Οι αγορές χαιρέτισαν με ενθουσιασμό την προοπτική άμεσης αποχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία. Το αποδεικνύει η ομοβροντία θετικών εκθέσεων και θετικών επιδόσεων των ελληνικών αξιογράφων.
Χωρίς να υποβαθμίζω τη νίκη της ΝΔ και το εκσυγχρονιστικό, «market friendly» προφίλ του προέδρου της, οι αγορές επικρότησαν, κυρίως, την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.
Οχι επειδή είναι δεξιές. Οι αγορές δεν έχουν ταμπού ούτε ιδεολογικές εμμονές – άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, αρκεί να πιάνει ποντίκια. Και οι αγορές γνωρίζουν εδώ και χρόνια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι σαν Ραν Ταν Πλαν της ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Το ράλι στα spreads
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων υποχώρησαν εντυπωσιακά την 1η εβδομάδα μετά τις εκλογές. Οσο υποχώρησαν τα spreads σε τέσσερα χρόνια, από τον Ιούνιο του 2014 ως τον Αύγουστο του 2018, τόσο και ακόμη περισσότερο υποχώρησαν την εβδομάδα μετά τις ευρωεκλογές. Ενδεικτικά:
Την 1η Ιουνίου 2012, το spread των 10ετών ομολόγων έκλεινε στο 28,6%.
Δύο χρόνια αργότερα, λίγο μετά τις ευρωεκλογές του 2014 το spread έκλεινε στο 4,36% στις 6 Ιουνίου 2014.
Τέσσερα χρόνια μετά, και ενώ τυπικά είχαμε πετύχει την έξοδο από τα μνημόνια, στις 20 Αυγούστου 2018 το spread έκλεινε στο 4,01%. Δεν το λες και μεγάλη πρόοδο!
Στις 24 Μαΐου 2019, δύο ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές, το spread είχε μειωθεί στο 3,54%. Ενα τμήμα αυτής της βελτίωσης εδράζεται στη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα και ένα άλλο στην «προθέρμανση» ενόψει της πολιτικής αλλαγής. Δεν διακρίνονται εύκολα τα δύο τμήματα. Ομως, στις 31 Μαΐου 2019, πέντε μέρες μετά τις ευρωεκλογές, το spread υποχώρησε στο 3,10%!!! Λίγες μέρες αργότερα στις 12 Ιουνίου 2019 υποχώρησε κάτω από το 3% (2,98%).
Είναι πλέον πολύ πιθανό, στο ορατό μέλλον, το ελληνικό Δημόσιο να είναι σε θέση να δανείζεται από τις αγορές με χαμηλότερο κόστος από την Ιταλία. Ισως πολύ σύντομα.
Πώς, λοιπόν, μια χώρα της Ευρωζώνης με χρέος 180% ΑΕΠ μπορεί να δανείζεται φθηνότερα από μια άλλη χώρα της Ευρωζώνης με χρέος 130%; Επειδή το χρέος της Ελλάδας είναι υψηλότερο αλλά δυνητικά καλύτερο από της Ιταλίας. Αυτή η αξιολόγηση συνυπολογίζει αφενός τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του χρέους (επιτόκια, διάρκεια δανείων) αφετέρου την απόκλιση των δύο χωρών στις δυνατότητες ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό άλλωστε και το 2013-2014 οι διεθνείς οργανισμοί (Κομισιόν, ΔΝΤ) προέβλεπαν ότι το 2020 το ελληνικό χρέος μπορούσε να προσεγγίσει το 120% – χαμηλότερο από το 132% της Ιταλίας. Μετά, βέβαια, ήρθαν ο κ. Τσίπρας με τον κ. Καμμένο που καθήλωσαν αναπτυξιακά τη χώρα ακυρώνοντας όλο το συσσωρευμένο δυναμικό του ελατηρίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε το χρέος στο 178% του ΑΕΠ (τέλος 2014) και το παραδίδει στο 180% (τέλος 2018). Προσωπικά, διακινδυνεύω μια πρόβλεψη: στο τέλος του 2023 το χρέος της Ελλάδας θα είναι χαμηλότερο από 150% του ΑΕΠ και τότε όλοι θα έχουν κατανοήσει ποιο ήταν το μεγάλο λάθος στις προβλέψεις του ΔΝΤ: δεν είχε υπολογίσει το «ΣΥΡΙΖΑ effect».
