Η εικόνα του Κινήματος Αλλαγής, κατά τη τριήμερη συζήτηση των Προγραμματικών Δηλώσεων της κυβέρνησης , θύμιζε τις ποδοσφαιρικές ομάδες αυτή την εποχή, που προετοιμάζονται για τις αγωνιστικές υποχρεώσεις της νέας σεζόν. Ενώ φανερώνουν τις αρετές των παικτών και τις δυνατότητες της ομάδας, ψάχνουν τα βρουν τα πατήματά τους.
Κάτι ανάλογο συνέβη στη τριήμερη συζήτηση στη Βουλή με το Κίνημα Αλλαγής. Έδειξε σαφώς ότι θέλει να κάνει υπεύθυνη αντιπολίτευση , όπως δεσμεύτηκε η Φώφη Γεννηματά, το βράδυ της 7ης Ιουλίου και επανέλαβε στις ομιλίες της στην αρχή και το τέλος των προγραμματικών δηλώσεων, προσδιορίζοντας σε ποια ζητήματα θα «βάλει» πλάτη στη κυβέρνηση.
Από την άλλη, ωστόσο, το ΚΙΝΑΛ εμφανίστηκε αγχωμένο και παράταιρο σαν να βιάζεται να προλάβει τις εξελίξεις με ένα τρόπο που περισσότερο αντανακλούσε στο παρόν και στο παρελθόν παρά στο μέλλον. Με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τους ανέμους πρίμα, ακόμα , για τον Κυριάκο Μητσοτάκη , το Κίνημα Αλλαγής υποχρεώθηκε να αναζητά χώρο ανάμεσα κυβέρνηση της ΝΔ και την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα βασικά σημεία κριτικής στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, η φρασεολογία και ο πολιτικός λόγος που διατύπωσαν οι βουλευτές του ΚΙΝΑΛ απεικόνισαν την αδημονία να βιαστούν να οριοθετήσουν τις σχέσεις τους με τη κυβέρνηση της ΝΔ. Το αντιδεξιό στερεότυπο αναδείχθηκε εμφανώς. Σαν να νοιάζονται να διευθετήσουν ανοικτούς λογαριασμούς από το παρελθόν. Εμφανίζεται, ταυτόχρονα, το ΚΙΝΑΛ παράταιρο, εγκλωβισμένο σε μια συζήτηση για το τι και το πώς της κρίσης όταν οι προσμονές των πολιτών, σύμφωνα με τα εκλογικά αποτελέσματα στρέφονται στην επόμενη ημέρα.
Εν μέρει η επιλογή της αυστηρής αντιπολιτευτική τακτικής με το καλημέρα είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι αρκετά πρόσωπα από τον ζωτικό χώρο του ΚΙΝΑΛ, ανταποκρίθηκαν ασμένως στο κάλεσμα του πρωθυπουργού και στελέχωσαν το νέο κυβερνητικό σκάφος, δίνοντας την εντύπωση ότι το ΚΙΝΑΛ αφυδατώνεται και θα είναι ευάλωτο στις ορέξεις των κ.κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα. Αυτό οδήγησε την κυρία Γεννηματά και τους βουλευτές της, ευθύς εξαρχής να σηκώσουν τους τόνους της αντιπολιτευτικής κριτικής προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σαν επιθετική άμυνα. Ναι μεν έδειξαν υπευθυνότητα αφού δεσμεύτηκαν ότι θα συμβάλουν στην αλλαγή της απλής αναλογικής, στα εθνικά θέματα , στις φοροελαφρύνσεις, στο άσυλο, κ.α αλλά κατέστησαν σαφές ότι το ΚΙΝΑΛ δεν θα πρέπει να θεωρείται εκ των προτέρων, «δεδομένο» .
Όμως αυτή η τακτική συγκέντρωσε τα αιχμηρά σχόλια και κριτική από διαφωνούντα στελέχη και παράγοντες του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς, κυρίως στα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία επέκριναν την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ , πως δεν μπορεί να παρακολουθήσει την προβολή στο μέλλον του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι επικρίσεις του ΚΙΝΑΛ στην κυβέρνηση Μητσοτάκη πρόδωσαν κατά κάποιον τρόπο και την πρεμούρα του να τη «βγει» στον αμήχανο ΣΥΡΙΖΑ και να δείξει ότι θα είναι ο πολιτικός συνομιλητής της. Η επιδίωξη αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκην απορριπτέα όμως η έκβασή της δεν εξαρτάται μόνο από τις δικές του πρωτοβουλίες αλλά και από τη θέληση του πρωθυπουργού να ανταποκριθεί.
Πρόκειται για τις πρώτες κινήσεις τακτικής στη μάχη της κυριαρχίας στην αντιπολίτευση, με το Κίνημα Αλλαγής να σπεύδει να πάρει ευνοϊκή θέση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ . Το αν θα την κρατήσει βεβαίως θα επηρεαστεί από το πότε θα ξεπεράσει η Αξιωματική Αντιπολίτευση τη φανερή αμηχανία της και τις κινήσεις που θα επιλέξει. Σε κάθε περίπτωση ο σαφής προσδιορισμός των σχέσεων ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, και όχι μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια της τετραετίας, θα κρίνει και την τελική έκβαση της μάχης για την πρωτοκαθεδρία στην Κεντροαριστερά.