«Δεν θα γαμήσεις εσύ το μέλλον των παιδιών μου. Δεν θα καταστρέψεις εσύ τις ελευθερίες για τις οποίες ο παππούς μου πολέμησε σε δύο παγκοσμίους πολέμους. Άντε γαμήσου, λοιπόν, υπερ-διαφημισμένο πλαστικό παιχνιδάκι μπανιέρας. Η Βρετανία έχει αναστατωθεί από σένα και τη μικρή συμμορία των αυνανιζόμενων επιμελητών σου»: λόγια του βρετανού ηθοποιού Χιου Γκραντ, απευθυνόμενα στον μη εκλεγέντα από τον λαό Πρωθυπουργό της χώρας Μπόρις Τζόνσον, μετά από την απόφασή του να ζητήσει και να λάβει από την Βασίλισσα την άδειά της για αναστολή της λειτουργίας της Βουλής.
Λόγια σκληρά. Κάποιος θα τα πει και χυδαία αν δεν γνωρίζει υπό ποιες συνθήκες λέγονται και, κυρίως, προς ποιον απευθύνονται. Η αγγλική γλώσσα έχει έναν μεγάλο πλούτο, αλλά και το απαράμιλλο χάρισμα να μπορείς με τον κατάλληλο τρόπο και με πολλή ευγένεια, να πεις τα πιο σκληρά, τα πιο προσβλητικά λόγια. Ο Μπόρις Τζόνσον είναι προϊόν αυτής της μεγάλης σχολής του ειρωνικού , του «σε σφάζω με το γάντι» λόγου. Αλλά οι πράξεις και η συμπεριφορά του, εντός και εκτός πολιτικής, τον απονομιμοποιούν ως άξιο χρήστη του και τον χρήζουν άξιο αποδέκτη του.
Για αυτό και το «άντε γαμήσου», από το στόμα μάλιστα ενός ανθρώπου που ποτέ δεν το έχει πει δημόσια για κανέναν, φαντάζει απολύτως φυσιολογικό ή, όπως θα έλεγαν οι δάσκαλοι της ειρωνείας, «well deserved, old chap» – «το κέρδισες επάξια, φιλαράκο».
Ανάλογη γλώσσα χρησιμοποίησε και ο αμερικανός ηθοποιός Ρόμπερτ Ντε Νίρο εναντίον του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που επίσης έχει το ίδιο με τον Τζόνσον πιστοποιητικό «ISO-Ta Thelei o Kolos Tou». Τον Ιούνιο του 2018, κατά την απονομή των θεατρικών βραβείων Tony, ανέβηκε φουριόζος στη σκηνή και χωρίς περιστροφές, ούτε καν «καλησπέρα», είπε «Fuck Trump». Το είπε προστακτικά. Δηλαδή, «γαμήστε τον». Όλοι πετάχτηκαν όρθιοι και χειροκρότησαν με ενθουσιασμό. Σαν επιβεβαίωση. Και ο Ντε Νίρο φώναξε το ίδιο και για δεύτερη φορά.
«Μα, δεν πρέπει να σεβόμαστε τους θεσμούς;», θα πουν οι πιο ψύχραιμοι, ίσως. Οι πιο μετριοπαθείς, να πω; Οι πιο καθωσπρέπει, μάλλον; Αυτοί που έχουν και εξαιρετική αισθητική καλλιέργεια, και για τους οποίους είναι γραμμή πλεύσης στη ζωή το αξίωμα να μην κατεβαίνουν ποτέ στο επίπεδο του άλλου, ιδίως όταν αυτό είναι πιο κάτω από τα έγκατα της Γης;
Ταλαντεύομαι, ειν’ αλήθεια, να πω προς τα πού γέρνει η δική μου η βάρκα. Και μόνο που γράφω τη λέξη fuck, νοιώθω άσχημα. Καθόλου όμως δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι μόλις διάβασα τα λόγια του Γκραντ, ευφράνθη η καρδία μου και αυθορμήτως ξεχείλισε ο θρησκευτικός μου λόγος: «πες τα Χρυσόστομε». Πιο πολύ δε, από τη κακιά λέξη, μου άρεσε η παρομοίωση του Μπόρις με πλαστικό παπάκι μέσα σε μια μπανιέρα.
Ομολογώ, επίσης, ότι στις εποχές που ζούμε, όπου η πολιτική του πατριωτικού, δήθεν, λαϊκισμού, σαρώνει παντού και προσβάλλει βάναυσα την κοινή νοημοσύνη, μια τέτοια απάντηση, στη γλώσσα που ο «πάει γυρεύοντας» καλύτερα θα καταλάβει, ίσως να είναι η πιο ενδεδειγμένη. Μπορεί, προσωπικά, να μην την χρησιμοποιήσω, αλλά κανένας ηθικός νόμος δεν μου απαγορεύει να την χειροκροτήσω νοερά.
Έτσι κι αλλιώς, όταν ο κάθε Τζόνσον παραπλανεί ανοικτά τον πολίτη, υποσχόμενος εμφατικά πράγματα που γνωρίζει ότι δεν μπορεί να επιτύχει, στην ουσία χρησιμοποιεί μια διάλεκτο πολύ πιο χυδαία από το fuck you του Γκραντ, του Ντε Νίρο, ή και του υπογράφοντος εν προκειμένω!