Η αντίδραση του Χρηματιστηρίου Αθηνών
Ολο το ΧΑΑ αντέδρασε ήπια θετικά στο εκλογικό αποτέλεσμα. Αλλά αυτό που έδωσε τον τόνο και έναν χαρακτήρα πανηγυρισμού του εκλογικού αποτελέσματος ήταν η αντίδραση των τραπεζικών μετοχών και, για ευνόητους λόγους, της πολύπαθης ΔΕΗ.
ΔΕΗ
Για τη ΔΕΗ χάθηκαν πέντε πολύ κρίσιμα χρόνια επί ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα η αγορά προεξοφλεί ότι η επόμενη κυβέρνηση θα κάνει ό,τι απέφυγε η απερχόμενη με εγκληματική απραξία: θα ασχοληθεί με τα φλέγοντα προβλήματα της εταιρείας. Αυτή η προσδοκία αποτυπώνεται στην κίνηση της μετοχής της ΔΕΗ, που γνώρισε ακραία απαξίωση τα τελευταία χρόνια. Προσοχή! Εδώ αναλύονται και εξηγούνται προσδοκίες, δεν διαφημίζονται μετοχές. Με την έννοια ότι η άφιξη ενός πυροσβεστικού οχήματος έξω από ένα φλεγόμενο κτίριο είναι οπωσδήποτε θετικό γεγονός, δεν προσφέρει, όμως, πληροφορίες για την κατάσταση και την αξία του κτιρίου μετά την κατάσβεση.
Τράπεζες
Οι τράπεζες σε μεγάλο βαθμό είναι ο καθρέφτης της οικονομίας. Η εμφατική ανοδική κίνηση των τραπεζικών μετοχών αποτυπώνει τις προσδοκίες για την πορεία της οικονομίας, με τον τρόπο που αποτυπώνεται και στην πτώση των spreads.
Οι αγορές, με τον τρόπο τους, εκπέμπουν την πεποίθηση ότι η οικονομία –μαζί και οι τράπεζες- θα αναπτυχθεί δυναμικότερα, ότι έρχονται επενδύσεις, δουλειές, εισοδήματα.
Ομως γιατί καλπάζουν οι μετοχές των τραπεζών; Τι απέγιναν οι ανησυχίες για την κεφαλαιακή επάρκεια και τα κόκκινα δάνεια; Ή πιστεύουν οι αγορές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι θαυματοποιός; Οχι, βέβαια!
Από τον περασμένο Σεπτέμβριο γράφαμε εδώ ότι το κύριο πρόβλημα των τραπεζών δεν ήταν τα κεφάλαια που λείπουν ή τα κόκκινα δάνεια αλλά η έλλειψη εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Και τον Νοέμβριο εδώ με αφορμή το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τα κόκκινα δάνεια και το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Eurobank διαπιστώναμε μια αχτίδα αισιοδοξίας. Η κυβέρνηση, βέβαια, κωλυσιεργεί. Δεν προώθησε ακόμη το σχέδιο της ΤτΕ στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, ίσως και λόγω της ιδιότυπης βεντέτας με την ΤτΕ, αλλά αυτό σύντομα θα πάψει να είναι πρόβλημα.
Δυστυχώς για τη χώρα και την οικονομία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών ήδη από το 2015 για πάρα πολλούς λόγους. Επιπροσθέτως, συνέχισε σταθερά και μεθοδικά να υποσκάπτει την αξιοπιστία της μέχρι και την ύστατη ώρα. Αναμφίβολα οι κυβερνήσεις του Α. Τσίπρα κέρδισαν πολλούς πόντους στο πεδίο της δημοσιονομικής αξιοπιστίας. Ωστόσο ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός συνιστά μεν δημοσιονομική αρετή αλλά δεν διασφαλίζει ούτε ανάπτυξη ούτε εμπιστοσύνη. Πολλές χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ ήταν δημοσιονομικά ισοσκελισμένες και ταυτόχρονα ουραγοί της ανάπτυξης για δεκαετίες.
