα έβαζε στο πλάνο μια εκπομπή που χρησιμοποιεί τα υλικά ενός τηλεοπτικού μουσικού προγράμματος πολύ διαφορετικά από ό,τι είχαμε συνηθίσει.
Το ξέρουμε πολύ καλά ότι η μουσική στην ελληνική τηλεόραση πάει παρέα με μια πίστα. Στην οποία ανεβαίνουν κυρίως τραγουδιστές του ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου για να δώσουν στον τηλεθεατή μια μουσική προσομοίωση, επί της οθόνης, της αγαπημένης συνήθειας του Νεοέλληνα. Εναν «Πυρετό το σαββατόβραδο» α λα ελληνικά, όπου, αντί για πρώτο τραπέζι πίστα, θα πιάσει πρώτο τραπέζι καναπέ και θα διασκεδάσει με καψουροτράγουδα, φορώντας τις φόρμες του και πετώντας χαρτοπετσέτες στο σαλόνι.
Μόνο η εκπομπή «Στην Υγειά μας» κατάφερε να σπάσει το μοτίβο της βαριάς ελαφρολαϊκής τηλεπίστας, κάνοντας μια πιο ευρεία σύνθεση καλλιτεχνών από κάθε είδος και δίνοντας εκατοντάδες νέες εκτελέσεις τραγουδιών, οι οποίες ανανέωσαν την γκαρνταρόμπα των ακουσμάτων μας. Η διασκέδαση, βέβαια, με τη μορφή του ξεσαλώματος έμεινε σαν βασικό συστατικό και της εκπομπής του Σπύρου Παπαδόπουλου, που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από το τρίπτυχο «τραγούδι-ποτό-χορός» και από τα δεσμά του πρώτου ονόματος στη μαρκίζα, το οποίο ήταν εμφανές ότι γινόταν μέρος της παρέας προς ενίσχυση της τηλεθέασης.
Το «Μουσικό Κουτί» ήταν η πρώτη εκπομπή που δεν στηρίχτηκε στην κοινοτοπία της συνταγής που θέλει να σηκώσει τον τηλεθεατή από την καρέκλα για να ρίξει μια στροφή. Το όλο στήσιμο και η φιλοσοφία του ήταν ξεκάθαρο ότι στόχευαν στην ανάταση της ψυχής και στην ανακίνηση του συναισθήματος, επενδύοντας σε υψηλότερης αισθητικής ήχους. Αυτό δεν γινόταν, ωστόσο, μέσω ενός σοβαροφανούς διαχωρισμού μεταξύ εμπορικού και ποιοτικού, αλλά με μια προσεκτική διαλογή πρώτης ύλης, που στην ένωσή της έδινε ένα πολύ όμορφο και πρωτότυπο αποτέλεσμα.
Το να ακούσεις, για παράδειγμα, ντουέτο Μαρίας Φαραντούρη και Αλκίνοου Ιωαννίδη, σε μίξη παραδοσιακού κυπριακού νανουρίσματος με το «Sometimes I Feel Like a Motherless Child», ή να ακούσεις τον Ερικ Μπάρτον να τραγουδά το «Don’t Let Me Be Misunderstood» με πρωταγωνιστή στην εκτέλεση βαλκανικό έγχορδο όργανο, δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Οχι μόνο στην τηλεόραση, αλλά και σε μουσική σκηνή, θα ήταν σπάνιο να το πετύχεις.
Μιλάμε για δυσεύρετες μουσικές συνυπάρξεις και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εκτελέσεις, αυτό μας έδινε το «Μουσικό Κουτί» και γι’ αυτό εκτιμήθηκε τόσο από ένα κοινό που δεν βρίσκει ευχαρίστηση στο ντιριντάχτα, ή μπορεί και να βρίσκει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αναζητά και άλλα μουσικά ερεθίσματα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν η δική μας εκδοχή μιας unplugged μουσικής εκπομπής, όπου ο ήχος και η ψυχή του είναι πρωταγωνιστές, και όπου όλοι, παλιοί και νέοι, λιγότερο και περισσότερο γνωστοί καλλιτέχνες, γίνονται ένα μέσα από τα τραγούδια.
Ο Νίκος Πορτοκάλογλου και η Ρένα Μόρφη, η οποία κάθισε άξια δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια, έδωσαν ένα παράδειγμα μουσικής επικοινωνίας μεταξύ δημιουργών και κοινού, με όχημα την οθόνη. Η επιλογή μουσικών καλλιτεχνών στη παρουσίαση έπαιξε κι αυτή τον ρόλο της, γιατί, οπωσδήποτε, είναι άλλο απλώς να παρουσιάζεις κάτι και άλλο το να μπορείς να συμμετέχεις ενεργά σε αυτό επειδή το κατέχεις. Η αίσθηση της παρέας που μετέδιδε η εκπομπή στηριζόταν στο γεγονός ότι όλοι τελικά έμπαιναν στο μουσικό παιχνίδι συνταιριάσματος.
Το φινάλε της περασμένης εβδομάδας έφερε συγκίνηση και πολλά μηνύματα από τους τηλεθεατές. Κανείς δεν ήθελε το «Μουσικό Κουτί» να σταματήσει, αλλά ήταν μια απόφαση του Νίκου Πορτοκάλογλου, ο οποίος ένιωσε ότι έκλεισε ο κύκλος. Κάποιοι λένε ότι ήταν η καλύτερη εκπομπή στο είδος της. Σίγουρα, άλλαξε λίγο την οπτική μας σχετικά με το πώς πρέπει να είναι μια μουσική εκπομπή. Δεν ξέρω αν νίκησε τα τηλε-γλέντια, αλλά οπωσδήποτε έσπασε το μονοπώλιό τους.