Εκ του αποτελέσματος κρίνονται τα περισσότερα, σε επίπεδο αποφάσεων και επιλογών. Με αυτό ως γνώμονα, τα περιοριστικά μέσα που εφαρμόζουμε (και θα εφαρμόζουμε για άγνωστο χρονικό διάστημα) όλοι μας, είναι καλά και χρήσιμα. Αναφέρομαι στο παράδειγμα της Κίνας, όπου τα αντίστοιχα μέτρα έφεραν αίσιο αποτέλεσμα, προς το παρόν τουλάχιστον.
Παρατηρώ μια γενικότερη ικανοποίηση που κωδικοποιείται στη φράση «πήραμε μέτρα εγκαίρως» και σε διαπιστώσεις ότι η Ελλάδα είναι μπροστά σε σχέση με άλλες χώρες.
Η αλήθεια, ως συνήθως, είναι πιο περίπλοκη και όχι τόσο μονόπλευρη.
Είναι χυδαία η επίκληση στην ατομική ευθύνη και η προτροπή «προσέξτε, το σύστημα υγείας και οι αντοχές του είναι στο χέρι σας, των πολιτών». Είναι χυδαία διότι ερμηνεύεται ως «μην αρρωστήσετε, διότι δεν μπορούμε να σας περιθάλψουμε». Τόσο απλά. Hδη αποδείχτηκε ότι κατά συντριπτική πλειοψηφία οι συμπολίτες μας στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και αυτό είναι κάτι για το οποίο δικαίως μπορούμε να νιώθουμε υπερήφανοι.
Αυτό για το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι είναι το γεγονός ότι δεκαετίες ολόκληρες ανεχόμαστε και επιβραβεύουμε με την ψήφο μας ένα πολιτικό σύστημα που, αν όχι σκοπίμως, με αδιαφορία, άφησε το δημόσιο σύστημα υγείας μας να καταρρεύσει.
Ας σημειωθεί το αυτονόητο, ότι το σύστημα υγείας ενός κράτους είναι η απολύτως πρώτη προτεραιότητά του απέναντι στους πολίτες. Το ελληνικό κράτος αυτήν την προτεραιότητα την έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια και το άφησε να διαλυθεί, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση και να κινδυνεύουν πρώτα από όλους οι άνθρωποι που το στελεχώνουν.
Η κατηγορία της σκόπιμης εγκατάλειψης του συστήματος υγείας δε μπορεί να αποδειχτεί. Υπάρχουν όμως σοβαρές ενδείξεις για αυτήν, όπως τα κατά καιρούς σκάνδαλα προμηθειών, οι καταγγελίες των συνδικαλιστικών οργάνων των εργαζομένων στην υγεία, και οι εικόνες (λαμπρά προβεβλημένες, μάλιστα!) υπουργών Υγείας να εγκαινιάζουν με κάθε λαμπρότητα ιδιωτικές δομές υγείας, δομές στις οποίες ασκείται η (με την απαράδεκτη, χυδαία ονομασία γνωστή) «προσοδοφόρος ιατρική», δομές που εξ ορισμού είναι ανταγωνιστικές προς το δημόσιο σύστημα υγείας.
Περασμένα – ξεχασμένα, όμως, έχει κανένα νόημα να τα σκαλίζουμε αυτά τώρα;
Βεβαίως και έχει, διότι οι άνθρωποι που μας κυβερνούν σήμερα και καλούνται να μας πληροφορήσουν, να μας προστατέψουν και να μας εμψυχώσουν δεν είναι παρά οι πολιτικοί επίγονοι αυτών που είτε εξ αμελείας είτε εκ προθέσεως εγκλημάτησαν εις βάρος του συστήματος υγείας.
Η πληροφόρηση και η δράση των ανθρώπων αυτών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αντικείμενο αγιογράφησης – διότι και αυτή ξεπροβάλλει σε έναν καιρό δύσκολο, που ζητά ήρωες και πρότυπα. Η δράση, σε δύο κραυγαλέες περιπτώσεις ήταν ανεπαρκής, μουδιασμένη και καθυστερημένη. Μιλώ πρώτα για την σκανδαλώδη περίπτωση της Εκκλησίας (αν υπάρχει ένα εκκολαπτήριο νόσων, είναι εκεί όπου συναθροίζονται οι ηλικιωμένοι), νερό στο μύλο της οποίας έριξε ακόμη και ο λαοφιλής δρ. Τσιόδρας – ας έψελνε στο σπίτι του. Η θρησκεία δεν λέει ότι η Εκκλησία είναι παντού, μέσα μας; Η δεύτερη περίπτωση ήταν ο σοβαρός περιορισμός των μετακινήσεων, που θα έπρεπε να είχε επιβληθεί τουλάχιστον μία εβδομάδα νωρίτερα.
Οσον αφορά στην πληροφόρηση, σαφώς και η κυβέρνηση δεν διαδίδει fake news (όπως δυστυχώς κάνουν πολλοί κοντόφθαλμοι αντιπολιτευόμενοι), ακροβατεί όμως συχνά ανάμεσα στην πλήρη αλήθεια και την παράλειψη μέρους της. Οι εξαγγελίες περί προσλήψεων προσωπικού υγείας είναι ακριβείς μεν και πιθανότατα θα γίνουν πράξη, ξεχνούν να αναφέρουν όμως πως, όταν προσληφθεί ένας νοσηλευτής σε ΜΕΘ, χρειάζεται 3-6 μήνες για να θεωρηθεί ασφαλής, όχι εκπαιδευμένος, απλώς ασφαλής. Δηλαδή, να μη σκοτώσει κόσμο άθελά του/της. Αυτό το χρονικό διάστημα δεν υπάρχει. Επίσης είναι πολύ αμφίβολο αν προλαβαίνουμε να αυξήσουμε τις κλίνες ΜΕΘ (εκεί δηλαδή όπου θα δοθεί ο αγώνας) επιτάσσοντας ιδιωτικές δομές και στρατιωτικά νοσοκομεία. Είναι μια ξεκάθαρη περίπτωση «too little, too late».
Ο κόσμος δεν αγανακτεί, υπομένει, πειθαρχεί και δείχνει θαυμαστή αυτοσυγκράτηση και ευθύνη (εκτός ολίγων εξαιρέσεων).
Οταν όμως τελειώσει η κρίση, θα αγανακτήσει μια και καλή, αν μη τι άλλο για το γεγονός ότι είδε τα ατελείωτα εκατομμύρια που πληρώνει επί δεκαετίες για την υγεία του να καταλήγουν σε μια μαύρη τρύπα απαξίωσης και διαλλαγής και παράνομου πλουτισμού, και τελικά να μην πιάνουν τόπο, όχι όσο θα έπρεπε, όταν ήρθε η ώρα της κρίσης.
Σαν να πληρώνεις επί χρόνια ασφάλιστρα αυτοκινήτου σε μια εταιρεία και όταν τρακάρεις να σου λένε «λυπούμεθα, δεν έχουμε ούτε τα χρήματα ούτε τα μέσα να σας αποζημιώσουμε. Τα φάγαμε».
Και εκεί έγκειται η ελπίδα, αλλά και το μεγάλο στοίχημα με τους εαυτούς μας και τις επερχόμενες γενεές: πως όταν τελειώσει η κρίση (χάρη στην αυτοθυσία των εργαζομένων στην υγεία και στην ψυχραιμία των πολιτών, κυρίως), δεν θα ανεχτούμε ξανά τα ίδια.
* Ο Στάθης Παναγιωτόπουλος είναι δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός και μέλος της ομάδας του «Ράδιο Αρβύλα»