Αν έπρεπε σήμερα να κωδικοποιήσουμε την αντίδραση των αγορών σε ένα σύνθημα, αυτό θα ήταν: ο ΣΥΡΙΖΑ φεύγει, η εμπιστοσύνη έρχεται. Και παράγονται αποτελέσματα απλά και μόνο από την επιστροφή της εμπιστοσύνης.
Για παράδειγμα, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προτείνει ένα σχέδιο για την επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, έχει όμως υψηλό κόστος χρηματοδότησης, καθώς συνδέεται με το υψηλό κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου. Οταν, λοιπόν, το κόστος δανεισμού του Δημοσίου μειώνεται, οι τράπεζες έρχονται πιο κοντά στην απόκτηση ενός ακόμα εργαλείου για τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Ακόμη και αν τα πιστωτικά ιδρύματα χρειαστούν νέα κεφάλαια προκειμένου να διαχειριστούν με επάρκεια το προβληματικό δανειακό χαρτοφυλάκιο, θα τα αντλήσουν πολύ πιο εύκολα, όταν το κλίμα είναι καλό. Ενα εύγλωττο παράδειγμα είναι η τράπεζα Πειραιώς. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος και τον SSM, το 2014 χρειάστηκε νέα κεφάλαια 757 εκατ.€ και άντλησε από τις αγορές με ευκολία τα υπερδιπλάσια (1.750 εκατ.€) εδώ. Αντιθέτως, το 2ο εξάμηνο του 2018, η ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης μέσω έκδοσης ομολογιακού δανείου μειωμένης εξασφάλισης ύψους 500 εκατ.€ αποδείχθηκε αδύνατη εξαιτίας του κακού κλίματος.
Αυτές τις μέρες κλείνουμε 8 χρόνια χωρίς τράπεζες, τα τρία αποκλειστικά εξαιτίας της περιπέτειας του 2015. Δεν θα μείνουμε για πάντα έτσι. Η “επιστροφή των τραπεζών”¹, η μετάβαση από μια οικονομία χωρίς τράπεζες σε μια οικονομία με τράπεζες, η μετάβαση από μια οικονομία που οι τράπεζες αφαιρούν ρευστότητα σε μια άλλη όπου προσθέτουν ρευστότητα, θα βελτιώσει σημαντικά το επενδυτικό τοπίο και τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Αυτή η μετάβαση είναι σήμερα ορατή.
Δε μιλάμε, φυσικά, για επιστροφή στις υπερβολές προ κρίσης. Δεν μιλάμε καν -ακόμη- για μετρημένη πιστωτική επέκταση. Πρώτος στόχος είναι η κανονικότητα, η σταθερότητα, να σταματήσει η συρρίκνωση. Το 2018 οι καθαρές ροές δανείων από τις τράπεζες προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν αρνητικές κατά 2 δισ.€. Χορηγήθηκαν λιγότερα δάνεια απ’ όσα εξοφλήθηκαν. Για να παραμείνουμε πιστωτικά ουδέτεροι, δηλαδή να παραμείνει σταθερός ο λόγος δάνεια ιδιωτικού τομέα/ΑΕΠ, θα έπρεπε οι τράπεζες να είχαν χορηγήσει 6 δισ. περισσότερα δάνεια το 2018. Και αυτό θα σήμαινε 10 δισ. € ετησίως περισσότερες επενδύσεις, αν συνυπολογίσουμε την ίδια συμμετοχή των επιχειρήσεων στις επενδύσεις ή των νοικοκυριών στα στεγαστικά.
Οι τράπεζες είναι ένα μόνο παράδειγμα. Η επιστροφή της εμπιστοσύνης λειτουργεί προωθητικά για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη σε πολλά επίπεδα, με πολλούς τρόπους. Γι’ αυτό, παρά τις δυσκολίες, την αυστηρή εποπτεία και τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, η χώρα έχει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις να πετύχει πολλά τα επόμενα χρόνια. Η επιστροφή της εμπιστοσύνης και η αξιοπιστία της επόμενης κυβέρνησης θα διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο σε αυτήν την κατεύθυνση.
