Ο πρώτος γύρος των εσωκομματικών εκλογών στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πολιτικό γεγονός που δεν μπορεί να αποτιμηθεί αποκλειστικά με αριθμούς. Διότι σε αυτή την περίπτωση δεν λένε όλη την αλήθεια.
Οι 148.821 άνθρωποι που προσήλθαν στη διαδικασία της 17ης Σεπτεμβρίου ήταν λιγότεροι από τους 404.000 των εσωκομματικών της Νέας Δημοκρατίας (2015-2016), τους 270.000 που συμμετείχαν το 2021 στην εκλογή προέδρου στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ακόμη και από τους 150.000 που επικύρωσαν το 2022 την κυριαρχία του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, κάθε πολιτικό γεγονός μπορεί να διαβαστεί διαφορετικά αν εξεταστούν τα συμφραζόμενα της συγκυρίας. Ας τα πάρουμε με χρονολογική σειρά, «μετρώντας» τις 119 ημέρες που συνδέουν τις εθνικές κάλπες του Μαΐου με τις εσωκομματικές του ΣΥΡΙΖΑ την Κυριακή.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης χαρακτήρισε τη νύχτα της 21ης Μαΐου του 2023 «μια πολύ μεγάλη βραδιά για το ΠΑΣΟΚ και για τη δημοκρατική παράταξη». Στις εθνικές εκλογές την ίδια ημέρα το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έλαβε ποσοστό 11,46% έναντι 8,1% που είχε αποσπάσει πριν από τέσσερα χρόνια, τον Ιούλιο του 2019.
Στη συνέχεια, ωστόσο, οι προσδοκίες ότι το κόμμα θα μπορούσε να προσπεράσει ή να φτάσει πολύ κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ δεν επιβεβαιώθηκαν. To μήνυμα δεν ήταν καθαρό σε κρίσιμα πεδία, όπως πχ. στη φορολογική πολιτική, ενώ ο μέσος πολίτης θα δυσκολευόταν πολύ να απαντήσει στο ερώτημα «τι προτείνει ο Ανδρουλάκης;».
Στις εκλογές της 25ης Ιουνίου του 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας ήδη χάσει 11,5 μονάδες σε σύγκριση με το 2019, έχασε επιπλέον 2,24% σε σχέση με τις εκλογές του Μαΐου, πέφτοντας από το 20,07% στο 17,83%. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κέρδισε όμως μόλις 0,38% σε σχέση με τον Μάιο ανεβαίνοντας οριακά από το 11,46% στο 11,84%.
Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο τέλος Ιουνίου και η εσωστρέφεια στην οποία βυθίστηκε το κόμμα (με τη φωνή του ουσιαστικά να μην ακούγεται) μοιάζει να έδωσε το σήμα στη Χαριλάου Τρικούπη να χαλαρώσουν οι όποιες προσπάθειες να καταλάβει το ΠΑΣΟΚ τον χώρο που έδειχνε να του παραχωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιοι μίλησαν τότε για καλοκαιρινή ραστώνη και διακοπές που τράβηξαν πολύ και άφησαν… μόνα τους τα γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη να ψήνονται από τον καύσωνα. Την ίδια ώρα συνέβαιναν συγκλονιστικά γεγονότα που προκαλούσαν φθορά στην κυβέρνηση. Και ως τέτοια πρόσφεραν στο ΠΑΣΟΚ την ευκαιρία να επιλέξει την εγρήγορση αντί για τη θερινή ρέμβη, να βρεθεί στα σημεία των κρίσεων και να διεκδικήσει το κενό που άφηνε ο ΣΥΡΙΖΑ ως εν δυνάμει αξιωματική αντιπολίτευση. Με πρώτο στόχο, τις Ευρωεκλογές του 2024.
Εκείνες τις μέρες κάποια Μέσα «πάτησαν» στην υποτονική παρουσία του κόμματος και σχολίαζαν μετά φωτογραφιών τις διακοπές του κ. Ανδρουλάκη σε όμορφα νησιά του Αιγαίου.
Κατά τη διάρκεια του θέρους το στίγμα του ΠΑΣΟΚ παρέμεινε μονοθεματικό (υποκλοπές) ενώ οι προτάσεις και οι παρεμβάσεις του κόμματος δεν εμφανίζονταν στο «ραντάρ» των πολιτών. Θεώρησαν άραγε ότι επρόκειτο για ένα καλοκαίρι όπου «δεν είχε νόημα», ότι «κανείς δεν ασχολείται» με την πολιτική μετά από δύο εθνικές εκλογές με καθαρό νικητή;
Καθώς το μακρύ καλοκαίρι τελείωνε, η μετεωρική εμφάνιση του Κασσελάκη στα πολιτικά πράγματα προκάλεσε έκπληξη και σε πολλούς θυμηδία. Εμελλε ωστόσο να λειτουργήσει σε λιγότερο από 20 ημέρες σαν ένας «Μαύρος Κύκνος». Κατά τον Νασίμ Ταλέμπ, που ανέπτυξε την εν λόγω θεωρία, ο «Μαύρος Κύκνος» είναι ένα εγγενώς απρόβλεπτο γεγονός με πολύ μεγάλες επιπτώσεις, που στη συνέχεια οι άνθρωποι έχουμε την τάση να το εμφανίζουμε ως λιγότερο τυχαίο και περισσότερο προβλέψιμο απ’ ό,τι πραγματικά είναι.
Οπως φάνηκε την Κυριακή που μας πέρασε, είτε χάσει, είτε κερδίσει τελικά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ο Κασσελάκης, ο «Μαύρος Κύκνος» στην ελληνική πολιτική ζωή έχει εμφανιστεί: ο ΣΥΡΙΖΑ ξύπνησε ξαφνικά από βαθύ κώμα. Μια εξέλιξη η οποία δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί από τα 40.000 νέα μέλη, ούτε από τους σχεδόν 149.000 ψηφίσαντες οι οποίοι ήταν όντως λιγότεροι από αντίστοιχες διαδικασίες στο παρελθόν. Η αφύπνιση του ΣΥΡΙΖΑ από ένα απροσδόκητο γεγονός φωτίζει πάντως τη χαμένη ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ να εμφανιστεί στο «ραντάρ» της κοινής γνώμης σε μια στιγμή που ο βασικός του ανταγωνιστής είχε βυθιστεί στην αφωνία της εσωστρέφειας.
Το ΠΑΣΟΚ, αν είχε αναλάβει πρωτοβουλίες, θα μπορούσε το ίδιο να γίνει το πολιτικό κόμμα που θα σηματοδοτούσε το «νέο» με όρους σοβαρότητας και προοπτικής και που θα μπορούσε κάποια στιγμή να επανενώσει σε ένα ενιαίο σχήμα την Κεντροαριστερά. Αντίθετα, επιμένοντας στη γλώσσα και το ύφος της δεκαετίας του 1980, παραμένει ευάλωτο. Λόγω της αδράνειας και της εμμονής στο ένδοξο παρελθόν, έφτασε τώρα να κινδυνεύει από το «ηλεκτροσόκ» της μεταπολιτικής που προκάλεσε ο Κασσελάκης.