Μέχρι πρόσφατα, οι επενδυτές διατηρούσαν πολύ σοβαρές αμφιβολίες αν η Ελλάδα μπορούσε να κινηθεί πέραν της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, με ένα σχέδιο διαφορετικό από την αντιμεταρρύθμιση και την υπανάπτυξη που προωθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι ευρωεκλογές έστειλαν στους επενδυτές το μήνυμα ότι η Ελλάδα μπορεί να ξεπεράσει τον κακό της εαυτό. Και οι αγορές απάντησαν πως είναι έτοιμες να δώσουν στην Ελλάδα άλλη μία ευκαιρία.
Αν θέλετε, βέβαια, όσοι θέλετε, μπορείτε να παραμείνετε μακροπρόθεσμα απαισιόδοξοι. Αλλωστε πολλές πληγές και δυσλειτουργίες παραμένουν ίδιες με χθες – αρκεί και μόνο το δημογραφικό ζήτημα, για να είναι κανείς μακροπρόθεσμα απαισιόδοξος. Ομως τώρα η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στην αρχή ενός ενάρετου ανοδικού οικονομικού κύκλου, όπως το 2014. Και αυτή τη φορά δεν ανατέλλουν οι αστέρες του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα βρεθούμε στο τέλος αυτού του κύκλου έχοντας σημειώσει σημαντική πρόοδο στα δομικά, στα θεσμικά; Δύσκολο! Ομως ποτέ πριν στα χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν υπήρξαν πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις στην κοινωνία και μια γενικευμένη επίγνωση των δυσλειτουργιών του κράτους μας. Ποτέ πριν δεν διατυπώθηκε από την κοινωνία αίτημα εκσυγχρονισμού.
Το ΚΙΝΑΛ
Οι αγορές έστειλαν μήνυμα και στο ΚΙΝΑΛ, αλλά μάλλον δεν το έλαβε. Το μήνυμα έλεγε: «Μετά από την έρημο του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν ξανά οι προϋποθέσεις εκτόνωσης του ελατηρίου. Λόγω ειδικών συνθηκών, την επόμενη τετραετία η ελληνική οικονομία μπορεί να τα καταφέρει πολύ καλύτερα απ’ όσο επιτρέπουν τα δημογραφικά ή οι δομικές δυσλειτουργίες και το θεσμικό έλλειμμα της χώρας. Και είναι πολύ πιθανόν να καταγραφεί ως η τετραετία της οικονομικής ανόρθωσης μετά τη δεκαετία της παρατεταμένης πτώσης».
Εσείς, λοιπόν, χρεωθήκατε από κοινού με τη ΝΔ την αποτυχία της χώρας και σχεδόν αποκλειστικά το κόστος της διάσωσής της. Τα μνημονιακά μέτρα, τη βαριά φορολογία, τις περικοπές που χρειάστηκαν για το νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών και τον εξορθολογισμό του Ασφαλιστικού, όλα επιβάρυναν περισσότερο το ΠΑΣΟΚ.
Τα πολύ βαριά μέτρα του 2ου μνημονίου που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεγάλη ρύθμιση του χρέους το 2012 και για την άντληση των κεφαλαίων που εξυγίαναν το τραπεζικό σύστημα στη μεγάλη ανακεφαλαιοποίηση του 2013, τα ψήφισαν μαζί ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Αλλά την ονομαστική μείωση του χρέους, την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, θα την πιστωθεί μόνη της η ΝΔ.
Την επενδυτική έρημο που προκάλεσε η απώλεια της εμπιστοσύνης και η απογείωση των spreads τη διαχειρίστηκε κυρίως το ΠΑΣΟΚ. Τη μείωση των spreads και την ανάκαμψη των επενδύσεων θα τη διαχειριστεί μόνη της η ΝΔ.
Την ύφεση που προκάλεσε η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και η πιστωτική συρρίκνωση τη χρεώθηκαν και οι δύο, πιο πολύ το ΠΑΣΟΚ. Την άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, την επιστροφή των τραπεζών ως πυλώνα χρηματοδότησης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, την ανάπτυξη που θα φέρει η μετάβαση από οικονομία χωρίς τράπεζες σε οικονομία με τράπεζες θα την πιστωθεί μόνη της η ΝΔ.
Τη διαδικασία αξιοποίησης του Ελληνικού την ξεκίνησε ο Γ. Παπανδρέου. Την αξιοποίηση του Ελληνικού, τις μπουλντόζες στο Ελληνικό, την ανάπτυξη που θα φέρει το Ελληνικό θα τα πιστωθεί μόνος του ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Το νομοσχέδιο για τη Μικρή ΔΕΗ το έφερε ο Γιάννης Μανιάτης του ΚΙΝΑΛ. Τη διάσωση και την εξυγίανση της ΔΕΗ θα την πιστωθεί ο Κωστής Χατζηδάκης ή κάποιος άλλος υπουργός της ΝΔ.
Την πτώση τη χρεώθηκαν μαζί και πολύ περισσότερο το ΠΑΣΟΚ. Την άνοδο, την ανάκαμψη της χώρας και της οικονομίας θα την πιστωθεί αποκλειστικά η ΝΔ.
Ενας εκβιασμός προεδρικής εκλογής το 2009 και ένα αχρείαστο και ανεπίγνωστο σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» έδωσαν την ευκαιρία στον Κ. Καραμανλή να δραπετεύσει από τις ευθύνες του. Μια «εμβληματική» διαγραφή και μια ανεπίγνωστη «στρατηγική» δίνουν την ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ να δραπετεύσει από τη διαχείριση της χώρας κατά την περίοδο της ανόρθωσης της οικονομίας, χαρίζοντας την αυτοδυναμία και όλη τη δόξα στον Μητσοτάκη.
Ακούω και εγώ όσα ακούγονται για να δικαιολογηθεί ο αυτοτραυματισμός του δρομέα στην αφετηρία. Αλλά δεν κατανοώ πώς οραματίζεται το ΚΙΝΑΛ τον ρόλο του την επόμενη ημέρα. Θα δίνει μάχες χαρακωμάτων για τα λιγνιτωρυχεία και την προστασία των δασών του Ελληνικού; Θα υπόσχεται πιο δυναμική διαπραγμάτευση για χαμηλότερα πλεονάσματα; Θα συμμετέχει στον εκφοβισμό των επενδύσεων στη Χαλκιδική; Θα κατεβαίνει στον Πειραιά η κα Γεννηματά, να στηρίζει τις κινητοποιήσεις κατά της COSCO; Θα στοιχίζεται αγκαλιά με τον κ. Λυμπερόπουλο και κάθε συντεχνία ενάντια στην taxibeat, στην uber και στην πρόοδο;
Ή μήπως, αρκεί να μείνεις στην αντιπολίτευση για να αλλάξεις το παρελθόν, να αποκαταστήσεις την αδικία της Ιστορίας εις βάρος σου; Αραγε, αποφεύγοντας την ευθύνη σήμερα, γίνεσαι πιο πειστικός για την υπευθυνότητα και τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ στη σωτηρία της χώρας;
Ενα είναι σίγουρο, η χώρα θα κέρδιζε από τη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, όπως έχασε τα χρόνια που προηγήθηκαν της κυβέρνησης των «Σαμαρο-Βενιζέλων» εξαιτίας της έλλειψης συναίνεσης.
Υ.Γ.: Το καλοκαίρι του 2010 η πρόταση του Ευάγγ. Βενιζέλου για ψήφιση του 1ου μνημονίου από 180 βουλευτές με είχε εξοργίσει. Την εξέλαβα ως εκδήλωση μικροκομματικών στρατηγικών, από εκείνες που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Μια κίνηση που έθετε σε κίνδυνο το μέλλον της χώρας, αν δεν εξασφαλιζόταν η απαραίτητη πλειοψηφία και οδηγούμασταν σε εκλογές, πολιτική κρίση, κ.λπ.
Με την εκ των υστέρων γνώση των εξελίξεων, αντιλαμβάνεται κανείς πως αν η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά είχε τεθεί εγκαίρως προ των ευθυνών της, η χώρα θα είχε αποφύγει πολλά δεινά και ταλαιπωρίες. Ηταν μια πρόταση ευθύνης που προστάτευε μακροπρόθεσμα και το ΠΑΣΟΚ και τη χώρα.
Σημειώσεις
1Για την προοπτική ανάκαμψης του τραπεζικού τομέα μπορείτε να δείτε το βίντεο (ξεκινώντας από το 1:34:50) από σχετική παρουσίαση που έγινε στις 16/4/19 καθώς και να κατεβάσετε το συνοδευτικό αρχείο της παρουσίασης σε pdf εδώ.